Συναξαριακές Μορφές

Το μαρτύριο του αγίου Μηνά

11 Νοεμβρίου 2009

Το μαρτύριο του αγίου Μηνά

Αγιος Μηνάς

Το 296μ. Χ., αφού ο Μηνάς είχε χαλυβδωθεί στην πίστη και είχε πάρει τις αποφάσεις του, μια ήμερα που στο Κοτύαιο γίνονταν επίσημες εκδηλώσεις, εμφανίζεται αυτόκλητος, κατακεραυνώνει τα είδωλα και διακηρύσσει την πίστη του στον Χριστό. Όπως ήταν επόμενο, ο ηγεμόνας Πύρρος, ενώπιον του οποίου οδηγήθηκε ο Άγιος, μετά την πρώτη έκπληξη, προσπάθησε να τον μεταπείσει με υποσχέσεις και απειλές. Τα σωζόμενα Μαρτύρια ομιλούν διεξοδικά για την ανάκριση του Αγίου Μηνά και για τα όσα φοβερά βασανιστήρια ακολούθησαν. Ένα Μαρτύριο αναφέρει χαρακτηριστικά ότι ο μάρτυρας «κατανυγείς υπό της χάριτος του Θεού», μπήκε στο αμφιθέατρο με θάρρος πολύ, ψάλλοντας το Γραφικό «Ευρέθην τοις εμέ ζητούσιν, εμφανής εγενόμην τοις επ’ εμέ μη ζητουσι» (-Παρουσιάστηκα σ’ αυτούς που με ζητούν, έγινα φανερός σ’ αυτούς που δεν με ζητούν – πρβλ. Ησαΐας 65,1), ενώ σε ερώτηση του ηγεμόνα «ποιος είναι» απάντησε: «Εγώ δούλος ειμί του Χριστού του βασιλεύοντος εν ουρανώ και επί γης». Τελικά, αφού διαπιστώθηκε η ταυτότητά του και συνέχιζε να ομολογεί τη χριστιανική του πίστη, ρίχτηκε στη φυλακή.

Την επομένη έγινε δημόσια δίκη του στο στάδιο της πόλης, όπου και πάλι ο Μηνάς ομολόγησε ότι «δια το θέλειν με στρατεύεσθαι τω επουρανίω βασιλεί απέστην της προσκαίρου στρατείας ταύτης» και «δια την αγάπην του Χριστού ειλόμην μάλλον εν ερήμοις μετά θηρίων διατριβήν εχειν ή μεθ’ υμών απολέσθαι των μη ειδότων τον Θεόν». Δηλαδή: Επειδή ήθελα να γίνω στρατιώτης του Επουράνιου Βασιλιά, έφυγα από τον πρόσκαιρο τούτο στρατό και, από αγάπη για τον Χριστό, προτίμησα να ζω καλύτερα στις ερημιές μαζί με τα θηρία, παρά να χαθώ μαζί με σας, που δεν γνωρίζετε τον Θεό. Αφού μάταια πιέστηκε να θυσιάσει στους θεούς, ώστε να του συγχωρηθούν τα πάντα από την κοσμική εξουσία, στις απειλές για βασανιστήρια απάντησε: «Εγώ εύχομαι τω Βασιλεί των αιώνων ευαρεστήσαι και παρ’ αυτού τον στέφανον της αφθαρσίας λαβείν. Μη τοίνυν νομίσης ανύσαι τι δια των απειλών σου. Πασών γαρ μοι ων επηγγείλω βασάνων καταφρονώ» Δηλαδή: Εγώ προσεύχομαι να μπορέσω να ευαρεστήσω τον αιώνιο Βασιλιά και να πάρω από Αυτόν το στεφάνι της αφθαρσίας. Μην νομίζεις, λοιπόν, ότι θα κατορθώσεις τίποτε με τις απειλές σου. Όλα τα βασανιστήρια, που μου λες, τα περιφρονώ. Στη συνέχεια, παρ’ ότι μαστιγώθηκε με δερμάτινα λουριά και το αίμα του πορφύρωνε τη γη, συνέχιζε και πάλι να ομολογεί με παρρησία τον Χριστό. Τα βασανιστήρια συνεχίστηκαν με τρίψιμο των πληγών με τραχιά τρίχινα υφάσματα, με το κάψιμο του σώματος του με αναμμένους δαυλούς επί δυό ώρες, αλλά ο Άγιος διακήρυσσε : «Αληθώς ουκ αισθάνομαι, βοηθόν έχων τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν». Ακολούθησε το μαρτύριο επάνω σε «τριβόλους σιδηρούς», δηλαδή το σύρσιμο του σώματος επάνω σε στέρεα αιχμηρά καρφιά, με συνέπεια οι σάρκες του να ξεσχίζονται, αλλά και πάλι ο γενναίος Μηνάς έμενε σταθερός στην πίστη του. Μετά από όλα αυτά ο Πύρρος εξέδωσε την καταδικαστική του απόφαση: «Μηνάν τον ακαθοσίωτον στρατιώτην, τον χριστιανόν υπάρχοντα, μη βουληθέντα είκειν τοις προστάγμασιν των αυτοκρατόρων και θύσαι τοις θεοίς, τη του ξίφους τιμωρία υποβληθήναι κελεύω και το λείψανον αυτού πυρί αναλωθήναι» Δηλαδή: Μήνας, ο ανόσιος στρατιώτης είναι χριστιανός και δεν θέλησε να υπακούσει στα προστάγματα των αυτοκρατόρων και να θυσιάσει στους θεούς, διατάζω να τιμωρηθεί με την ποινή του αποκεφαλισμού και το σώμα του να ριχτεί στη φωτιά.

