Άγ. Ιωσήφ ΗσυχαστήςΆγιοι - Πατέρες - ΓέροντεςΓέρ. Ιωσήφ ΒατοπαιδινόςΈργα Γέρ. Ιωσήφ

Θείας Χάριτος Εμπειρίες, Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής (17) – Το «δεματάκι»!!!

22 Αυγούστου 2009

Θείας Χάριτος Εμπειρίες, Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής (17) – Το «δεματάκι»!!!

osios-iosif-o-isihastis2Συνέχεια από (16)

(+Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού)

Εμείς τον ερωτούσαμεν: «Ποιά πρέπει να είναι η βάσις του πραγματικού σκοπού του μοναχού»; Και μας έλεγε: «Κάθε αφορμή που γίνεται αιτία να αποταχθή κάποιος και να μονάση είναι καλή και κατά Θεόν, όταν δεν έχη υλικούς σκοπούς. Κατ’ εμέ όμως θεωρώ ανωτέρα την εκκίνησιν από την εις Χριστόν αγάπην. Πολλές φορές ο άνθρωπος δέν έχει ως βάσιν της εκκινήσεως του εις την πνευματικήν του ζωήν αυτήν, αλλά άλλην αιτίαν, όπως βλέπωμεν καθημερινώς. Άλλος στρέφεται εις την χριστιανικήν ζωήν από φόβον για την μέλλουσαν δικαιοσύνην, άλλος επειδή απεστράφηκε τον αμαρτωλόν βίον, άλλος για τα μέλλοντα αγαθά και άλλος από επίγνωσιν της χριστιανικής αληθείας, εν συγκρίσει με τας απατηλάς και κούφιας θεωρίας της ψευδωνύμου γνώσεως. Μπορεί όμως ύστερα να επικέντρωση τον σκοπόν του εις την προς τον Χριστόν αγάπην και ας ξεκίνησε διαφορετικά εις την αρχήν. Όσοι αξιωθούν να γνωρίσουν την αγάπην αυτήν μέσα τους από ιδικήν της ενέργειαν, που τους αξίωσεν ο Κύριος, αυτοί εγνώρισαν την ουσίαν και πραγματικότητα του Χριστιανισμού και σε αυτούς, κατά αλήθειαν, αρμόζει το του αποστόλου Παύλου, όπου διά το υπερβάλλον της γνώσεως του Χριστού, τα πάντα διαθέτουν και τα πάντα ηγούνται σκύβαλα, δεν μπορεί δε να τους χωρίση ούτε ύψωμα, ούτε βάθος, ούτε άλλη κτίσις, όπως ο μακάριος τα αισθάνθηκε και τα διηγείται.

Είτε πνευματική γνώσις, είτε απάθεια, είτε αγάπη είπει κανείς, εις το όνομα μόνον διαφέρουν· η έννοια μία είναι κατά τους ορισμούς των Πατέρων, και εκείνος που το αισθάνθηκε, έστω και από μέρους, ο κόσμος γι’ αυτόν, δηλαδή η παραμονή του εις την ζωήν αυτήν, είναι φυλακή. Ναι μεν οι Πατέρες με πολλήν λεπτομέρειαν το περιγράφουν αυτό και μπορεί κανείς εις τα συγγράματά τους να λάβη γνώσιν και πληροφορίες, αλλά άλλο είναι να το αισθανθή μέσα του κανείς. Σε αυτό περικλείονται σε εσάς όλαι μου αι ευχαί, και αν βιάζεσθε όπως σας λέγω να λέγετε την ευχήν, είμαι βέβαιος ότι δεν θα το υστερηθήτε. Όπως από την μικρήν μου πείραν είδα, το αποτελεσματικώτερον μέσον για τον μοναχόν που θέλει να εύρη την αγάπην του Χριστού μας, δεν είναι άλλο από το να Τον φωνάζη συνεχώς και με επιμονήν».

17. «Πήγαινε και απόψε θα σου στείλω ένα δεματάκι και θα ιδής τι γλυκύς που είναι ο Ιησούς μας».

Για να κάνω μίαν διαπίστωσιν εις το πόσον πραγματικά αυτός ο μακαρίτης ειχε μέσα του ως κτήμα την αγάπην του Χριστού μας, θα σημειώσω κάτι που είδα με τα μάτια μου, που συνέβηκε σ’ εμένα τον ευτελή, χωρίς να υπερβάλλω καθόλου εις τα λεγόμενα μου. Όταν τον πρωτοσυνάντησα, αφού με δέχθηκε μετά από τα παρακάλια μου και την επιμονήν μου να με κράτηση κοντά του, με έβαλε να κάνω και εγώ, όπως αυτοί και εις το ζήτημα της αγρυπνίας. Με έβαλαν σ’ ένα δωματιάκι μικρό που είχαν για τον παπάν που τους λειτουργούσε και μου είπαν: «Κάθισε εδώ όρθιος όσον μπορείς και να λέγης την ευχήν». Βιαζόμουν όσο ημπορούσα και μετά τα μεσάνυκτα πήγαινα και τον συναντούσα. Πράγματι έκανα δυό βραδιές έτσι όπως μού είπαν. Το δεύτερο βράδυ με ρωτούσε, αφού μου έλεγε πολλές συμβουλές, τι αισθάνθηκα από την προσευχήν μου με τον τρόπον που έλεγα την ευχήν.

