Άγ. Ιωσήφ ΗσυχαστήςΆγιοι - Πατέρες - ΓέροντεςΓέρ. Ιωσήφ ΒατοπαιδινόςΈργα Γέρ. Ιωσήφ

Θείας Χάριτος Εμπειρίες, Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής (25)

9 Σεπτεμβρίου 2009

Θείας Χάριτος Εμπειρίες, Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής (25)

epistoli iosif isihastiΣυνέχεια από (24)

(+Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού)

Επιστολή 11 (απόσπασμα)

Προς Μοναχή Βρυαίνη, την ανηψιά του, κόρη της αδελφής του Εργίνας.

Άγιον Όρος, Άθως τη 8η Απριλίου 1947.

Το ηγαπημένον μου τέκνον, τα σπλάγχνα της ψυχής μου, την γλυκύφωνόν μου αηδόνα, την κιθαρίζουσα ως ο θείος Δαβίδ, τα ιερά των ιερών τοις ιεροίς θεία και επουράνια μελωδήματα, δι΄ ώνπερ δοξάζεται ο Πατήρ ευφραίνεται ο Υιός και αγάλλεται το Πανάγιον Πνεύμα, Χάρις λοιπόν επί Χάριτος εις τας ευλογημένας ψυχάς σας και ψυχούλαν σου.

Ηγαπημένη μου κόρη, ηυφρανάς με εν τοις λεγομένοις. Έλαβον γαρ την επιστολήν σου και περιχαρώς την ανέγνωσα και όλος νους και διάνοια νοσταλγών και γλιχόμενος ηκολούθων την οπτικήν τοις όμμασι δύναμιν, ίνα καταλάβω και καταμάθω το όνομα, την νέαν Βρυαίνην, και πλέον κορεσθή το επιθυμητόν της ψυχής μου και παύση το άλγος των πόνων μου διά σε, και του λοιπού αποδώσω τας τελειωτικάς ευχαριστήριους φωνάς προς τον αγαθόν Παροχέα και διά παντός ευεργέτην Θεόν, όπου ως Πατήρ αληθής και φιλόστοργος εκπεραιώνει τας επιθυμίας των τέκνων του, εάν ώσιν ευάρεστοι εις Αυτόν.

Κράτει λοιπόν, αγαπητή μου, την πανοπλίαν ην έλαβες στερεάν, και κραταιώς αγωνίζου τείνουσα τα βέλη ευτόνως προς τους εχθρούς, εις ένα σκοπόν αποβλέπουσα και την βολίδα εκπέμπουσα του να μη παράκουσης ποτέ την Γερόντισσα. Ευκοπώτερον γαρ έσται λυπήσαι Θεόν ή την πνευματικήν σου μανούλα, καθότι, αν διά σου λυπηθή, έχεις πρεσβευτήν την Γερόντισσα να εκλιπάρηση Αυτόν περί σου· ει δε και ταύτην λύπησης, ποίος διά σε, θα εξιλέωση τον Κύριον;

Όντως μέγα κατά αλήθειαν το μυστήριον της υπακοής! Αφού ο γλυκύς ημών Ιησούς πρώτος τον δρόμον εχάραξε και τύπος εγένετο εις ημάς, πόσο μάλλον ημείς έσμεν οφείλεται να μιμηθώμεν Αυτόν.

Είθε να ήμην καγώ μαζί σας να εξασκώ την ποθητήν μου εν αληθεία υπακοήν, καθότι ομολογώ ειλικρινώς μεθ’ όλης ισχύος εν πλήρει επιγνώσει, ότι άλλη σωτηρία οδός δεν υπάρχει, απέχουσα από κάθε πλάνην και ενέργειαν του εχθρού, ως αυτή, και ει τις επιθυμεί αληθώς να σωθή, και ποθεί να εύρη συντόμως τον γλυκύν Ιησούν, οφείλει να κάμνη υπακοήν, και με τόσην αγάπην οφείλει να “λατρεύη” την Γερόντισσαν, ως να βλέπη τύπον Θεού.

