Έργα Γέρ. Ιωσήφ

Θείας Χάριτος Εμπειρίες, Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής (33)

22 Σεπτεμβρίου 2009

Θείας Χάριτος Εμπειρίες, Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής (33)

ICXC

Συνέχεια από (32)

(+Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού)

ΕΜΜΕΤΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (Γέροντα Ιωσήφ Ησυχαστή)

2. <Περί της ενσάρκου οικονομίας του Θεού Λόγου>.

Ιδού το πέρας είληφε κι ο πόθος μου επληρώθη

και της ψυχής μου ο θησαυρός όλος εξεκενώθη·

και εν γραφίδι μέλανος συνέταξα βιβλίον,

δεικνύων την αγάπην μου που έχω προς πλησίον,

φοβούμενος να μην κριθώ ως ο αχρείος δούλος,

που έκρυψε το τάλαντον κι΄ εκρίθη ως κακούργος.

Λοιπόν θερμώς παρακαλώ πάντες να το δεχθήτε

μονάζοντες και χριστιανοί όσοι Χριστόν ποθείτε.

Με πόθον μελετήσατε, το πνεύμα εννοήτε

και πέπεισμαι πως αληθώς θε΄ να ωφεληθήτε

κι΄ αν θέλετε βαδίσετε και σεις τον δρόμον τούτον,

διά να κληρονομήσετε του Ιησού τον πλούτον.

Διότι συντομώτερον και εύκολον να τύχης

και τον πολύτιμον να βρης Χριστόν τον Μαργαρίτην.

Αυτός τους πάντας προσκαλεί και πρόσωπα δεν βλέπει

με γνώσιν κάμνει διανομή, ουδένα παραβλέπει.

Προαίρεσις αμείβεται, όχι έργα και πόνοι

αν είσαι και παράλυτος αυτός δεν σε μαλώνει.

Ό,τι σου χάρισε ζητεί να το διπλασιάσης,

διά να γίνης ευτυχής και να τον εδοξάσης.

Όχι πως είναι ενδεής και χρήζει τους σους πόνους,

-άπαγε του ατοπήματος, μη παραδέχεσαι όλως-

αλλ΄ ως φιλόστοργος Πατήρ διδάσκει, σε μανθάνει

να γίνης κληρονόμος Του κοντά Του να σε πάρη.

Μόνο μην είσαι αμελής, γογγυστής, ψιθυρίζων,

ανήκουος, κενόδοξος, φιλόνικος, ερίζων,

φλύαρος, ακηδιαστής, γαστρίμαργος, φιλήδων,

φίλαυτος και φιλόδοξος, υπερήφανος, είρων,

ή φθονερός, κατάλαλος, φειδωλός, φιλοκτήμων,

φιλάργυρος, ψευδόλαλος, σκληρός, ανελεήμων

τότε δεν πταίει ο Χριστός, αλλ΄ η εν σοι κακία,

προαίρεσίς σου μοχθηρά κι΄ η ολιγοπιστία·

αυτά σε κάμνουν ενδεή απ΄ του Χρίστου τον πλούτον

και τέλος καταστένουσι ως ένα αχρείον δούλον.

Ωσαύτως σε ψυχραίνουσι από την θείαν αγάπην

και τέλειον σε δείχνουσι του νόμου παραβάτην

και εις άπαν ρυπαίνουσι ενδύματι τω θείω

και δέσμιον σε στέλνουσι πυρί τω αιωνίω,

όπερ μη γένοιτο, Χριστέ, διά να σε χωρισθώμεν

και της σης αγαπήσεως ποτέ να στερηθώμεν

αλλά εσύ ΄μας φώτισον, πως να οδηγηθώμεν

και εκ της σης χρηστότητος πως να ελεηθώμεν·

πλησίον σου να είμεθα εις αιώνας αιώνων,

απαύστως να δοξάζωμεν εσέ Θεέ των όλων,

τον ευεργέτην μας Θεόν που κατήλθες στον κόσμον

και εγεγόνεις άνθρωπος διά να μας εσώσης.

Ω της σης αγαθότητος, ω της σης ευσπλαγχνίας,

ω της πλουσίας δωρεάς και της φιλανθρωπίας!

να προτίμησης την φθαρτήν ύλην την ρυπωμένην,

την λάσπην την σιχαμερήν την καταμολυσμένην,

να ενωθής μαζί μ΄ αυτήν εκτός της αμαρτίας

να κλαις, να περιθάλπεσαι, να κρατήσαι τας χείρας

και να θηλάζης τον μαστόν, βρεφοπρεπώς να τρώγης,

να σε κοιμίζουν, να ξυπνάς, να βρεφομεγαλώνης,

μανθάνων να περιπατάς, άμα και να καθίζης

ωσαύτως πως να ομιλής λόγια να ψιθυρίζης,

πως να βαστάζης την τροφήν και πως να την εσθίης

και όταν διψάς πως να κρατάς νερό για να το πίνης,

να διακρίνης τους γνωστούς, των ξένων να μακρύνης,

να αγαπάς την Μάνα σου, στους κόλπους της να κλίνης.