Εγώ δεν ήξερα τι να του είπω, γιατί πραγματικά τίποτε άλλο δεν καταλάβαινα εκτός από την ικανοποίησιν που βρίσκει κανείς, όταν βιάζεται και εφαρμόζη κάτι που πιστεύει ότι αρέσει εις τον Θεόν. Δεν γνώριζα άλλοτε αυτόν τον τρόπον, ούτε είχα επιχειρήσει ξανά. Τότε άρχισε να μου λέγη όσο ημπορούσα να καταλάβω για την προσευχήν και ιδίως για το «Κύριε Ιησού Χριστέ», σε πόσον ύψος αρετής και θείας Χάριτος ανεβάζει αυτόν όπου την αποκτήσει και την κρατά. Εις το τέλος μου λέγει χαριεντιζόμενος, «πήγαινε και απόψε θα σου στείλω ένα “δεματάκι” και θα ιδής τι γλυκύς που είναι ο Ιησούς μας».

Δεν κατάλαβα και καλά τι σήμαιναν και ούτε και θυμόμουν έως το βράδυ από τας ασχολίας μου αυτά που μου είπε. Το βράδυ, όταν πάλιν αρχίσαμεν την αγρυπνίαν μας, μετά το ηλιοβασίλεμα και μόλις έβαλα αρχήν, δεν θυμάμαι αν έλεγα την ευχήν ή χρησιμοποιούσα άλλον τινά τρόπον να προσεύχωμαι ζητώντας τους θείους οικτιρμούς, έξαφνα εγέμισε μέσα μου αγάπη προς τον Χριστόν μας και σιγά σιγά έγινε τόσον πολλή, που δεν ημπορούσα πια να προσευχηθώ, μόνον έκλαια με πολλήν σιωπήν, βλέποντας την αμαρτωλότητά μου με έναν τρόπον που δεν μπορώ να τον εκφράσω. Η κατάστασις αυτή κράτησε περί τας δύο ώρας και σιγά σιγά πάλιν ήλθα εις την κατάστασίν μου και εθαύμαζα τι πράγμα είναι αυτό! Τότε θυμήθηκα τα λόγια όπου μου είπε την προηγούμενην βραδιά. Ήρθαν στη μνήμην μου όλα όσα μου έλεγε για την Χάριν του Θεού και ότι μόνον τότε μπορεί να λεχθή κανένας άνθρωπος πραγματικά, όταν έχη μέσα του την Χάριν αυτήν.

Έλεγα μέσα μου: «Δεν είναι τρόπος να μένω έτσι όπως είμαι τώρα εις την αλλοίωσιν αυτήν; Δεν είναι άραγε τούτο που λέγει ο Κύριος μας, ότι “η βασιλεία του Θεού εντός υμών έστιν”; Δεν είναι αυτό άραγε που λέγουν οι Πατέρες ότι ο άνθρωπος που θα εύρη την Χάριν του Θεού απ’ εντεύθεν βλέπει την μέλλουσαν μακαριότητα; Καλά λέγει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος ότι ο άνθρωπος που δεν θα ιδή από την ζωήν αυτήν τον Χριστόν μας, ούτε εις την άλλην ζωήν να έλπίζη ότι θα τιν ιδή».

Και πράγματι αυτοί που αξιώθησαν να λάβουν την Χάριν Του, τον βλέπουν και τον αισθάνονται μέσα τους διαρκώς να μένη και να ενεργή με την θεοπρεπή Του Χάριν και μεγαλειότητα, παρήγορων άλλοτε μεν την καρδίαν τους με τον θεουργικόν Του έρωτα και την αγάπην, άλλοτε τον νουν τους με τας υπερφυσικάς ελλάμψεις και θεωρίας και άλλοτε βασιλεύοντας εις τας αισθήσεις των με την πράγματικήν Αυτού γαλήνην.

