Άγ. Ιωσήφ ΗσυχαστήςΆγιοι - Πατέρες - ΓέροντεςΓέρ. Ιωσήφ ΒατοπαιδινόςΈργα Γέρ. Ιωσήφ

Θείας Χάριτος Εμπειρίες, Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής (19)

28 Αυγούστου 2009

Θείας Χάριτος Εμπειρίες, Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής (19)

osios-iosif-o-isihastis2

Συνέχεια από (18)

(+Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού)

Ο διάβολος όμως που έχει τόσων αιώνων πείραν, ξέρει τι τον περιμένει, όταν ο νους του μοναχού ξυπνήση και ίδη την κληρονομίαν του, και γι’ αυτό όλη του η σπουδή είναι να πολλαπλασιάζη τας μερίμνας και χωρίς κόπον τον εξουδετερώνει. Πράγματι ανταποκρίνεται εις την αλήθειαν αυτό που λέγει ο άγιος Διάδοχος, πως ο διάβολος δίδει όλον τον κόσμον, μόνον για να εμπόδιση τον νουν του μονάχου εις το να πλησίαση εις την καρδίαν του διά της ευχής.

Η εργασία του νου είναι που χαρακτηρίζει τον μοναχόν. Και επειδή νοερά εργασία και μέριμνα δεν συμβιβάζονται, γι’ αυτό απ’ αρχής οι θεμελιωταί του μοναχισμού επενόησαν την έρημον και την ησυχίαν και απ’ εδώ πήραν και το όνομα να λέγωνται μοναχοί. Την εκτός της νοεράς εργασίας σωματικήν πράξιν,την εξωτερικήν, την έχουν οι Πατέρες εις ήσσονα θέσιν και την ονομάζουν “δικαιοσύνη των κοσμικών”, γιατί όταν δεν απαιτήται νοερά εργασία και φυλακή εις την τελειοποίησιν του ανθρώπου, τότε κατ’ εμέ, και η άποταγή δεν κρίνεται πρώτης ανάγκης. Εάν μόνον η σωματική εργασία και η έξωθεν δικαιοσύνη συνεπλήρωναν την χριστιανικήν τελειότητα, τότε αρκούσε ο κοσμικός βίος και η αναχώρησις ήτο περιττή.

Εδώ όμως βλέπομεν ότι πρώτα ο μοναχισμός και ύστερα η αναχώρησις με τα αποτελέσματα της, είναι συνήλικα με τον χριστιανισμόν και δεν είναι παράξενον αυτό, διότι η διδασκαλία του χριστιανισμού απέβλεπε περισσότερον εις την τελειότητα του ανθρώπου, παρά εις την εισαγωγήν του εις μίαν νέαν πίστιν. Εις πολλούς που ερωτούν, από πότε άρχισε ο μοναχισμός, εγώ τους λέγω ότι από Αυτόν τούτον τον ιδρυτήν αυτού. Ποίος έβαλε τα στοιχειωδέστερα θεμέλια του μοναχισμού έκτος από τον Χριστόν μας, όπου μετά το Βάπτισμα και πριν την δημοσίαν Του εμφάνισιν, ανέδειξε την αναχώρησιν και την νηστείαν; Να λοιπόν, που πριν να διδάξη, εθεμελίωσε τον αναχωρητικόν βίον, παρά τον κοινωνικόν. Η ακτημοσύνη, η λιτότης, η κατά μόνας διανυκτέρευσις Αυτού εν τη προσευχή τι σημαίνουν, ει μη την καταβολήν των θεμελίων του μοναχισμού; Αλλά αν αφήσωμεν αυτά και ερευνήσωμεν τον σκοπόν του χριστιανικού μας προορισμού, δεν μπορεί παρά να ομολογήσωμεν ότι συντελεστικότερον μέσον που να κατορθωθή οριστικά ο σκοπός αυτός δεν είναι άλλο από τον μοναχισμόν διά δε την ανθρωπίνην ασθένειαν, “ου πάσι δέδοται, αλλ’ ο δυνάμενος χωρείν, χωρείτω”».

