Άγ. Ιωσήφ ΗσυχαστήςΆγιοι - Πατέρες - ΓέροντεςΓέρ. Ιωσήφ ΒατοπαιδινόςΈργα Γέρ. Ιωσήφ

Θείας Χάριτος Εμπειρίες, Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής (20)

29 Αυγούστου 2009

Θείας Χάριτος Εμπειρίες, Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής (20)

osios iosif o isihastis2

Συνέχεια από (19)

(+Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού)

22. Η φυλακή των αισθήσεων και οι καρποί της νήψεως.

Άλλοτε πάλιν μας έλεγε για την φυλακήν των αισθήσεων και πόσην σημασίαν έχει αυτή η εργασία.

«Τα από μέρους πτώματα και αυτός ο ξερός πόλεμος του εχθρού έχουν σχεδόν την εισοδόν τους από τας θύρας των αισθήσεων. Εάν δεν δοθή αφορμή από κάπου, ο πόλεμος δεν αρχίζει, και αν θα γίνη, θα είναι ανίσχυρος και χωρίς βλάβην, κόβετε λοιπόν τας αφορμάς. Μέσα σ’ αυτές στήνει ο εχθρός τας παγίδας του και πιάνει όποιον δεν έχει προσοχήν. Κάποτε, μας ελεγεν, είχα τούτο εις τον νουν μου και μάλιστα ερχόταν εις την μνήμην μου και το ρητόν της Γραφής,”πάση φυλακή τήρει σην καρδίαν” και καθόμουν εις το σκαμνάκι μου και έλεγα την ευχήν, όπως πάντοτε εσυνήθιζα.

Μου εφάνηκε πως βρέθηκα σε ένα μέρος σαν θεωρείο υψηλό, που ήταν σαν εξέδρα και από κάτω ήτο ένας απέραντος κάμπος σαν γαληνεμένη θάλασσα. Όπως προσπαθούσα με περιέργεια να ιδώ, τι ήταν αυτό και πως βρέθηκα εκεί, διέκρινα ότι μέσα εις το έδαφος, που μόλις και εφαίνοντο, ήσαν στημένες αναρίθμητες παγίδες. Με έπιασε φόβος και σκεπτόμουν, τι σήμαιναν αυτά και ποιος έστησε τόσες παγίδες σε τόσην έκτασιν και αλλοίμονον σε εκείνον που θα πέση εδώ μέσα.

Όπως ήμουν τρομαγμένος και κοίταζα με φρίκη το μέρος αυτό, άκουσα σαν βοή από το αντίθετον μέρος και γυρίζοντας βλέπω πολύ πλήθος μοναχών όπου ήρχοντο για να περάσουν από την πεδιάδα αυτήν και όπως εβάδιζαν έπεφταν στας παγίδας και επιάνοντο από διάφορα μέρη του σώματος, και όσοι επιάνοντο, επάλευαν απεγνωσμένα και ήτο η κατάστασις φρικτή! Εγώ από τον φόβον μου και την λύπην μου έκλαια δυνατά και έτρεμα ολόκληρος από το φρικτόν αυτό θέαμα. Τότε βλέπω πάλιν και άνοιξε εις την μέσην αυτής της φοβέρας εκτάσεως σαν χάσμα και από μέσα πρόβαλε ένας φοβερός και απαίσιος γίγαντας, και φαινόταν έως και η κοιλία του, που μόνον η θέα αυτού ήτο περισσότερον από κάθε άλλην βάσανον και άρχισε να καγχάζη σαρκαστικά και με πολλήν ικανοποίησιν κοίταζε τα πτωχά αυτά θύματα. Τότε ήλθα εις τον εαυτόν μου και κατάλαβα ποιος ήτο αυτός ο βύθιος δράκων, ο πλανών και παγιδεύων την οικουμένην με τας μαγγανείας του. Τόσον πολύ με συγκίνησε αυτό το πράγμα, που επί πολλάς ημέρας δεν ξεκολλούσε από την μνήμην μου και ούτε σκεπτόμουν τίποτα του κόσμου αυτού».