Βαβαί, συγκαταβάσεως! βαβαί,της συμπαθείας!

Βαβαί, μέγιστης ανοχής και της μακροθυμίας!

Αυτός που έδημιούργησε τας φύσεις των αγγέλων

και μ΄ ένα βλέμμα διοικεί αυτόν τον κόσμον όλον,

σήμερον ενεδύθηκε την φύσιν του ανθρώπου

και γυμνασίαν δέχεται από του πλάσματός Του.

Ένδυμα περιβάλλεσαι, υποδήματα βάζεις,

εις τους γονείς εργάζεσαι, τον άρτον σου να βγάζης·

στο κρύο να ψυχραίνεσαι, στην ζέστη να ιδρώνης,

στους κόπους να κουράζεσαι, θλίψεις να υπομένης.

Οίμοι, της σης χρηστότητος, οίμοι, της σης αγάπης,

όλα εκαταδέχτηκες διά εμάς να πάθης,

άχρις ότου κατήντησας εις μέτρον ηλικίας

και εφανέρωσας σε μας δυνάμεις σου τας θείας

και έτι δωδεκαετής εις τον ναόν εισήλθες

και στους Εβραίους τας εκεί γραφάς τας διανοίγεις

και αύθις εις τον εν Κανά γάμον επροσεκλήθης,

το ύδωρ των ευλόγησας κι εις οίνον μετεβλήθη

και ερχόμενος στα ύδατα μέσα του Ιορδάνου

το Πνεύμα σ΄ εμαρτύρησε εκ του Πατρός σου άνω,

ότι Αυτός σε έστειλε και πρέπει να σ΄ ακούμε,

Εσένα να μιμούμεθα, αν θέμε να σωθούμε.

Κακείθεν βαπτιζόμενος απέπλυνας την φύσιν

την λάσπην την σιχαμεράν,την μολυσμένην ύλην

τότε τους μαθητάς σου έκαμες στα πέρατα να στείλης,

την πίστι να διδάξωσι,τον κόσμο να φώτισης.

Βαβαί, της θείας γνώσεως, βαβαί, θείας σοφίας

με τι τρόπον μας έβγαλες από τας αμαρτίας,

και ούτως θα απαλαχθούν από την αμαρτίαν

και θα κληρονομήσωσι την θείαν βασιλείαν

και διά να πιστεύσουσι πως είσαι Υιός και Λόγος,

θαύματα και τεράστια εποίησας εις όλους·

τους παραλύτους έσφιγγες, τους χωλούς θεραπεύεις

και τους τυφλούς ομμάτωνες, αιμοροούσας στέλλεις,

τοις μογγοίς λαλείν έδιδες, τους πεινασμένους θρέφεις

και τους νεκρούς με την φωνήν ευθύς τους ανασταίνεις·

ταύτα ποιών σ΄ εφθόνησαν ο δήμος των Εβραίων

και την ζωήν από την γην να αφαιρέσουν θέλουν.

Οίμοι, γλυκύτατε Ιησού! οίμοι, πνοή μου θεία!

οίμοι, φως των ομμάτων μου,γλυκεία παρηγοριά!

Πως όλα ταύτα υπέμεινας θέλων ημάς να σώσης

και από την πλάνη του εχθρού να μας ελευθέρωσης.

Όλοι φωνάζουν πιάστε Τον, όλοι σταυρώσετε Τον,

διότι εθαυματούργησε ημέρα που δεν πρέπει.

Ω άνθρωποι παγκάκιστοι, ω μοχθηροί Εβραίοι!

δεν βγάζετε τον όνον σας, στην λάσπη όταν πέση

ή δεν καταλαβαίνετε ότι ο Θεός των άνω

ην Ποιητής και Κύριος και αυτού του Σαββάτου;

Και πως απαριθμήσομαι τα πάθη του Χριστού μου,

όπου δεν περιγράφονται τα κατά του Ιησού μου·

κι΄ εντεύθεν όλοι σύμφωνοι τον πιάνουν, τον εδένουν,

τον δέρνουν, τον ραπίζουνε και στον σταυρόν τον φέρνουν.

Δώδεκα έχων μαθητάς ο μεν τον επροδίδει,

ο δε τρις τον αρνήθηκε και αναθεματίζει·

οι δε λοιποί τον άφησαν εις των εχθρών τας χείρας

και φόβος τους κυρίευσε, μην πάθουνε τα ίδια.

