Άγ. Ιωσήφ ΗσυχαστήςΆγιοι - Πατέρες - ΓέροντεςΓέρ. Ιωσήφ ΒατοπαιδινόςΈργα Γέρ. Ιωσήφ

Θείας Χάριτος Εμπειρίες, Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής (36)

26 Σεπτεμβρίου 2009

Θείας Χάριτος Εμπειρίες, Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής (36)

Λεπτομερεια από εικόνα της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου

Λεπτομερεια από εικόνα της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου

Συνέχεια από (35)

(+Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού)

ΕΜΜΕΤΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (Γέροντα Ιωσήφ Ησυχαστή)

5. Περί θανάτου.

Εάν ζητής αγαπητέ, και περί του θανάτου,

να σου ειπώ ολίγον τι διά την ωφέλειάν σου,

άκουσε μετά προσοχής κι ενθέου εύλαβείας,

διά να κερδίσης ον ζητείς καρπόν της σωτηρίας.

Ο θάνατος, αγαπητέ, είναι μεστός δειλίας,

είναι πικρός, είναι ψυχρός και πλήρης αηδίας·

αυτός θεόθεν δόθηκε διά την παρακοήν μας

και έλαβε την άδειαν προς παίδευσιν δική μας·

τους βασιλείς δεν φείδεται, στρατηγούς δεν φοβείται,

ανδρειωμένους δεν ψηφά, ΄που ΄δενός πολεμείται

πλουσίοις δεν χαρίζεται, δώρα, τιμάς δεν θέλει,

αλλά ως κλέπτης έρχεται άπαντας παρατρέχει·

εις τους πτωχούς ασυμπαθής, ορφανά δεν λυπείται,

χήρας δεν ευσπλαγχνίζεται και βρέφη δεν οικτείρει,

νέους και νέας δεν κοιτά, γέρους και γριές δεν βλέπει,

αλλ’ επάν έλθη ορισμός, το χρέος του γυρεύει·

δεν ευλαβείται μοναχούς και μοναχάς επίσης

και ιερείς κι αρχιερείς κανενός δεν ψηφίζει,

καν δίκαιοι, καν όσιοι και άγιοι τυγχάνουν,

αυτός τοξεύει άπαντας και πάλι δεν τον φθάνουν.

Ει τις λοιπόν εκ των βροτών ποθεί να μη αμαρτήση,

εις όλας τας ημέρας του αυτόν να μνημονεύη

και πληρωθήσεται χαράς, όταν τον δη να έλθη,

καθ΄ ότι το αποθανείν είναι κοινόν τοις πάσι·

πλην τους δικαίους ουδαμώς δύναται να τρομάξη,

διότι είναι έτοιμοι κι αυτόνε περιμένουν,

να διάλυση τα πικρά του κόσμου αναμένουν.

Ει δε και τις επιθυμή του κόσμου να μακρύνη,

στα μνήματα να πορευθή λίγον καιρόν να μείνη·

εκεί θ΄ ακούση νεκρικά λόγια να του μιλούνε

τα κόκκαλα τα άψυχα, όπου εκεί κοιμούνται

εκείθεν γίνεται σοφός, όποιος σ΄ αυτά απέλθη

και εις του κόσμου τα τερπνά καθόλου δεν προσέχει·

εκεί θα δει και βασιλείς και στρατηγούς θανόντας,

που δεν γνωρίζονται ποσώς από τους στρατιώτας·

εκεί πλουσίους καθοράς εκατομμυριούχους,

όπου δεν ξεχωρίζονται απ΄ τους πτωχούς και δούλους·

εκεί ανδρεία δεν χωρεί, μηδέ πλούτος και δόξα,

αν είσαι και ασθενέστερος, μετ΄ αυτούς έχεις ίσα.

Όλους δαμάζει ο θάνατος, ασθενείς και ανδρείους,

σοφούς, εντίμους, ευγενείς, ταπεινούς και αχρείους.

