Άγ. Ιωσήφ ΗσυχαστήςΆγιοι - Πατέρες - ΓέροντεςΓέρ. Ιωσήφ ΒατοπαιδινόςΈργα Γέρ. Ιωσήφ

Θείας Χάριτος Εμπειρίες, Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής (12)

16 Αυγούστου 2009

Θείας Χάριτος Εμπειρίες, Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής (12)

osios-iosif-o-isihastis2Συνέχεια από (11)

(+Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού)

11. Κοινωνία των Αχράντων Μυστηρίων υπό αγγέλου.

Την εποχή αυτή σταμάτησαν εις τα καλύβια τους και ο Γέροντας δοκίμαζε έναν είδος εγκλεισμού και ο πατήρ Αρσένιος τον εξυπηρετούσε εις τας απαραιτήτους χρείας. Για τον σκοπόν αυτόν και εις την μετάληψιν δεν πήγαινε συχνά όπως επικρατούσε η συνήθεια εκεί και μόνον ο πατήρ Αρσένιος πήγαινε με τους άλλους πατέρας, όπου είχε Λειτουργίαν. «Τότε, μας έλεγε, διέδιδαν ότι έχω χρυσόν και φοβούμαι να βγω από την καλύβην, μη μου τον κλέψουν. Και πράγματι είχομεν, όχι όμως χρυσόν, αλλά τον Χριστόν και προσέχαμεν να μη τον χάσωμεν. Μίαν ημέραν, που νομίζω ήταν εορτή, δεν πήγα πάλιν πουθενά και μόνον ο πατήρ Αρσένιος πήγε για να μεταλάβη. Αφού έμεινα μόνος μου και πέρασε ώρα αρκετή, άρχισα να μοιρολογώ με τον λογισμόν μου και αποκλαιόμενος έλεγα ότι δεν θα αξιωθώ και εγώ καθώς και οι άλλοι πατέρες να πάρω μέσα μου τον Χριστόν και άρχισα να λυπούμαι γι’ αυτό. Νύκτα ήτο και επομένως σκοτεινά και πάντοτε καθήμενος όπως συνήθιζα εις το σκαμνί μου, με τα μάτια μου κλειστά. Σαν να κατάλαβα ότι κάποιος μου χτύπησε το χέρι. Άνοιξα τα μάτια μου και βλέπω έναν ωραιότατον νεανίαν με φτερά και βάσταζε τα θεία δώρα και μειδιώντας μου έκαμε νεύμα να ετοιμασθώ. Με επλησίασεν,όσον απαιτούσε, και μου έδωσε εις το στόμα με πολλήν προσοχήν μία μερίδα του Δεσποτικού Σώματος. Αφού μου έδωσε, όπως είπα, την θείαν μερίδα, έκλεισε με προσοχήν το ολόφωτον σκεύος που κρατούσε, με κοίταξε με σεμνόν μειδίαμα και ανέβη από την στέγην της καλύβης μου, εκεί όπου ήτο και πριν».

Μας έλεγε δε ότι όλην την ημέραν εκείνην οι λογισμοί του ήσαν απορροφημένοι από αυτό το γεγονός και ο νους και η καρδία του ήσαν αιχμαλωτισμένοι εις την αγάπην του Χριστού.

12. Ασκητικά παλαίσματα εις τον Άθωνα.

Όπως ανέφερα και παραπάνω, κατά την περίοδον αυτήν ειχε πολλές αντιλήψεις από τον Θεόν και την Κυρίαν μας Θεοτόκον και υπέφερε πολλούς και μεγάλους πειρασμούς, αλλά και αφ’ εαυτού του επινοούσε πολύ καταθλιπτικά μέσα και τρόπους, για να βασανίζη τον εαυτόν του και να δαμάζη τον πόλεμον της σαρκός. Είχαν μαζί με τον πατέρα Αρσένιον από μίαν παλιογούναν ρωσσικήν και την έπαιρναν μαζί τους, όταν γύριζαν εις τον Άθω. Αυτήν είχον αντί στρώματος και σκεπάσματος.