Όταν έφθασε η συνηθισμένη ώρα, όπως πάντοτε, πήγα να τον ίδω και τον βρήκα έξω από το δωμάτιόν του, γιατί ήτο καλοκαίρι, και μόλις ειχε αρχίσει να χαριεντίζεται και να μειδιά και πριν ακόμη του βάλω μετάνοιαν ή να του είπω, μου λέγει αυτός: «Είδες τι είναι αυτό που δεν ημπορούσες πριν να καταλάβης»; Τότε έπεσα εις τα πόδια του και άρχισα να τον ευχαριστώ. «Είδα, Γέροντα, είδα», του λέγω, «είδα αυτό που η γενεά μας δεν γνωρίζει πως υπάρχει». «Και όμως», μου λέγει, «σε αυτό έπρεπε να ήταν όλος μας ο σκοπός.» Και αφού με άκουσε να του λέγω όσο ημπορούσα λεπτομερώς, όπως μου είχε συμβεί, μου λέγει από μετριοφροσύνην: «Να λοιπόν, που ο Θεός σε ηλέησε και σου έδειξε την Χάριν Του· βιάζου τώρα να μη φανής αχάριστος και με την αμέλειάν σου να την υστερηθής».

Αυτό μου συνέβαινε και άλλοτε, όταν γυρίζαμεν εις τους δρόμους και εργαζόμεθα εδώ κι εκεί εις τα μοναστήρια για την εξασφάλισιν των προς το ζην μετά την κατοχήν, που τα εργόχειρα μας δεν είχαν πέραση. Μου έστελλε γραμματάκια παρηγορώντας με και συμβουλεύοντας να βιάζωμαι και να επιμένω εις την νήψιν. Εις το τέλος μου έγραφε, «πρόσεχε να μη αφήνης τα δεματάκια που σου στέλλω να γυρίζουν πίσω». Αυτά τα γράφω ο ευτελής εξ όσων από πείρας είδαμεν, ότι ήτο γεμάτος Χάριν Θεού και αυτά που μας έλεγε, δεν ήτο ξηρά γνώσις από μελέτην και συμπεράσματα, αλλά από το περίσσευμα της καρδίας έλεγε το στόμα του και αυτά που έδιδε ήσαν εκ των ιδίων του θησαυρών.

18. Η οικονομία εις τα υλικά αγαθά, η άσκησις της αγρυπνίας.

Παρ’ όλον που ήτο πολύ αυστηρός και ασυγκατάβατος εις τον εαυτόν του εις το πνευματικό μέρος, είχε πολλήν αγάπην προς τον πλησίον και συμπάθειαν, ιδίως δε εις τους ταλαιπωρημένους και τους πτωχούς. Άν και καμμιά φορά του λέγαμεν ότι συναντήσαμεν ή ακούσαμεν κάποιαν συμφοράν σε κανέναν δυστυχή, άρχιζε να κλαίη σαν μικρό παιδί και αν ετύχαινε να τρώγη σταματούσε το φαγητόν. Τόσην ελεημοσύνην είχε, που ποτέ δεν άφηνε τίποτα εις το σπίτι, ενώ πολλές φορές το υστερούμεθα εμείς. Ποτέ του δεν εκράτησε τίποτα, ούτε εσκέπτετο για την επαύριον, ούτε για τον εαυτόν του εμερίμνησε ποτέ ιδιαιτέρως, έστω και δια το παραμικρόν. Είχε δε πολλήν οικονομίαν και προσοχήν εις τα πράγματα μας, ώστε δεν ήθελε τίποτε ασκόπως να σπαταληθή. Όταν καμμίαν φοράν από απροσεξίαν εχύναμεν τίποτα, μας φώναζε αυστηρά: «Μη καταφρονείτε τα παραμικρά, γιατί θα φύγη η ευλογία από το σπίτι μας. Πολλές φορές, μας έλεγεν, είδα τον Πρόδρομον να μας ρίχνη πράγματα εις το σπίτι μας, και γι’ αυτό προσέχετε και μη καταφρονείτε, να μη χάσωμεν την ευλογίαν του». Το εκκλησάκι μας ετιμάτο εις τον Τίμιον Πρόδρομον και αυτόν είχαμεν ως προστάτην.

Και εις την Μικράν Αγίαν Άνναν, όπως ειπα, δεν σταμάτησαν αι περιπέτειαί του, ούτε και η αγωνιστική του διάθεσις, και ιδίως με το σώμα του κοπίαζε πολύ. Γιατί από την κακουχίαν και την διαρκή νοσηρότητα τον εγκατέλειψαν αι δυνάμεις του και όμως φιλονικούσε να συνεχίζη τον τύπον και την αρχικήν συνήθειάν του. Περισσότερον απ’ όλα εκτιμούσε την αγρυπνίαν και μας έλεγεν ότι κανένα άλλο πράγμα ή αγώνας του πρακτικού μέρους δεν τσακίζει τα πάθη και την σάρκα του αγωνιστού, όσον η αγρυπνία. Μα ούτε και πρόοδον και φωτισμόν και διαύγειαν εις τον νουν και τας πνευματικάς δυνάμεις προκαλεί άλλη προσπάθεια όσον αυτή.

