Επιστήμες, Τέχνες & Πολιτισμός

Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ΦΤΩΧΟΣ ΑΓΙΟΣ (διήγημα) (1)

19 Σεπτεμβρίου 2009

Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ΦΤΩΧΟΣ ΑΓΙΟΣ (διήγημα) (1)

alexandros papadiamantis

ΝΗΣΙΩΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΙΣ 

Α΄

Όταν ήμεθα παιδία, μη έχοντες τι να κάμωμεν, διότι το χωρίον μας δεν είχεν άφθονα τα μέσα της ψυχαγωγίας, συνωδεύομεν πολλάκις τας μητέρας και τας θείας μας εις εκδρομάς ανά τους αγρούς και τους ελαιώνας, ή διημερεύομεν εις γραφικούς όρμους παρά τους αμμώδεις και ασπίλους αιγιαλούς, απλώς και μόνον διά να παρενοχλώμεν και χασομερούμεν με τας αταξίας μας τας φιλεργούς γυναίκας, τας ασχολουμένας εις το λεύκασμα των οθονών.

Εάν γειτόνισσά τις είχε τάξιμο ν’ ανάψει τα κανδήλια του δείνος αγροτικού αγίου, χάριν του ξενιτεύοντος και θαλασσοπορούντος συζύγου της, εάν αγαθός ιερεύς μετέβαινε να λειτουργήσει εις εξωκκλήσιον, διεφεύγομεν την επίβλεψιν των γονέων μας και ετρέχομεν εθελονταί κατόπιν των ευλαβών προσκυνητριών, αίτινες εξεπλήττοντο αι ίδιαι ανακαλύπτουσαι ημάς συνοδοιπόρους, χωρίς άλλο εφόδιον ειμή ολίγον άρτον, ον είχομεν κλέψει από το ερμάριον της πατρώας οικίας.

Η εξοχωτέρα των εκδρομών τούτων ήτο εις το Κάστρο, την παλαιάν πόλιν της νήσου, ερημωθείσαν το 1821.

Το Κάστρο τούτο ήτο αληθής φωλεά γλάρου, βράχος εξέχων υπέρ τας εκατόν οργυιάς υπεράνω της επιφανείας της θαλάσσης και διά στενού λαιμού συνδεόμενος με την ξηράν, μεθ’ ης συγκοινωνεί διά κινητής ξυλίνης γεφύρας.

Γράφω απλώς τας αναμνήσεις και εντυπώσεις της παιδικής ηλικίας μου, δεν λέγω δε υπερβολήν βεβαιών ότι το μέρος εκείνο ήτο μία των αγριωτέρων τοποθεσιών, όσαι απαντώνται εις τα ευκραή κλίματα και τας μειδιώσας ημών παραλίας.

Η σημερινή κώμη, όπου συνωκίσθησαν μετ’ άλλων αποίκων οι συμπατριώται μου, κείται εις ευλίμενον μεσημβρινόν τοπίον. Το παλαιόν Κάστρο ήτο κατά την βορειοτάτην εσχατιάν, εις άβατον και απρόσιτον μέρος, και δύο επιπροσθούντα αυτού νησίδια, βράχοι επίσης χθαμαλώτεροι του πρώτου, ουδόλως ίσχυον να το σκεπάσουν από του ανέμου. Επί των νησιδίων εκείνων, ουδέ δράκα χώματος εχόντων, εφύετο παραδόξως είδος αγρίας κράμβης, υπόπικρον αλλ’ ευχυμότατον έδεσμα, και πολλοί πολλάκις εκινδύνευον την ζωήν των αγωνιζόμενοι να το συλλέξωσιν επί του απορρώγος βράχου· τρομερόν επάγγελμα, ως λέγει ο Άγγλος τραγικός.

Τόσον κραταιός έπνεεν ο βορράς εις το μέρος εκείνο, ώστε τα δένδρα μαστιζόμενα εκάμπτοντο και καθίσταντο ραχιτικά υπό την πνοήν του, μόνον δέ τινες ερπυστικοί θάμνοι, προσφυόμενοι εις τας πτυχάς του εδάφους, εύρισκον οικτρόν άσυλον.