Κάποτε ήθελα να αποδείξω σε μερικούς φίλους αυτό που λέγουν οι Πατέρες, ότι αν δεν εξέλθης από την ζάλην του κόσμου, δεν ημπορείς να καταλάβης την δυστυχίαν του, και δεν ημπορούσαν να το κατανοήσουν. Τότε μου επήρε τον λόγον ένας απλούστερος αδελφός, που συνέπεσε να ήτο παρών, και με το εξής ευφυές παράδειγμα έπεισε τους συζητητάς πολύ λογικά. «Όταν μπήτε, τους λέγει, να εργασθήτε σ’ ένα μέρος που έχει κακήν οσμήν, πώς εις την αρχήν σας φαίνεται δύσκολον και πνιγηρόν, και όμως ολίγον κατ’ ολίγον παραμένοντες το συνήθιζετε και δεν αισθάνεσθε τίποτα από ό,τι εις την αρχήν σας ήτο ανυπόφορον; Το ίδιο είναι και ο εμπαθής βίος, που μόνον τότε θα τον μισήση τις, όταν τον αντικαταστήση με την αρετήν και γνωρίση την διαφοράν».

21. Τα ενεργήματα και η παιδευτική πρόνοια της θείας Χάριτος.

Άλλοτε πάλιν μας έλεγεν ο Γέροντας: «Η συνήθεια είναι μεγάλη δύναμις, είτε εις το κακόν, είτε εις το καλόν επικρατήσει. Εάν ο Θεός δεν έδιδε την αρχικήν ευλάβειαν και ζέσιν δωρεάν εις όσους αρχίζουν νέαν ζωήν διά της μετανοίας, πολύ δύσκολα θα επιχειρούσε κανείς να γλυτώση από τα δεσμά της παλαιάς συνήθειας. Βιάζεσθε να αντικαταστήσετε τας παλαιάς συνήθειας με τας καλάς, εν όσω έχετε συνεργούσαν την αρχικήν αυτήν θέρμην και ευλάβειαν, που δεν είναι άλλο τι παρά Χάρις δωρεάν διδομένη από τον Θεόν, για να μπορέσετε να βάλετε καλήν αρχήν. Εάν εκμεταλλευθήτε την Χάριν αυτήν έως ότου υποχώρηση, θα αποκτήσετε την καλήν συνήθειαν, την έξιν όπως την λέγουν, και δεν θα σας φαίνεται ο κόπος πολύς. Κάθε αρχή θέλει βίαν και κάθε καλό αποκτάται με κόπον. Μήπως νομίζετε πως οι άγιοι Πατέρες χωρίς κόπους και αγώνας κέρδισαν»;

Και εσυνέχιζεν: «Εσείς δεν θέλετε να συναντήσετε πειρασμόν. Και τι λέγω πειρασμόν; Οΰτε τήν παραμικράν άντίδρασιν. Καί υστέρα ομιλείτε για Χάριν του Θεού και για πείραν θείας αντιλήψεως. Αν και η Χάρις του Θεού είναι, τρόπον τινά, η σημαντικωτέρα μαρτυρία εις την ψυχήν του μονάχου ότι βαδίζει κατά Θεόν και τα έργα του είναι εν Θεώ είργασμένα, δεν είναι όμως το απόλυτον σημείον, ώστε να κρίνη κανείς την κατάστασιν κατά πόσον είναι πνευματική. Και πρώτα πρώτα είναι πλάνη να προδιατίθεται ο αγωνιστής ότι για τούτο αγωνίζεται, για να πάρη την Χάριν του Θεου. Αυτή λέγεται Χάρις και το όνομα της μαρτυρά ότι δεν δίδεται ως αμοιβή.

Ο καθαρός σκοπός κάθε πιστού που σηκώνει τον σταυρόν του Κυρίου μας πρέπει να είναι η αγάπη προς τον Χριστόν. Εάν όλος ο βίος του χριστιανού υπάρξη μαρτυρικός, μέχρι και αυτού του τέλους του, δεν δεικνύει τίποτε αντάξιον μπροστά σε Εκείνον που “πρώτος ηγάπησεν ημάς”. Να λοιπόν, που ο άνθρωπος είναι οφειλέτης όλης της χριστιανικής αύταπαρνήσεως, όσην έδειξεν η ιστορία από της παρουσίας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Τί γίνεται όμως; Εξ αγαθότητος δίδει ο φιλανθρωπότατος Σωτήρ μας δωρεάν την Χάριν Του, καθώς γράφει κατά πλάτος εις τον Πνευματικόν Νόμον ο Αββάς Μάρκος. Η Χάρις αυτή, όχι ως αμοιβή, αλλά ούτε και ως ο επιδιωκόμενος σκοπός, αποτελεί το σημαντικώτερον δείγμα της απλανούς πορείας μας, την πιστοτέραν μας ενίσχυσιν και πληροφορίαν και γενικά χωρίς αυτήν όλα είναι αμφίβολα και σκοτεινά. Και όμως εξακολουθεί να είναι χάρις και ουδέποτε αμοιβή.