Μετά το Πάσχα, που μόλις ζέσταινε ολίγον ο καιρός, άφηναν την καλύβην τους και πήγαιναν, ιδίως εις τα πέριξ του Άθωνος μέρη, όπου υπήρχε μέρος ησυχαστικόν ή όπου κάποιος άγιος Αγιορείτης ειχε κατοικήσει. Έμεναν σε κάθε τόπον όσον ήθελαν και έτσι ημπορούσαν να εύρουν γαλήνην και ησυχίαν και το σπουδαιότερον, να ασχοληθούν εις την ευχήν. Ένα μέρος από τα πλέον αξιοσημείωτα, που τους προκαλούσε το ενδιαφέρον και την προσοχήν, ήτο και το κάθισμα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, υψηλότερα από την Μεγίστην Λαύραν του Αγίου Αθανασίου, εκεί όπου λέγουν ότι εκάθισεν ο άγιος Γρηγόριος όταν ήτο εις την περιφέρειαν αυτής της Μονής.

Εκεί λοιπόν είχαν πάει και τότε με τον πατέρα Αρσένιον, με τα συνηθισμένα τους εφόδια, όπως είπα, και με σκοπόν να καθίσουν όσον μπορούν. Τας απογευματινάς ώρας ξεκουράζονταν ολίγον και όλην την νύκτα αγρυπνούσαν, και ιδίως ο Γέροντας σε αυτόν τον τομέα έδειχνε εξαιρετικήν βίαν. Την πρώτην βραδιάν, όταν αγρυπνούσαν ο ένας πιο μακριά από τον άλλον, καθώς πάντοτε συνήθιζαν, τόσον είχαν ταραχθή οι δαίμονες, που φώναζαν αισθητώς : «Φύγε από εδώ, φύγε, μας έκαψες», και τι επαναλάμβαναν διαρκώς. Ο πατήρ Αρσένιος, που είναι πάντοτε φύσει απλούς και άκουε τας φωνάς, πλησίασε τον Γέροντα και τον ρωτούσε, τίνες είναι αυτοί που κάνουν αυτάς τας φωνάς. Ο Γέροντας του λέγει, «εγώ, όχι μόνον τους ακούω, αλλά και τους βλέπω». Και καθώς μας έλεγε, τους έβλεπε που κατέβηκαν εις το μοναστήρι και έκαναν ταραχήν και την επομένην η Λαύρα τους ειδοποίησε με τον δασοφύλακα να φύγουν απ’ εκεί.

Αφού εκεί δεν έμειναν όσο ήθελαν, έστρεψαν πάλιν εις τον ποθητόν τους Άθωνα, γιατί εκεί ήτο το κέντρον τους τον περισσότερον καιρόν. Όταν ανέβηκαν ήτο πολύ ενωρίς και προς την κορυφήν ειχε χιόνια ακόμη,που μαρτυρούσε ότι δεν ανέβηκε κανένας άλλος κατά το έτος αυτό. Η καταλληλότερα εποχή που μπορεί να ανέβη κανείς ακίνδυνα εις τον Άθωνα είναι ο Ιούνιος και Ιούλιος και κατά τας αρχάς Αυγούστου, όπου γίνεται και η εορτή της θείας Μεταμορφώσεως, όπου τιμάται το παρεκκλήσι της κορυφής. Μας έλεγε δε ιδιαιτέρως ο Γέροντας ότι «από όσες φορές άνέβημεν εις τον Άθωνα, αυτή ήτο η πλέον εξαιρετική εις την ζωήν μου από απόψεως πνευματικής, γιατί αυτήν την φοράν πολλήν βοήθειαν και παρηγορίαν είδα από την χάριν του Θεού». Τότε είναι που βρήκαν επάνω εις την Αγία Τράπεζα, μέσα εις το παρεκκλήσι εις την κορυφήν, τα τρία μήλα, όπως και ο πατήρ Αρσένιος μας εβεβαίωνε με όλην του την απλότητα και έκπληξιν για το γεγονός αυτό. Μάλιστα μας έλεγε: «Τότε δεν καταλάβαμεν ότι αυτό ήτο πράγμα ύπερφυσικόν, αλλά μετά όταν τα εφάγομεν και εμαρτυρούσε και η γεύσις, διεπιστώσαμεν ότι αυτό δεν ήτο τυχαίον γεγονός. Ήσαν ολόφρεσκα, ροδοκόκκινα και μοσχοβολούσαν , με τα φυλλαράκια τους μαζί, πράσινα και ζωηρά, της ώρας εκείνης να είπη κανείς». Το πλέον περίεργον είναι ότι την εποχήν εκείνην μήλα δεν υπήρχαν. Ήτο μετά το Πάσχα και εις την κορυφήν, όπως είπα, ειχε ακόμη χιόνια και ούτε ίχνος υπήρχε ότι ανέβη άνθρωπος εκεί. Ο μήνας ήτο Απρίλιος,την ημερομηνίαν όμως δεν ρώτησα ακριβώς.

