Άγ. Ιωσήφ ΗσυχαστήςΆγιοι - Πατέρες - ΓέροντεςΓέρ. Ιωσήφ ΒατοπαιδινόςΈργα Γέρ. Ιωσήφ

Θείας Χάριτος Εμπειρίες, Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής (5)

6 Αυγούστου 2009

Θείας Χάριτος Εμπειρίες, Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής (5)

osios iosif o isihastis2

Συνέχεια από (4)

(+Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού)

4. Η νεανική ηλικία και η αποταγή του μακαρίου Γέροντος.

Οι κατά σάρκα αδελφοί του μας έλεγαν ότι, όταν γεννήθηκε, η μητέρα του είδε έναν άνθρωπον με φτερά, που κατέβηκε από την στέγην του σπιτιού της και ήθελε να τον πάρη. Αφού εκείνη έκλαιγε και τραβούσε και φώναζε: «Μη μου παίρνεις το παιδάκι μου». Εκείνος της είπε με καλωσύνην και πειστικότητα: «Μην επιμένεις Μαρία -γιατί έτσι λεγόταν η μητέρα του- αυτή είναι η απόφασις και έτσι πρέπει να γίνη». Της έδειξε σ’ ένα μικρό βιβλιαράκι που έβγαλε από τον κόλπον του το όνομα του μικρού και της έδωσε αντί δε αμοιβής έναν πολύτιμον και ολόφωτον σταυρόν. Σημειώνω δε ιδιαιτέρως γι’ αυτήν την ευλογημένην γυναίκα, ότι ήτο πολύ ευσεβής και απλούστατη, που συχνάκις έβλεπε πράγματα υπερφυσικά και ούτε γνώριζε από την υπερβολικήν ακεραιότητα του χαρακτήρος της ότι είναι θαύματα αυτά, αλλ’ ενόμιζε ότι έτσι βλέπουν όλοι οι χριστιανοί.

Η αποταγή του Γέροντος, που έγινε όταν έζη εμπορευόμενος εις μικροεπιχειρήσεις εις την πρωτεύουσαν και ήτο 23 ετών, συνδέεται με την μελέτην θρησκευτικών βιβλίων, και ιδίως πατερικών. Πριν όμως αρχίσει αυτήν την μελέτην, τον υπεκίνησε το εξής όνειρον. «Είδα, όπως έλεγεν, ότι περνώντας από έναν δρόμον κεντρικόν της πρωτευούσης με παρέλαβε άνθρωπος της ανακτορικής φρουράς και με πήρε δήθεν εις το παλάτι και αφού ήθελαν να με ανεβάσουν επάνω και δεν δεχόμουν, με βίαζαν λέγοντας ότι είναι απόφασις του βασιλέως και δεν γίνεται αλλέως. Αφού με ανέβασαν επάνω που δεν ήτο ανάκτορον, αλλά κάτι τι υπερφυσικόν, μου φόρεσαν μίαν ολόφωτον στολήν και μου είπαν ότι από τώρα και εις το εξής θα υπηρετής εδώ και με πήραν και προσκύνησα δήθεν τον βασιλέα. Όταν ξύπνησα τόσην αλλοίωσιν είχα λάβει εις τον εαυτόν μου, που δεν ημπορούσα να συνεχίσω την εργασίαν μου όπως πρίν. Τόσο βαθειά εντυπώθηκε μέσα μου αυτό το πράγμα, που νόμιζα ότι διαρκώς το βλέπω και ακούω την προστακτικήν εκείνην φωνήν: «Από τώρα και εις το εξής θα υπηρετής εδώ». Σταμάτησα τας εργασίας μου τελείως και καθόμουν σκεπτικός, τι άραγε να είναι αυτό που συνέβη σε μένα. Τότε καθήμενος κάποιος μου έδωσε το πατερικόν βιβλίον Καλοκαιρινή και εκεί διαβάζοντας, έλαβα γνώσιν της καλογηρικής».

Από τότε, όπως μου έλεγε, δεν ξαναγύρισε εις τον κοσμικόν βίον και αγωνιζόταν μόνος του σε διάφορα ερημικά μέρη έξω από την πρωτεύουσα και έως την Πεντέλην. Διενυκτέρευεν σε ημικατεστραμμένα κτίρια ή και μονύδρια και εις τα δάση και αγωνιζόταν να έφαρμόση εις τον εαυτόν του εκείνα, που διάβαζε εις τους μεγάλους Πατέρας. Εις την κατάστασιν αυτήν ευρισκόμενος, έμαθε από τινα αγιορείτην μοναχόν περί Αγίου Όρους. Πριν αναχωρήσει για το Άγιον Όρος, διέθεσε καλά την χρηματικήν του περιουσίαν, μη ούσαν μικράν κατά την εποχήν εκείνην, και ανεχώρησεν διά τον Άθωνα άγων το εικοστό τρίτον έτος της ηλικίας του.

Αι επιδιώξεις του προσανατολίζονταν για την ζωήν της ερήμου και ως πρώτη του στάσιν επέλεξε τα Κατουνάκια. Εκεί έμεινε ολίγον καιρόν εις την καλύβην των «Αγιορειτών Πατέρων», υπό τον αείμνηστον παπα-Δανιήλ, από τας συμβουλάς και το παράδειγμα του οποίου πολύ ωφελήθη, όπως μας έλεγε. Δεν έμεινε όμως περισσότερον, γιατί ειχε πολύν ζήλον και ζέσιν να άγωνισθή σε ησυχαστικώτερον και αυστηρότερον περιβάλλον. Πέρασε από τον τότε ησυχαστήν και νηπτικόν Γέροντα Καλλίνικον, του οποίου το απερίσπαστον πολύ τον ενθουσίασε, και αφού είδε μερικούς άλλους πατέρας, έφυγε για την Βίγλα, μέρος ησυχαστικόν και κατάξηρον εις τα όρια της Μεγίστης Λαύρας και πλησίον της Ρουμανικής Σκήτης του Τιμίου Προδρόμου.