Διότι αυτή η ευλογημένη διά κάθε μίαν σας όπου αναλαμβάνει, μία άλυσος βαρύτατη περιτίθεται εις τον τράχηλον, και χρήζει όντως πολλών ευχών διά να έλαφρύνη το βάρος. Χρήζει αγάπης πολλής ανοθεύτου, και όχι παρακοής. Χρήζει να στάζη τα χείλη σας μέλι και αμβροσία, και όχι αντιλογίας. Χρήζει φιλημάτων συνεχών με δάκρυα εις τους οφθαλμούς, και όχι φιλονεικίας. Χρήζει με δάκρυα πολλά και αθώα να παρακαλάτε την Παναγίαν να της δίδη υγείαν ψυχής και σώματος, και όχι έρεις και μάχας.

Διότι ο κάθε λόγος όπου θα ειπήτε ο σκληρός εν καιρώ πειρασμού εις αυτήν, επειδή και προέρχεται εκ του πονηρού όφεως, ωσάν δηλητήριον ποτίζεται η ψυχή της και μαραίνεται ως άνθος που το χτυπά το χαλάζι, και πλέον μήτε διά τον εαυτόν της δεν δύναται να προσευχηθή, μέχρις ότου παρέλθη ο πόνος.

Ενώ, όταν κάμνετε τα όσα προείπαμεν με υπακοήν και αγάπην, τότε αναθάλλει ως άνθος ευώδες και τρέχει προς ύψος. Προσεύχεται και φωτίζεται. Ομιλεί συμβουλεύουσα και προσθήκη της δίδεται· και γίνεται βρύσις ανελλιπής νέμουσα εις όλους την Χάριν όπου της δίδει ο Κύριος.

Ταύτα λοιπόν ακούουσαι και μανθάνουσαι, αν και σας τα έχουν είπει ο Γέροντας και η Γερόντισσα, επειδή ζητείτε και από εμέναν τον ταπεινόν, ει και γινώσκω ότι δεν έχετε χρείαν των αγαθών μου, πλην επειδή πολύ αγαπώ την υπακοήν, δι’ αυτό υπακούω ημίν και ως δούλος ποιώ, ο εκελεύσατε. Με είπατε γράφε, και γράφω. Εύχου ημάς, εύχομαι. Αγαπώ υμάς και κάμνω υπακοήν, και αν με ειπήτε παύσε, παύω.

Αν λοιπόν και εσείς εμέ αγαπάτε ως γνήσιον αδελφόν σας, από τον Γέροντα και την Γερόντισσα έως τον μικρότερον, κάντε και δι΄ εμένα ευχήν με πόνον ψυχής, με Χριστού αγάπην ειλικρινή, να με φυλάττη δι΄ ευχών σας ο Κύριος. Πίστιν γαρ έχω τελείαν εις υμάς και ανόθευτον του Ιησού μου αγάπην, και ελπίζω ότι διά των ευχών σας με ελεεί και τότε πληρούται εις ημάς το, «αδελφός υπ΄ αδελφού βοηθούμενος ως πόλις οχυρά».

[…]

Επιστολή 12

Προς Μοναχή Βρυαίνη, την ανηψιά του.

<χωρίς ήμερομηνία>

Αγαπητό μου παιδί, κόρη ηγαπημένη,

ηγαπημένης αδελφής,

εύχομαι να είσαι εν ειρήνη και συνεχή μετάνοια.

Μανθάνω τα μέχρι τώρα γενόμενα. Μήπως εξεχάσατε τον Θεόν και την πολλήν αγάπην Του; Γιατί δεν αφήνετε τας ελπίδας όλας εις τον Κύριον; Γιατί δεν κρατείτε εις την ψυχήν σας ο,τι με πολύν κόπον συλλέγετε από τα άγια βιβλία;

Ο μοναχός δεν αλλάζει τόπον κατοικίας, χρώμα ενδυμάτων και ιδίως νοημάτων. Ο μοναχός και η μοναχή αλλάζουσι νουν και καρδίαν ομού· δεν σκέφτονται όπως οι κοσμικοί.

Όταν έφυγες από την Γερόντισσα, είχες αίσθησιν του τι θα επακολουθούσεν. Τώρα έχεις και άλλων την εύθύνην δεν είναι εύκολον. Χρειάζεται πύρινη φλόγα αγάπης, ατέλειωτες ώρες προσευχής, συνεχής εγρήγορσις του νου.

Ενθυμούμαι την μητέρα σου και ηγαπημένη μου αδελφήν. Μου λέγει συνεχώς εις την καρδίαν μου να μεριμνώ δι’ εσέ. Καλύτερα να ερωτάς τον Διονυσάκη μας· είναι ο άνθρωπος με το χάρισμα να συμβουλεύη και να πάσχη με τον πάσχοντα.