Ο Άγιος, μόλις άκουσε τη θανατική καταδίκη του, «φαιδρά τη όψει και θαρσαλέω τω φρονήματι» (=με χαρούμενη την όψη και θαρραλέο φρόνημα) και χαιρετώντας όσους γνωρίμους του συναντούσε στον δρόμο, σαν να μην τον περίμενε τίποτε το λυπηρό, οδηγήθηκε στον τόπο του μαρτυρίου, στην τοποθεσία «Ποταμιά». Εκεί, σύμφωνα με το παράδειγμα χορείας όλης μαρτύρων, ύψωσε, όσο του επέτρεπαν οι καταβεβλημένες δυνάμεις του, τα χέρια προς τον ουρανό και είπε: «Ευχαριστώ σοι, Κύριε ο πατήρ του Χριστού, ότι ουκ εγκατέλιπές με, αλλ’ έδωκάς μοι ανεξάρνητον το όνομά σου διατηρήσαι. Και νυν εν τη ώρα ταύτη, δος μοι τελείως την υπομονήν, ίνα νίκος αράμενος κατά του τυράννου προσκυνήσω τω Βήματι του Χριστού σου». Δηλαδή: Σ’ ευχαριστώ, Κύριε, Πατέρα του Χριστού, γιατί δεν μ’ εγκατέλειψες και μ’ έκανες να κρατήσω το όνομά σου χωρίς να το αρνηθώ. Δώσε μου τέλεια υπομονή και αυτή την ώρα για να νικήσω τον τύραννο και να προσκυνήσω στο Βήμα του Χριστού σου.

Είπε αυτά, γονάτισε και άπλωσε τον αυχένα και ο δήμιος τον αποκεφάλισε. Το φοβερό μαρτύριο ακολούθησε και η πραγματοποίηση και της δεύτερης ποινής: Οι δήμιοι άναψαν φωτιά και έριξαν μέσα το σώμα του μακαρίου Μηνά. Ήταν, σύμφωνα με «σχεδόν ομόφωνη παράδοση», 11 Νοεμβρίου του έτους 296μ. Χ.

Έτσι, «υπέρ φύσιν αλγηδόνων πείραν λαβών» κατά τον υμνογράφο Θεοφάνη τον Γραπτό, «αθλητικώς διαπρέψας, ως χρυσός εν πυρί δε δοκιμασθείς» κατά τον Κοσμά Μαϊουμά, ο Μηνάς, στρατεύθηκε, όπως επιθυμούσε, «τω επουρανίω Βασιλεί» και του δόθηκε, όπως αναφέρει στο εφύμνιο του Κοντακίου του προς τον Άγιο ο λίγο μεταγενέστερος του Ρωμανός ο Μελωδός ( γύρω στο 560).

«ο των μαρτύρων ακήρατος στέφανος».

(Σοφ. Δημητρακόπουλος, Αγ.Μηνάς ο Αιγύπτιος. Εκδ. Ι.Μ.Αγ. Μηνά, Αίγινας, Αθήνα 2004)