Εκείνο, όπερ δυσκολευόμενος να νοήσει σήμερον ο επισκέπτης, ίσταται απορών, είναι πώς κατώρθωσαν άνθρωποι να ζώσιν επί του ανύδρου και αξένου εκείνου βράχου, αλλ’ η συνελαύνουσα και προσβιάζουσα αυτούς ήτο προδήλως η ανάγκη. Ο φόβος των Αλγερίνων, των Βενετών και των Τούρκων τους συνεπίεζε και τους εστοίβαζεν επί της φύσει απορθήτου εκείνης κόγχης.

Εντός λοιπόν και πέριξ του παλαιού εκείνου φρουρίου εσώζοντο εισέτι, ότε ήμην παιδίον, περί τα τριάκοντα παρεκκλήσια, λείψανα ευσεβούς παρελθούσης εποχής· τα πλείστα τούτων ήσαν ερείπια, άλλα με τους τέσσαρας τοίχους ορθούς, και άλλα σεσυλημένα τα ιερά και τας εικόνας, ολίγα μόνον ελειτουργούντο ακόμη. Τούτων τινά υψούντο γραφικώς επί υπερηφάνων βράχων και επί σκοπέλων παρά τον αιγιαλόν, εν τη θαλάσση, χρυσιζόμενα το θέρος υπό απλέτου φωτός, βρεχόμενα τον χειμώνα υπό των κυμάτων, άτινα μαινόμενος βορράς ετάραττε και ανετίναζεν, οργώνων ανενδότως το πέλαγος εκείνο, σπείρων εις τους αιγιαλούς ναυάγια και συντρίμματα, αλέθων τους γρανίτας εις την άμμον, ζυμώνων την άμμον εις βράχους και σταλακτίτας, εκλικμίζων τον αφρόν εις ακτινωτούς ραντισμούς.

Βαθύς και ατέρμων εξετείνετο ο ορίζων, ευρεία και αχανής ηπλούτο η θάλασσα. Αλλ’ οποία ανηλεής τρικυμία εθόλωνεν εκείνον και συνετάραττε ταύτην κατά τας ημέρας του χειμώνος. Εκείθεν ηδύνατό τις ν’ απολαύσει πράγματι το αίσθημα του υψηλού, οίον μόνος ο εν ασφαλεία θεατής από του ύψους απορρώγος ακτής δύναται να εκτιμήσει.

Εις το μέρος λοιπόν τούτο έτρεχον εκάστοτε μετά των ομηλίκων μου, κατά τας εορτάς μάλιστα, όταν ετελούντο πανηγύρεις. Και έβλεπες διά μιας το ερημωμένον μέρος ζωοποιούμενον και λαμβάνον χαρωπήν όψιν, και αι από μακρών χρόνον σιγώσαι ηχοί ήρχιζαν ν’ αντιλαλώσι τας φαιδράς κραυγάς των παιδίων και την χελιδονώδη λαλιάν των νεαρών γυναικών.

Οσάκις μικρός τις σύντροφός μας εξετέλει διά πρώτην φοράν την ευσεβή προσκύνησιν (διότι έκαστος ημών ανετρέφετο με την ιδέαν του κάστρου και εδειματούτο με τας εικόνας των εν αυτώ επιδημούντων απειραρίθμων φασμάτων), η πρώτη φιλάδελφος φροντίς μας ήτο, παραφυλάττοντες την ώραν καθ’ ην θα εισείρπε χάσκων και τεθηπώς εις τον υποσκότεινον πυλώνα, να κτυπήσωμεν, διά το καλορρίζικον, την κεφαλήν του επί της σιδηράς πύλης, επιφωνούντες: Σιδεροκέφαλος!

Οι πλείστοι όμως εξ ημών άφατον εύρισκον τέρψιν εις το να κρούωσι μανιωδώς τους ραγισμένους παλαιούς κώδωνας των δύο ή τριών ναΐσκων, των σωζομένων ακόμη εντός του φρουρίου, αμιλλώμενοι τις να διαρρήξει αυτούς μίαν ώραν αρχύτερα, μεθ’ όλας τας διαμαρτυρίας του αγαθού ιερέως και το επισειόμενον μαστίγιον του κλητήρος της δημαρχίας ή του χωροφύλακος.