Ο θάνατος μονώτατος είναι που μας εμφαίνει,

πόσον μικρόν είν’ το σώμα μας, στον τάφο όταν μπαίνη.

Εξίσου γάρ καταπατεί τους υψηλούς και νέους,

τα βρέφη, τας νεανίδας, καθώς και γηραλέους.

Τί χρησιμεύει το λοιπόν το κάλλος του ανθρώπου,

τα πολλά υπάρχοντα κι ο πλούτος του ανθρώπου;

Αν είσαι άνθος ξηραίνεσαι, άσπρος θέλεις μαυρίσει

και αν ακούης και ομιλής, άφωνος θέλεις μείνει,

εφ’ όσον σκώληξ γίνεσαι και πάλιν εκ σκωλήκων.

Οίμοι, δυσώδης κοπριά, φευ μοι το σώμα τούτο,

κι αυτοί οι γονείς και αδελφοί, φίλοι και συγγενείς μας,

σαν βλέπουν αποστρέφονται την βρώμαν την δικήν μας.

Πού λοιπόν τα στολίσματα, τρυφαί και απολαύσεις,

τα πάντα πέρας έχουσι, στον τάφον όταν φθάσης.

Ο δε θάνατος είληφεν πέρας των ημερών μας

και χώμα μέλλει να γενή το σώμα το δικόν μας.

Ταύτα μανθάνων βάσταζε και κλαίγε καθ’ ημέραν,

προτού κατέλθεις να ιδής του άδου την εσπέραν

και τότε, ω ψυχούλα μου, αλλοίμονον σε σένα,

που τόσον είσαι οκνηρά και απρόκοπος εις όλα·

πώς θ’ άντικρύσης ταπεινή τον θάνατον σαν έλθη,

δεικνύων σου τον δράπανον, μηνύων σοι το θέρος,

προσφέρων σοι τον θάνατον εντός του ποτηριού,

ψυχρόν ποτόν, πικρότατον και αηδίαν πλήρη,

που κυριεύεται ευθύς από του φόβου, οίμοι,

και προσκαλείς τους συγγενείς να σε παραμυθούνε·

εκτείνεις χείρας και ζητείς λίγον να περιμένη,

στρέφεις τα μάτια άνωθεν και όλος αγριεύεις

και στους αγγέλους δέεσαι λίγον καιρόν να μείνης,

αλλ’ ουδαμώς ακούεσαι, μηδένας σε οικτείρει

κι΄ ο θάνατος βιάζει σε να λάβης το ποτήρι·

και μόλις λάβεις και το πιεις, όλος αποπαγώνεις,

το αίμα μεταβάλλεται, κρυώνεις και ιδρώνεις.

Οίμοι, ψυχή μου, τί άγων, τί πόνος, τί οδύνη,

που σε περικυκλώνουσι την ώρα, φευ, εκείνη,

να μην γνωρίζης που θα πας, μηδέ το τι θα γίνης·

σ΄ άγνωστον δρόμον ν΄ άνεβής και ποιους θα συνάντησης.

Μέλλεις τελώνεια περνάν και δαιμονίων τάξεις

και αν δεν είσαι έτοιμος, θα σ΄ επιστρέψουν αύθις·

στο σκότος θα σε ρίξουνε, σύντροφο να σε έχουν,

διότι δεν εφρόντισες σαν ζούσες διά το μέλλον.

Ει δε και καταξιωθής, άπαντα να διέλθης,

με τον Χριστόν συναντηθής και μετ΄ αυτού απέλθης,

μακάριος είσαι αληθώς, άγγελοι θα θαυμάσουν

και με χαράν τους άπειρον τον Θεόν θα δοξάσουν·

και πλέον συ θα εντρυφάς εις αιώνας αιώνων,

τον πλάστην σου να θεωρής τον ποιητήν των όλων.

Αμήν.

Συνεχίζεται…