Αίσθησις Ζωής Αθανάτου (22) – Ομιλίες για τον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή
11 Νοεμβρίου 2009
ΑΡΧΙΜ. ΕΦΡΑΙΜ, ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ Ι. Μ. ΜΟΝΗΣ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ
Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ ΤΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής αποτελεί την σπάνια εκείνη περίπτωση μοναχού, που εξαρχής της αποταγής του δέχθηκε το πλήρωμα της θείας Χάριτος, την Χάρη των τελείων. Το πιο αξιοπρόσεκτο όμως είναι ότι όχι μόνον διατήρησε την Χάρη αυτήν, πράγμα δύσκολο, αλλά και την επαύξησε, πράγμα σχεδόν αδύνατο.
Κατά τους πρώτους μήνες της αποταγής του, όταν βρισκόταν στην Βίγλα, την ησυχαστική αυτή περιοχή κοντά στην Μονή της Μεγίστης Λαύρας, έλαβε την επουράνια και ανεκτίμητη δωρεά, την επίσκεψη του θείου Φωτός, και ταυτόχρονα το χάρισμα της αδιαλείπτου νοεράς προσευχής. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε σταθμό για την μετέπειτα πορεία της μοναστικής του ζωής.
Η ζωή του προσανατολίστηκε στην βίωση της Χάριτος. Όλο το πρόγραμμα και οι κινήσεις του ρυθμίζονταν με βάση τον στόχο αυτόν, «το κυνήγι της Χάριτος». Στον αγώνα του αυτόν θεωρούσε ως κύριο εχθρό την αμέλεια, δηλαδή την ακηδία κατά την Πατερική ορολογία, και όχι την υπερηφάνεια. Διότι, όπως έλεγε, η αμέλεια δεν αφήνει καν να συλλέξεις ή να δεις τον πνευματικό καρπό (την θεία Χάρη), ενώ η υπερηφάνεια τον κλέβει αφού τον συλλέξεις. Δηλαδή αρχικά γεύεσαι κάτι από τον καρπό, και έχοντας την πείρα του μπορείς, αν θέλεις, διά της μετανοίας και αυτομεμψίας να τον ξανακερδίσεις. Αν όμως δεν ξέρεις τι είναι ο καρπός, ούτε καν αγωνίζεσαι γι’ αυτόν.
Ο μακάριος Γέροντας ήταν σπουδαίος ησυχαστής και ασκητής. Το πρόγραμμα της ασκητικής του ζωής διαμορφώθηκε βάσει των υποδείξεων του Γέροντος Δανιήλ από το κάθισμα του Αγίου Πέτρου της Μεγίστης Λαύρας και του Γέροντος Καλλινίκου του Ησυχαστού από τα Κατουνάκια. Αυτό περιελάμβανε ουσιαστικά αυστηρή νηστεία, σιωπή, παντελή αμεριμνία, καθημερινή εξομολόγηση των λογισμών, κάθε βράδυ ολονύκτια αγρυπνία, αδιάλειπτη νοερά προσευχή.
Η επιμονή στην τήρηση του προγράμματος με επίγνωση και αυτομεμψία του εξασφάλιζε την βίωση της θείας Χάριτος, την εμπειρία της προσωπικής κοινωνίας με τον προσωπικό Θεό. Γνώριζε εμπειρικά ότι η θεία Χάρις «επέρχεται ως αύρα λεπτή, ως ευώδης λεπτοτάτη πνοή. Όπου πρώτον την σάρκα νεκρώνει και την ψυχήν ανασταίνει. Τον νουν μας φωτίζει… Όταν έλθη, Αυτή διδάσκει τον άνθρωπον».
Από το προσωπικό αυτό βίωμα αντλούσε την δυνατότητα να γράφει με αυθεντία: «Η θεία Χάρις κατά μέθεξιν την εμήν, εν αισθήσει πνεύματος νοουμένη και παρά τοις ειδόσι μεμαρτυρημένη, απαύγασμα είναι της θείας Λαμπρότητος, αισθομένη εν θεωρία και διαυγεία νοός, διάνοια τυγχάνει λεπτή, ευώδης και γλυκυτάτη πνοή, ευχή αρρέμβαστος και λογισμών απαλλαγή, αγνοτάτη ζωή και τελείως ειρηνική, ως και ταπεινή, ήσυχος, καθαρτική, φωτιστική, χαροποιός και πάσης φαντασίας απηλλαγμένη! Ουδεμία χωρεί αμφιβολία κατ’ εκείνην την ευλογημένην στιγμήν, ώστε να διανοηθή ο δεχόμενος αυτήν ότι δεν είναι θεία Χάρις, ως απηλλαγμένη υπάρχουσα πάσης υπονοίας και φόβου του προς Αυτήν».