Μη λυπήσης άλλες ψυχές. Ο μοναχός και η μοναχή υπομονεύουν. Δίνουν το παράδειγμα της υπομονής και προσπαθούν, ώστε όλαι αι άρεταί να έρθουν, όταν η θεία Αγάπη αποφασίση, και όχι όταν νομίζωμεν ημείς.

Από το Μοναστήρι να εξέρχεσθε κατά το απολύτως απαραίτητον και να μένετε εις τον Διονυσάκη εις τον Πειραιάν, κατά όπως ήθελεν και η μητέρα σου και η μητέρα αυτής.

Βάσταζε τα λάθη των άλλων, όπως και αυτοί βαστάζουν τα ιδικά σου. Προσοχήν, προσοχήν, προσοχήν, τέκνον μου, οι πειρασμοί είναι παντού· ιδίως μέσα εις το κελλίον μας.

Επαναλαμβάνω να ερωτάς τον Διονυσάκη μας, πού δεν έχει καθόλου εγωϊσμόν και ιδιοτέλειαν. Έχει και την ευχήν της μητρός σας και ηγαπημένης αδελφής ότι πολύ την εκοίταξεν κατά τα τελευταία της.

Είθε ο Θεός μας να ελεήση όλους ημάς δι΄ ευχών των οσίων θεοφόρων Πατέρων.

Όλως ταπεινώς.

Γέροντας Ιωσήφ.

Επιστολή 13 (απόσπασμα)

Προς Μοναχή Βρυαίνη, την ανηψιά του.

Ακούσατε μου λοιπόν, ενωτίσασθέ μου τους λόγους, ότι μέλλω ειπείν εις υμάς όντως φοβερόν και απόκρυφον και της οικονομίας του Θεού το μέγα Μυστήριον. Ου φθονώ την ωφέλειαν, ου κρύπτω ο οίδα ως ο κρύψας το τάλαντον, ου δειλιώ τας απειλάς των δαιμόνων όπου ωρύονται κατ εμού εμφανίζοντος τοιαύτα μυστήρια, αλλ΄ ελπίζω εις τας ευχάς σας.

Ελάτε λοιπόν πάσαι ομού κατά τάξιν. Καθάρατε στόματα δι΄ αληθείας, αγνίσατε σώματα διά νηστείας και αγιάσατε πνεύματα διά προσευχής. Γίνετε νήπια σώματα κα ηγεμονικά πνεύματα. Πτεροφυήσατε και από σκώληκες γίνετε πεταλούδες. Μηδέν γήϊνον αφήσετε εις τον νούν σας. Πετασθήτε πλησίον μου, καγώ υμών προπορεύομαι. Μέλλει γαρ να διέλθωμεν τόν αιθέρα! Μη φοβήσθε ποσώς, καγώ πολλάκις ανήλθον και γινώσκω τον δρόμον. Ακολουθήτε λοιπόν, δορκάδες του Ιησού μου, κατόπιν η μία την άλλην. Αφήσατε τον νουν σας ελεύθερον να φαντασθή τα ουράνια και ιδού μας ανοίγεται η θύρα του Παραδείσου.

Ένθεν κακείθεν οι άγγελοι παραστέκονται, Χερουβίμ και Σεραφίμ· Εξαπτέρυγα περιίπτανται δεξιά και αριστερά· αδαμάντινα τείχη· μυρίπνοα άνθη χρυσοφαή ευωδιάζουν τα πέριξ, ένθα στρουθία διάφορα μυριόχρωμα μελιρίζουν διάφορα τερερίσματα και τον νουν μας από θεωρίας εις θεωρίαν ανάγουν. Το έδαφος ωσεί χιών λευκόν και μέσον αυτού της Ανάσσης ημών και Πανάχραντου Μητρός το μέγα παλάτιον!

Τρεχάτε, λοιπόν, διότι εμάς περιμένει η γλυκεία μας Μανούλα! Μη προσέχετε εις τους αγγέλους, διότι γέγραπαι «μήτε οι άγγελοι να μας χωρίσουν εκ της αγάπης του Ιησού.

Και ιδού, ο καλός θυρωρός μας ανοίγει, ο πυρίμορφος άγγελος και η γλυκεία μας Μανούλα, ωσεί χιών λευκή, εγείρεται και μας κάμνει ύποδοχήν.