Οίμοι,γλυκεία μου πνοή, οίμοι φως της ψυχής μου!

οίμοι, παρηγοριά μου, το άνθος της ζωής μου!

Πώς ταύτα πάντα έπαθες διά τον παραβάτη,

άνθρωπον ανυπότακτον, κακότροπον, αντάρτην;

Και πώς να γράψω τα λοιπά και πώς να ομιλήσω,

που βλέπω να σταυρώνουσι τον Χριστό εις το ξύλο;

Ο μεν τους πόδας του τραβά και άλλος τον καρφώνει,

ο δε τας χείρας του κτυπά και άλλος τον υβρίζει,

κι΄ αν είσαι λέγουν Υιός Θεού,του εαυτού σου φείσαι.

Λίγο νερό εζήτησε από την δίψαν, οίμοι,

κι΄ αυτοί όξος του έβαλαν στο στόμα διά να πίη.

Φευ, της σκληροκαρδίας σας, κακότροποι Εβραίοι

και της απανθρωπίας σας, άθλιοι Ιουδαίοι

και ως τυχαίον άνθρωπον δεν τον εσυμπαθάτε,

αλλ΄ έτι αποπνέοντα τον κατατυραννάτε·

κι΄ αφού πλέον πληρώθηκαν πάσαι αι προφητείαι

και θάνατον εκάλεσε,το πνεύμά Του αφήνει·

τότε αι πέτραι σχίζονται κι΄η κτίσις όλη τρέμει·

τα μνήματα ανοίγονται, τους νεκρούς ανασταίνει.

Ο ήλιος σκοτίστηκε, ομοίως και η σελήνη,

και φόβος εκατέλαβε πάντας την ώρα εκείνη

και εις τον άδη κατελθών τους δαίμονας τροπώνει

και άπαντας τους πιστεύοντας εκεί ελευθερώνει·

και επιστρέψας έλαβε σώμα από τον τάφον,

ωραίον, αδιάφθορον, ως θησαυρόν μεγάλον·

ολόκαλον, ολόλαμπρον, όλως ηλλοιωμένον,

θεόφωτον, θεόσοφον, όλον τεθεωμένον

τριήμερος αναστηθείς τους μαθητάς διδάσκει,

τον κόσμον να κηρύξωσι, ο λόγος να μην παύση.

Ο δε μετά του σώματος στον ουρανό ανεβαίνει,

κατόπιν τεσσαράκοντα ημέρες που είχε μένει·

και στον Πατέρα έφερε την φύσιν του ανθρώπου

δώρον πολυτελέστατον το πλάσμα των χειρών Του.

Ο δε Πατήρ μετά χαράς και της απείρου αγάπης,

άκρας συγκαταβάσεως και ευσπλαγχνίας αύθις,

εκ δεξιών την έβαλε με τον Υιόν καθίζει,

εξ ίσου να δοξάζεται η του ανθρώπου φύσις·

οι άγγελοι εξεπλήσσοντο κι΄ ουρανοί εθαμβούντο

σαν είδαν το παράδοξον το μέγα θαύμα τούτο·

αινούντες και δοξάζοντες Θεόν τον πάντων Κτίστην,

να συνδοξάζουσιν ομού την του άνθρωπου φύσιν

κι΄ ερχόμενοι να προσκυνούν τον Ποιητήν των όλων,

συμπροσεκύνουν μετ΄ Αυτού το σώμα του ανθρώπου.

Θαμβούμενοι δοξάζουσι με φόβον παραστέκουν,

βλέποντες άυλον Θεόν και άνθρωπον ενωμένον.

Ω της απείρου δόξης σου, ω της πολλής αγάπης!

να αξιώνης τον πηλόν εις τόσας απολαύσεις.

Δοξάζω και ευχαριστώ τον Ιησούν Χριστόν μου,

ότι πηγή μου έγινε το Ευαγγέλιόν Του.

Εξίσταμαι και απορώ, έξω του νου μου βγαίνω!

τιμήν που μας εχάρισες, γλυκύτατε Χριστέ μου.

Δώσε μας και την φώτισιν, την γνώσιν την αγίαν

και αξίωσον να έλθωμεν στην πόλιν την Αγίαν·

πρεσβείαις της Μητέρας σου Θεοτόκου Μαρίας

και πάντων των Αγίων τε ευχαίς αυτών οσίαις

εκεί να Σε δοξάζωμεν, εκεί να προσκυνώμεν,

αχώριστοι να είμεθα, να Σε ευχαριστώμεν.

Αμήν.

Συνεχίζεται…