Είχε φθάσει στο επίπεδο να είναι έμπλεος θείας Χάριτος και να μπορεί να την μεταδίδει στους μαθητές του. Έτσι ο Γέροντας Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός έλαβε την επίσκεψη της Χάριτος τις πρώτες ημέρες της υποταγής του στον μακάριο Γέροντα, ενώ ο Γέροντας Εφραίμ ο Κατουνακιώτης ομολογούσε ότι «δέν μπορούσες να χορτάσεις από την Χάρη που σου έδινε ο Γέροντας». Κάτι ασυνήθιστο· δυσκατόρθωτο ακόμη και για πολλούς εναρέτους Γέροντες. Κάτι που αποδεικνύει μεγίστη παρρησία ενώπιον του Θεού και φανερώνει τον αυθεντικό, τον αληθινό Γεροντισμό σε όλο το μεγαλείο του.
Ο Γέροντας που διαθέτει πνευματικό πλούτο τον παραδίδει στον υποτακτικό και ο υποτακτικός παραλαμβάνει με φόβο Θεού την θεία αυτή παρακαταθήκη, ώστε να την διαφυλάξει και να την παραδώσει με την σειρά του στους μεταγενεστέρους. Αυτή είναι η πεμπτουσία της αγιορειτικής παραδόσεως.
Για την διαφύλαξη της Χάριτος αυτής από τον μοναχό χρειάζεται από την μία πλευρά έμπειρος καθοδηγητής, φωτισμένος Γέροντας, και από την άλλη προσεκτικό βίωμα, ακρίβεια συνειδήσεως, μεγάλη αυταπάρνηση. Γι’ αυτό και ο μακάριος Γέροντας θεωρούσε την πείρα ασφαλεστέρα της προώρου Χάριτος. Η άσκηση και η επανειλημμένη έλευση και άρση της θείας Χάριτος διαμορφώνουν την ασκητική πείρα και διάκριση. Έτσι ο μοναχός στερεώνεται βαθιά στην οδό του Κυρίου, ώστε να αισθάνεται πλέον βεβαιότητα και ασφάλεια ακόμη και κατά την παιδευτική συστολή της αισθητής Χάριτος.
Οι μορφές ασκήσεως πού ακολούθησε ο Γέροντας επηρέασαν άμεσα τους διαδόχους και τους μαθητές του, ώστε πολλές από αυτές να υιοθετηθούν στις συνοδίες τους. Η αγρυπνία, την οποία θεωρούσε ως την μεγαλύτερη άσκηση που δαμάζει το σώμα, καθιερώθηκε στην Νέα Σκήτη, κατόπιν στην Προβάτα και στο Μπουραζέρι όπου οι υποτακτικοί του βρίσκονταν με τις συνοδίες τους, αλλά και εν μέρει στα σημερινά μεγάλα κοινόβια πού ανάγουν την πνευματική τους πατρότητα στον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή.
Η καθημερινή εξομολόγηση των λογισμών που επέβαλλε ο Γέροντας Ιωσήφ στους υποτακτικούς του έγινε αποδεκτή όχι μόνο στις συνοδίες Κελλίων και Σκητών, αλλά και μεγάλων κοινοβιακών Μονών ως παράγοντας επιτυχίας για την αποβολή των παθών και την βεβαία καθοδήγηση στις ατραπούς της θείας Χάριτος. Ο μακάριος Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής χειραγώγησε άξια και κατάλληλα τους υποτακτικούς του και καταξίωσε τον θεσμό του Γέροντος. Έβλεπε τον Γέροντα ως φορέα της Χάριτος, ως «τύπον Χριστού». Είχε καταλάβει ότι η ένωση Γέροντος και υποτακτικού δεν αποτελεί συναισθηματική προσκόλληση, ανθρώπινη σχέση αλλά κατεξοχήν μυστηριακή σχέση με αναφορά στον ίδιο τον Θεό.
Στην συνοδία του Γέροντος Ιωσήφ η άσκηση της μονολόγιστης ευχής, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», μπορούσε να αναπληρώνει την νυχθήμερη Ακολουθία. Είκοσι τριακοσάρια κομποσχοίνια μπορούν να γίνονται αντί του Εσπερινού-Αποδείπνου-Μεσονυκτικού-Όρθρου-Ωρών. Αλλά και το κομποσχοίνι αποκτά καίρια θέση μέσα στην Ακολουθία. Η συμβολή του μακαρίου Γέροντος στο σημείο αυτό είναι πολύ μεγάλη. Σύστηνε να ακούει ο μοναχός προσευχόμενος τα ψαλλόμενα ή τα αναγινωσκόμενα. Ειδικά στα κοινόβια, όπου οι Ακολουθίες είναι μακρές και μεγάλες, ο μοναχός μπορεί άνετα να ασκείται στην νοερά προσευχή. Ο χώρος της λατρείας είναι το καλύτερο περιβάλλον για προσευχή. Η συμμετοχή του μοναχού στην Ακολουθία διά της νοεράς προσευχής, όσο παράδοξη και αν φαίνεται, είναι ουσιαστική, γιατί διατηρείται συνεχής μνήμη Θεού και εγρήγορση.
Δεν έδινε βαρύτητα στην ψυχοσωματική μέθοδο της νοεράς προσευχής, αν και ο ίδιος την γνώριζε και την εφάρμοζε, αλλά στην προσωπική χαρισματική βίωση της προσευχής. Το Άγιο Πνεύμα ενεργεί στην καρδία κάθε μοναχού με ξεχωριστό και ιδιαίτερο τρόπο την νοερά προσευχή. Στον ένα μπορεί η ευχή να ενεργεί ήσυχα, αργά, καθαρά και απαλά, ενώ στον άλλο γρήγορα, έντονα, καθαρά και δυνατά.