Ω γλυκεία μας Μανούλα, ω φως της ψυχής μας, ω αγάπη ανόθευτος, ω ζωή της ψυχής μας! Με το όνομα Σου στο στόμα να ξεψυχίσωμεν, με ένα γλυκύτατον φίλημα να μας παραλαβής και εις τους κόλπους Σου να υποδεχθής. “Ω μάννα, μέλι και νέκταρ γλυκύτατον, ω εύωδία και μυρίπνοον άρωμα!

Πέσατε,λοιπόν,χάμω και ασπασθήτε την γλυκεία μας Μανούλα -πόδας και χείρας- και λάβετε ευωδίαν άρρητον από Αγίαν Παρθένον. Μή διστάζετε, ότι Αυτή μόνη τον τρόπον μοι εδίδαξε και την παρρησίαν και αγάπην μοι έδειξε και μου έδωσε.

Φράσον εις ημάς, γλυκεία μας Μανούλα, το μυστήριον της απορρήτου οικονομίας Σου και της μετα Σου και ημών συγγενείας. Εσύ, Μανούλα γλυκύτατη, όπου βαστάζεις διαπαντός το γλυκύτατον Βρέφος στην αγκαλιά Σου -Εκείνο όπου βαστάζει τα πάντα διά του νεύματος,το Μικρουλάκι δι΄ ημάς εν χρόνω και Άχρονον και Παλαιών Ημερών –είπε εις ημάς με το μυρίπνοον στοματάκι Σου αυτά, όπου «ου δύνανται άγγελοι παρακύψαι».

Και ακούσατε, αδελφές μου ηγαπημένες, και πάλιν. Οπόταν τελήται η θεία Μυσταγωγία, δίδει η γλυκεία μας Μανούλα το Βρέφος, και θύεται δι΄ ημάς, και οπόταν ημείς κοινωνούμεν αξίως διά προηγησαμένης νηστείας, διά προαιρετικής αγρυπνίας, διά κατανυκτικής προσευχής, εσθίομεν το Σώμα του Ιησού και το Αίμα αυτό που έλαβε από το πανάχραντο αίμα της Παναγίας. Επίσης, το Σώμα του Κυρίου εσθίοντες, θηλάζομεν συνεχώς το γάλα της Παναγίας, οπότε τι γίνεται εις ημάς; Γινόμεθα γνήσια τέκνα της Παναγίας και αδελφοί του Χριστού και κατά Χάριν υιοί και τέκνα Θεού. Και οπόταν ημείς τον Χριστόν περιέχομεν απορρήτως εις την ψυχήν και εις το σώμα, “ανουσίως” -επειδή είναι συν Πατρί αδιαίρετος- και τον Πατέρα συνέχομεν ομού και το Άγιον Πνεύμα.

Αύτη είναι η υπερφυεστάτη συγγένεια, όπου από την Παναγία και γλυκεία μας Μανούλα ελάβομεν. Βλέπετε οποίας δωρεάς μας ηξίωσεν η γλυκεία μας Μανούλα; Βλέπετε πόσον χρεωστούμεν να αγαπώμεν Αυτήν;

Δι΄ αυτό πρέπει αδιαλείπτως ως βρέφη να προσεγγίζωμεν και συχνά τον θείον μαστόν Της να λαμβάνωμεν να θηλάζωμεν ως άκακα τέκνα Της. Εις κάθε φοράν όπου μέλλει να κοινωνήσωμεν νοερώς να λαμβάνωμεν τον μαστόν να θηλάζωμεν και ο γλυκύς Ιησούς ο μικρούλης εις την άγκάλην Της, υποχωρεί και μας δίδει την άδειαν. Δεν ζηλοτυπεί εις την άφθονον διανομήν της Μανούλας Του, αλλά χαίρεται και μας προσκαλεί.

Τυλιχθήτε ως βρέφη εις το φόρεμα της Μανούλας μας και πληρωθήτε αγνείας από θείον σώμα παρθενικόν· ευωδιάσατε απ΄ Αυτήν. Δεν είδα εγώ άλλον τι όπου τόσον να αρέση η Παναγία ως την αγνείαν, και όποιος θέλει να απόκτηση την πολλήν Της αγάπην, ας φροντίζη να καθαρεύη και διαρκώς θα τον περιθάλπη στους κόλπους Της και κάθε ουράνιον θα του δίδη.

[…]

Συνεχίζεται…