Πάλιν τον ερωτούσαμεν, αν ειδε τους δαίμονας όπως τους περιγράφουν οι Πατέρες, και μας έλεγεν: «Με τα μάτια, τα νοερά, πολλές φορές. Μα μήπως και με άφηναν να ησυχάσω; Και ιδίως όταν ήμουν νεώτερος και αγωνιζόμουν, πολύ με τυραννούσαν. Με τραβούσαν από τα πόδια, με έσπρωχναν, με καβαλίκευαν από πάνω, με κτυπούσαν, με σούβλιζαν και πονούσε για πολλήν ώραν το σώμα μου. Ιδίως φώναζαν και όχλοποιούσαν, για να μη ημπορώ να λέγω την ευχήν. Κουνούσαν την καλύβαν, που νόμιζα ότι πάει, τώρα θα την γκρεμίσουν, αλλά τίποτα δεν κατάφερναν, έφευγαν.

Μίαν φοράν έβαλα να κοιμηθή εις το στρώμα μου, εις τον Άγιον Βασίλειον που είμεθα, κάποιο πατριωτάκι μου, και τόσο ξύλο του έδωσαν, που έφυγε νύκτα και δεν περίμενε να ξημερώση. Η ψυχή του ανθρώπου,εννοείται όταν έχη κατάστασιν, τους καταλαβαίνει πριν πλησιάσουν και τους προαισθάνεται και εις ό,τι σχήμα και αν μεταμορφωθούν τους γνωρίζει και τους καταφρονεί».

Άλλην φοράν τον ερωτήσαμεν: «Δεν είδες καμμίαν φοράν άγγελον»; Και μας απήντησεν: «Όπως τους περιγράφει η Εκκλησία μας ειδα δύο φοράς. Μίαν φοράν εις τον Άγιον Βασίλειον, όπου μου μετέδωσε το Σώμα και Αίμα του Χριστού και μίαν φοράν εις την Μικράν Αγίαν Άνναν μέσα εις το εκκλησάκι· βάδιζε, μπροστά από τον διάκον που εθυμίαζε, με ένα μεγάλο κερί, και όπου πήγαινε ο διάκος, προπορεύετο αυτός και μετά μπήκαν μέσα εις το Βήμα» Υπό άλλην όμως μορφήν, σαν νέους, σαν μοναχούς, πολλές φορές, που εις την πραγματικότητα αυτοί ήσαν και εις όλας μου τας δυσκόλους περιστάσεις με παρηγορούσαν. Γιατί όταν ο νους του ανθρώπου άρχίση να καθαρίζη και να φωτίζεται, που γίνεται με την ευχήν, όχι μόνον τούτα βλέπει, αλλά βλέπει άλλα πράγματα μεγάλα, που δεν λέγονται. Μη τα θαυμάζετε όμως αυτά, γιατί το να ιδή κανείς αγγέλους ή δαίμονες ή άλλην τινά αντίληψιν από τον Θεόν, αυτό δεν είναι δείγμα πνευματικής καταστάσεως. Τούτα γίνονται, όταν βιάζεται ολίγον κανείς και η άγαθότης του Θεού τον παρηγορεί για να μη γυρίση οπίσω.

Η πνευματική κατάστασις εξαρτάται από το μέτρον της καθαρότητος της καρδίας του ανθρώπου και της θείας ελλάμψεως, όπου η Χάρις του Θεού φωτίζει τον νουν του. Έρχεται ώρα που ενώ προσεύχεται ο άνθρωπος λέγοντας την ευχήν, με όλους τους λογισμούς του συναθροισμένους και με μόνην μελέτην του το γλυκύ όνομα του Κυρίου μας Ιησού, έξαφνα φωτίζεται ο νούς του, μάλλον καταλαμβάνεται από ένα απέρατον φώς,άυλον,λευκόν σαν χιόνα και μια λεπτή ευωδία περιχύνεται εις όλα του τα μέλη και βγαίνει από τον εαυτόν του και στέκεται σε μιαν άλλην κτίσιν, άλλος εξ άλλου και ούτε εύχεται τότε, ούτε σκέπτεται, μόνον θεωρεί και θαυμάζει τα θεία μεγαλεία. Αυτή είναι πνευματική κατάστασις και γίνεται με την ησυχίαν και την ευχήν. Βιάζεσθε για να τα ιδήτε με τα μάτια σας και τότε θα καταλάβετε τι σημαίνει μοναχός.