Προσέτι δε είχον την συνήθειαν, μικροί βάνδαλοι τινές εξ ημών (πώς να το γράψω;) να καταρρίπτωσι διά πυγμών και λακτισμάτων τους ολίγους τοίχους των οικιών, όσοι ίσταντο ακόμη όρθιοι, ανεκλάλητον ηδονήν ευρίσκοντες εις το να ρίπτωσι τους λίθους τούτους εις το πέλαγος, το απλούμενον βαθύ και βοΐζον μανιωδώς κάτωθεν του μεγαλοπρεπούς βράχου, οπόθεν μακραί παρήρχοντο στιγμαί, έως ου ακουσθεί και φθάσει εις τα ώτα ημών υπόκωφος ο πλαταγισμός της πτώσεως των συντριμμάτων τούτων.

* * * 

Τρεις ή τέσσαρες οδοί έφερον από της νεωτέρας πολίχνης εις το Κάστρον. Τούτων η κυριωτέρα ωνομάζετο: ο Μεγάλος δρόμος.

Ο δρόμος ούτος, αφού διήρχετο διά πολλών τοποθεσιών, ων εκάστη είχε την ιστορίαν της και τας περί φαντασμάτων και νεραΐδων παραδόσεις της, έφθανεν εις μέρος τι αρκούντως υψηλόν, αποτελούν ζυγόν μεταξύ δύο κορυφών της νήσου. Η θέσις αύτη ωνομάζετο Σταυρός.

Ίσταντο τω όντι εκεί, πράγμα συνηθέστατον άλλως, ουχί σταυρός, αλλά τρεις ξύλινοι σταυροί παμπάλαιοι, ων ο χρόνος και αι καταιγίδες είχον εξαλείψει το ερυθρόν επίχρισμα. Ο εις τούτων ίστατο εξ ανατολών, ο δεύτερος έβλεπε προς αργέστην και ο τρίτος προς λίβα.

Εκατόν βήματα απωτέρω, όπου η οδός εκατηφόριζε και ετρέπετο προς το Κάστρον, ημισείας ώρας δρόμον απέχον ακόμη, το έδαφος ήτο όλον κοκκινόχωμα εν μέσω ερεικών και σχοίνων, αι δε μάμμαι και προμάμμαι μας διηγούντο ότι το χώμα εκείνο, έχον ασυνήθη κοκκινωπόν χροιάν, εξέπεμπε προσέτι ευωδίαν ανεξήγητον.

Ίσως είπει τις ότι ήμεθα και ημείς «ακροαταί των έργων, θεαταί δε των λόγων» (άλλος ας διορθώσει οσφρανταί των λόγων, αν θέλει), αλλά το βέβαιον είναι ότι εφαίνετο και εις ημάς ότι το χώμα εκείνο πράγματι ευωδίαζεν.

Άνθρωπος είχεν αγιάσει εκεί, έλεγον. Πώς; Πότε; Με την επιπόλαιον παιδικήν περιέργειαν δεν εξήτασα αρκετά και δεν ηδυνήθην να το μάθω. Φαίνεται όμως ότι η παράδοσις έμεινεν αμυδρά και τα καθ’ έκαστα απωλέσθησαν. Και ου μόνον τούτο, αλλά και το όνομα του μάρτυρος εκείνου παρεδόθη εις λήθην. Κατά το κοινόν λόγιον «φτωχός Άγιος δοξολογία δεν έχει».

Παρήλθον πολλά έτη έκτοτε. Τω 1872, εικοσαετής ων, έτυχε να μεταβώ και να διατρίψω επί τινας μήνας εν Μακεδονία.

Εγνώρισα εκεί έντιμον συμπατριώτην από πολλών ετών αποδημούντα. Μετ’ αφελείας και άνευ στόμφου ο ανήρ ούτος μ’ εδίδαξε πολλά, μοι εδιηγήθη δε και πολλάς αρχαίας παραδόσεις του τόπου της γεννήσεώς μας.

Ενθυμήθην τότε να τον ερωτήσω, αν εγνώριζέ τι περί της παραδόξου εκείνης ευωδίας, ή αν ήκουσε περί του ανδρός, όστις είχεν αγιάσει πλησίον των Τριών Σταυρών· μοι εδιηγήθη δε τα εξής:

(Συνεχίζεται…)