Η καθημερινή τέλεση της Θείας Λειτουργίας στο Άγιον Όρος αποτελεί παράγοντα επιτυχίας για τον προσεκτικό μοναχό. Ο μακάριος Γέροντας αγαπούσε πολύ την Θεία Λειτουργία. Όταν έκανε δικούς του ιερείς στην συνοδία του, τον παπα-Χαράλαμπο και τον παπα-Εφραίμ, είχε καθημερινά Θεία Λειτουργία και κοινωνούσαν τακτικά, τέσσερις φορές την εβδομάδα (Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο, Κυριακή) ή και περισσότερες, αν κατά τις ενδιάμεσες ημέρες υπήρχε μεγάλη εορτή. Μάλιστα κατηγορήθηκε από κάποιους, επειδή θέλησε να επαναφέρει την τακτική Θεία Κοινωνία. Μήπως όμως και μεγάλοι Πατέρες, όπως ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, δεν πολεμήθηκαν για το θέμα αυτό; Οι αγιορειτικές συνοδίες που σχετίζονται άμεσα με τον Γέροντα Ιωσήφ, άλλα και όσες άλλες ενστερνίσθηκαν την διδασκαλία του, ακολουθούν αυτήν την φιλοκαλική παράδοση για την Θεία Μετάληψη.
Παρόλο που ο Γέροντας ήταν εξαίρετος ησυχαστής, του άρεσαν οι Ακολουθίες, τα ψαλτικά. Μολονότι ο ίδιος δεν γνώριζε μουσικά, έψαλλε πολύ καλά κατά την προφορική αγιορειτική παράδοση. Μάλιστα την ημέρα της κοιμήσεώς του έψαλλε στην Θεία Λειτουργία το Τρισάγιο. Πρόετρεπε τους ιερείς του να λένε τις Τριαδικές εκφωνήσεις στην Θεία Λειτουργία δυνατότερα και εμμελώς· όχι στην ίδια βάση με τα Πληρωτικά. Συστήνει μάλιστα σε μοναχή να ψάλλει σιγανά σιγανά και με γλυκύτητα να υμνεί τον Δεσπότη Χριστό και την Πανάχραντη Μητέρα Του. Για να χαροποιήσει παραλήπτη επιστολής του γράφει: «Θα βάλωμεν τον πλάγιον του πρώτου όπου είναι χαρμόσυνος». Ήταν υπέρ των ‘τυπικών’, τα οποία, καθώς έλεγε, πρέπει να περικλείουν ουσία, όπως τα φύλλα των δένδρων σκεπάζουν τους καρπούς.
Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής διά της διδασκαλίας και των μαθητών του συνέβαλε κατά κύριο λόγο στην σύζευξη του κοινοβιακού και του ησυχαστικού τυπικού στα μεγάλα κοινόβια του Αγίου Όρους, αλλά και στα Κελλιά και τις Σκήτες. Η άσκηση της υπακοής διά των αναγκαίων διακονημάτων, όπως της φιλοξενίας και λοιπών, μαζί με την άσκηση της σιωπής και της νοεράς προσευχής διαφυλάττουν τους όρους της υποταγής και της ησυχίας, και ο νους του υποτακτικού αμέριμνος και καθαρός κινείται σε συνεχή μνήμη και ένωση με τον Θεό. Ακόμη και στα μεγάλα κοινόβια του Αγίου Όρους, όπου σήμερα επικρατεί κτιριακός οργασμός, διατηρείται το ησυχαστικό πνεύμα του μακαρίου Γέροντος Ιωσήφ, αν ο μοναχός δεν παραβιάζει το πρόγραμμα που του δίνει ο Γέροντας και τηρεί την συνείδησή του.
Εν κατακλείδι μπορούμε να πούμε ότι τόσο από ασκητικής, όσο και από λειτουργικής πλευράς, ο Γέροντας Ιωσήφ ήταν εμποτισμένος από τα νάματα της διδασκαλίας των παλαιών Πατέρων, του ησυχαστικού κινήματος του 14ου αιώνα και του φιλοκαλικού κινήματος του 18ου αιώνα. Ήταν ένας νέος ησυχαστής, που βίωσε την ησυχαστική και φιλοκαλική παράδοση και θέλησε να την μεταδώσει στους διαδόχους και μαθητές του, άσχετα αν αυτοί συνέχισαν την μοναστική τους ζωή μέσα σε μεγάλες κοινοβιακές Μονές. Με την άμεση και καθοριστική επίδραση που υπέστησαν από την γνήσια παραδοσιακή βιοτή του Γέροντος νομίζομε ότι συνέβαλαν όχι μόνο στην επάνδρωση του Αγίου Όρους, αλλά και στην πνευματική ανάκαμψη του συγχρόνου αγιορειτικού μοναχισμού.
Συνεχίζεται…