Κάποτε καθόμουν, μας έλεγεν, εις το παράθυρο μου γονατιστός κατά την συνήθειάν μου και έλεγα την εύχήν. Ήταν νύκτα περασμένη, καλοκαίρι και είχα το παράθυρόν μου ανοικτόν. Όπως ειχα τους λογισμούς μου μαζεμένους και έλεγα με πολλήν γαλήνην την ευχήν, βλέπω και άνοιξε ο νους μου και έβλεπα ανεμποδίστως όπου ήθελα. Τότε βλέπω τον δικόν μας, τον πατέρα Αθανάσιον εις τον δρόμον της Αγίας Άννης, να έρχεται προς το σπίτι φορτωμένος με τον ντορβά και τον παρακολουθούσα εις όλον το διάστημα και ήμουν μαζί του εις όλην την διαδρομήν. Και εις την Παναγίαν, εκεί εις την σπηλιάν, άφησε τον ντορβάν εις το πεζούλι και έβαλε μετάνοιαν και προσκύνησε την εικόνα και πάλιν συνέχισε και ήμουν μαζί του μέχρι που ήλθε και πήρε το κλειδί και μπήκε μέσα και ήλθε σιγά σιγά μπροστά μου και έβαλε μετάνοιαν. Και απορούσα με τον εαυτόν μου, πως γίνεται ο νους του ανθρώπου!

Και πράγματι αυτό που λέγουν οι άγιοι Πατέρες, ότι όταν καθαρίση ο νους του ανθρώπου χωράει μέσα όλην την κτίσιν, έτσι είναι. Δεν τον έβλεπα όπως που να βλέπη κανείς κάποιο πράγμα από μακρυά που έρχεται κατ’ ευθείαν και όσο πλησιάζει το βλέπει ευκρινέστερα, αλλά ήμουν κοντά του και σαν να βαδίζαμεν μαζί και όλα τα κύκλω τα έβλεπα και εις τον εαυτόν μου ήμουν πάλιν χωρίς προσπάθειαν ή κόπον ή άλλην τινά επίνοιαν και έβλεπα εκείνα που ήσαν μακράν, σαν να ήμουν παρών σωματικώς.

Πόσα πράγματα έχει μέσα η ευχή, όταν βιασθήτε να την αποκτήσετε! Φθάνει ο άνθρωπος σε μια ανωτερότητα , που κάθε τρεπτότης και ακαταστασία χάνεται, και γίνεται σαν ένας άνθρωπος με προτερήματα γεροντικά, και ας μη είναι η ηλικία του γεροντική. Αποκτά μιαν βαρύτητα και δυσκινησίαν προς το κακόν και εύκολα δεν τρέπεται, δεν φοβάται, δεν μεταβάλλεται. Με πολλήν ευκολίαν διαγινώσκει την διαφοράν των λογισμών και των πραγμάτων και δεν παρασύρεται τόσον εύκολα. Αυτά όλα αλλέως είναι να τα είπη κανείς και αλλέως είναι να τα ζη».

Πράγματι δε, ούτε και σε εμένα ήτο εύκολον να περιγράψω τι ακούγαμεν ή τι εβλέπαμεν, και με έναν λόγον, να περιγράψω τον βίον ενός πνευματικού ανθρωπου, μη όντας εγώ εις την ιδικήν του κατάστασιν και θέσιν. Τόσα δε μόνον λέγω, όσα μπόρεσα να καταλάβω. Πόσον σωστός είναι ο λόγος του μεγάλου Παύλου για τον πνευματικόν άνθρωπον, ότι μόνος αυτός, ο πνευματικός δηλαδή, μπορεί τους άλλους να κρίνη,χωρίς αυτός να κρίνεται υπό άλλου.

Συνεχίζεται…