Η αναλογία της αισθητής παρουσίας της Χάριτος του Θεού εις την αγωνιζομένην ψυχήν δεν είναι το μέτρον της αξίας των κόπων της, αλλά η ανάγκη της ενισχύσεως της από την πατρικήν πρόνοιαν του Χριστού μας εις την θέσιν και την κατάστασιν που βρίσκεται. Μη νομίζετε ότι κάθε πράξις που γίνεται κατά Θεόν είναι απόβλητος ή αμφίβολος, όταν δεν συνοδεύεται με την αισθητήν παρουσίαν της Χάριτος Του. Εδώ βαδίζομεν “διά πίστεως και όχι διά είδους” και μακαρίζονται “οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες”. Όταν λέγη ο Κύριος μας, “εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών”, αποδεικνύει ότι είναι προτιμότερες αι πράξεις μας κατά Θεόν, που γίνονται χωρίς την αίσθητήν παρουσίαν της Χάριτός Του. Εάν δεν ήτο έτσι, δεν θα μας συνιστούσεν υπομονήν. Τί χρειάζεται η παρακίνησις προς υπομονήν εις την ψυχήν όπου είναι χαριτωμένη και βράζει μέσα της ο έρωτας προς Θεόν; Ακόμη και εάν όλη η κτίσις επαναστατήση εναντίον μιας τέτοιας ψυχής δεν μπορεί να την εμποδίση, και που χωρεί παρακίνησις προς υπομονήν;

Και όπως ειπα πρώτα, η αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπον και η ανθρωπινή αδυναμία και τρεπτότης κάνουν την αναλογίαν της αισθητής αυτής θείας αντιλήψεως και κυρίως σε δύο περιπτώσεις. Εις τας νεαράς ψυχάς των αρχαρίων, που η πίστις τους είναι άκομη αδύνατη, και εις τους τολμηρούς αγωνιστάς, όπου βιάζονται όση δύναμις, να εφαρμόσουν το, “ιδού ημείς αφήκαμεν πάντα και ηκολουθήσαμέν σοι”. Αυτοί έρχονται σε ένα σημείον που τους είναι άγνωστον μέχρι τότε, και η δειλία, χάριν της αμφιβολίας, αρχίζει να τους κλονίζη. Ανάλογα όμως με την απλότητα και την ακεραιότητα του χαρακτήρος των, τους ενισχύει η Χάρις του Θεού αισθητώς, να μη γυρίσουν πίσω. Τότε όμως ο αγωνιστής δεν πρέπει να ζητά αισθητά σημεία της Χάριτος του Θεού, αλλ’ ούτε καν με την διάνοιάν του να το φαντάζεται αυτό, γιατί δίδει χώραν εις την είσοδον της πλάνης και αν δεν το συναισθανθή και δεν κλάψη γι’ αυτό,χωρίς άλλο θα πλανεθή.

Η Χάρις του Θεού δεν φεύγει από την ψυχήν του αγωνιστού, “αμεταμέλητα τα χαρίσματα του Θεού”, κρύβει όμως την παρουσίαν της για πολλούς ωφελίμους σκοπούς, των οποίων κυριώτερος είναι να κρατά τον αγωνιστήν σε ταπείνωσιν και μετριοφροσύνην. Ο πρακτικός αγωνιστής μπορεί να προσδιορίζη την υστέρησιν της Χάριτος όπου παθαίνει, από που προήλθε. Πάντως η πιο σίγουρη επιστροφή είναι τα δάκρυα και η υπομονή».

«Κατ’ εμέ, συνέχιζε ο Γέροντας, όταν ο άνθρωπος κράτηση αναποσπάστως εις όλην του την ζωήν την αυτογνωσίαν, δεν θα χάση ποτέ την θεογνωσίαν. Αυτές είναι μόνον δυο λέξεις, περικλείουν όμως μέσα τους όλα τα καθήκοντα του άνθρωπου προς τον Θεόν και τον πλησίον του και την σχέσιν και αγάπην του Θεού προς τον άνθρωπον».

Συνεχίζεται…