Κάποτε τον ερωτήσαμεν αν βρέθηκε καμμιά φορά σε προφανή κίνδυνον,τέτοιον ώστε να δοκιμάζεται η πίστις του άνθρωπου, και μας είπε. «Γι’ αυτό ερωτάτε; Σχεδόν όλη μου η ζωή έτσι πέρασε. Κάποτε βρεθήκαμεν πάλιν εις τον Άθωνα με τον πατέρα Αρσένιον, σε περίοδον φθινοπωρινήν. Όταν ανεβήκαμεν εις την κορυφήν, ήτο περασμένη η ώρα και επέβαλλε να μείνωμεν εκεί. Όταν πέρασαν μια δυο ώρες της νυκτός, έξαφνα χάλασε ο καιρός και εκεί ήταν επόμενο να πέσουν κεραυνοί. Πράγματι δεν πέρασαν πέντε δέκα λεπτά και άρχισαν αι βρονταί. Όσον για την βροχήν και τον αέρα είναι περιττόν να είπω, καθένας μπορεί να συμπεράνη τι γινόταν εκεί ψηλά, οπωσδήποτε όμως δεν βρεχόμεθα και τόσον πολύ, εφ’ όσον ετρυπώσαμεν μέσα εις το εκκλησάκι. Για τους κεραυνούς όμως καταφύγιον δεν υπήρχε. Ούτε να φύγωμεν ημπορούσαμε, ούτε και να προφυλαχθώμεν. Εστρέψαμεν όλον τον εαυτόν μας εις τα ένδον και συγκεντρώσαμεν όλην μας την πίστιν εις τον Χριστόν. Εμείς, λέγαμε, δεν ανεβήκαμεν εδώ ως περιηγηταί, ούτε χωρίς σκοπόν. Ο Θεός γνωρίζει ότι, όπως και τόσες άλλες φορές, ήλθαμεν για την ησυχίαν και την γαλήνην, όπου το μέρος του τόπου συμβάλλει τόσον για να προσεύχεται κανείς. Με αυτόν τον τρόπον αντιμετωπίζαμεν τους ανθρωπίνους λογισμούς. Η κατάστασις όμως ήτο πολύ φοβερή. Το μπουρίνι μάς ειχε πάρει καλά και οι κεραυνοί έμπαιναν απ’ όλας τας κατευθύνσεις. Από τας λάμψεις των αστραπών έβλέπαμεν ο ένας τον άλλον όπως είμεθα κουβαριασμένοι μέσα εις τας γωνίας. Προς όλας τας κατευθύνσεις γύριζαν οι κεραυνοί, περνούσαν δίπλα μας τόσον κοντά, που ήτο άξιον απορίας πως δεν έκαιγαν τα ράσα μας. Τσιτσίριζαν σαν τσακμακόπετρες και χάνονταν, κάθε φορά όμως που κτυπούσαν τους τοίχους και περνούσαν, γινόταν σαν σεισμός. Εμάς όμως Χάριτι Θεού δεν μας πείραξαν καθόλου».

Συνεχίζεται…