«Κάποτε», μας έλεγεν, όταν πρωτοκάθισε εις το νέον του καλύβι, που είχε φτιάξει ολίγον απόμερα αφού έφυγαν από τον Άγιον Βασίλειον, «τόσον πόλεμον αισθάνθηκα εις το ζήτημα του ύπνου, που ενθυμήθηκα τα νεανικά μου χρόνια. Αλλά τότε το σώμα ειχε δύναμιν και άκουγε εις την ορμήν της αποφάσεως· όταν όμως είναι άρρωστο ,τι να κάμης; Βιαζόμουν με όλα τα μέσα που γνώριζα και που η μικρή μου πείρα είχε αποκτήσει, αλλά τίποτε· η κατάστασις ήτο αμετάβλητος». Τόσον δε είχε αποκάμει, όπως μας έλεγεν ύστερα χαριεντιζόμενος, «που αν στεκόμουν πέντε λεπτά όρθιος χωρίς να κινούμαι, θα με έπαιρνε ύπνος να πέσω κάτω. Βάδιζα συνεχώς έξω από την καλύβην μου, εκινούμην, έκανα μετάνοιες, ψιθύριζα παρακαλώντας να ελαφρώσω κάπως. Το έβλεπα καθαρά πως ήτο πόλεμος του εχθρού· δεν έδιδα εγώ, όσον κατ’ εμέ, αφορμήν εις το να δικαιολογηται ο ύπνος.

Μια βραδιά, δεν θυμάμαι αν ήτο και εορτή, τόσο είχα πια αποκάμει, που άρχισα να κλαίω και έλεγα τρόπον τινά παραπονούμενος, “βρε αδελφέ, και την προαίρεσιν του ανθρώπου θα καταδυνάστευση”;

Αμέσως ακούω από μέσα μου μια γλυκιά φωνή: “Δεν τα υπομένεις όλα αυτά για Εμέναν”; Και αμέσως ένα μεγάλο σύννεφον βάρους και σκοτοδίνης έφυγε από πάνω μου και έγινα ελαφρός σαν να μη είχα σώμα· έπεσα κάτω εις το έδαφος με δάκρυα και χαράν και έλεγα με πολλήν ζέσιν και αγάπην: “Ναι, Κύριε μου, για Εσέναν, και Εσύ ενίσχυσε την αδυναμίαν μου”. Από τότε για κάμποσον καιρόν ήμουν πολύ ελαφρός εις το ζήτημα του ύπνου».

Αυτά μας τα έλεγεν, όταν και εμάς πολεμούσε από μέρους ο ύπνος εις την αρχήν του βίου μας κοντά του και ιδίως έναν από εμάς τόσον πολύ, που κι εγώ λυπόμουν που τον έβλεπα πόσον κοπίαζε για το θέμα αυτό. Και ποιό πράγμα δεν έχει κόπο και ιδίως πάθος, όταν ο άνθρωπος το πολεμήση συστηματικά και θελήση να το απόρριψη εν ονόματι του Χριστού; Σήμερον με φαιδρά λόγια μόνον περιγράφομεν τον πόλεμον των παθών και την απόκτησιν των αντιστοίχων αρετών, γι’ αυτό και ούτε τα μεν αποβάλλομεν, ούτε τας δε αποκτούμεν και είμεθα σε τόσον μαρασμόν. Εάν δεν γίνη εκκένωσις του τόπου από το παρά φύσιν πάθος, η κατά φύσιν αρετή δεν μπαίνει και πάλιν για να μένη θέλει αυτά που την συγκρατούν. Έτσι μας έλεγεν ο μακαρίτης και μας απεδείκνυε από παραδείγματα ότι πολλοί βιάστηκαν εις την αρχή με πραγματικόν ζήλον και νίκησαν πάθη και βρήκαν την Χάριν του Θεού και ύστερα, με το να πέσουν σε αμέλεια,τα έχασαν όλα, και τώρα αν τους ερωτούσες θα σου έλεγαν με περιφρόνησιν. «Δεν βαριέσαι, όλα τα εδοκίμασα, τίποτα δεν είναι· αυτά ήταν τω καιρώ εκείνω». Δεν είναι όμως έτσι. Ο άνθρωπος αλλοιώνεται και μεταβάλλεται. Ο Θεός και η Χάρις Του «χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» είναι και αν είπωμεν αλλέως είναι βλασφημία. Αλλοίμονον εάν τότε που υπήρχε δύναμις και παράδειγμα βοηθούσε ο Θεός και σήμερα που έχομεν περισσοτέραν χρείαν δεν βοηθά. Δεν είναι ο σκοπός να κερδίση κανείς, αλλά να γνωρίζη να φυλάττη και τον θησαυρόν.

Συνεχίζεται…