Θεολογία και Ζωή

Μητέρα και παιδί

26 Δεκεμβρίου 2009

Μητέρα και παιδί

 

Το γεγονός των Χριστουγέννων ζωγραφίζει με τα πιο γλυκά κι ωραία χρώματα δύο πρόσωπα ιερά μπροστά μας· τη Μητέρα και το Παιδί. Καθώς η Παναγία σκύβει με τρυφερότητα και τακτοποιεί το μικρό Χριστό μέσα στη φάτνη, γίνεται το σύμβολο κάθε γυναίκας, που ευλογήθηκε να είναι μητέρα. Και καθώς ο μικρός Χριστός βρεφουργείται και σπαργανώνεται από την Παναγία, γίνεται το σύμβολο κάθε παιδιού, που μόνη του προστασία έχει τα χέρια της μητέρας του. Αλλά η Θεοτόκος Μαρία και το παιδίον Ιησούς δεν εικονίζουν απλώς στην πιο ιδανική τους μορφή τα πρόσωπα της μητέρας και του παιδιού. Εικονογραφούν με δύναμη την πιο υψηλή ιδέα γι’ αυτά τα δύο πρόσωπα· ότι η γυναίκα έγινε μητέρα του Θεού και ότι ο Θεός έγινε παιδί, «παιδίον νέον ο προ αιώνων Θεός».

Τί σήμαινε να είσαι γυναίκα τα δύστυχα εκείνα χρόνια, το ξέρουμε όλοι. Περιφρονημένη και φυλακισμένη στο γυναικωνίτη, αλλά και καταδικασμένη να είναι ένα πράγμα, ένα είδος ζώου λίγο ανώτερο από τα άλλα, μία παιδοποιητική μηχανή και ένα σκεύος ηδονής μόνο. Κι όμως, μέσα σ’ αυτήν την εξαθλίωση επισκέφθηκε ο Θεός τη γη και διάλεξε απ’ όλους τους ανθρώπους τη γυναίκα, να πάρει από τη σάρκα και το αίμα της για να ενανθρωπήσει. Τίμησε μ’ αυτόν το τρόπο την αποστολή της να είναι η κιβωτός του ανθρώπινου γένους, που μέσα στα σπλάγχνα της φυλάει το σπόρο της ζωής. Αλλά την εξύψωσε κιόλας και την ανέδειξε θησαυρό της καινούργιας ζωής, κοχύλι θεοδόχο και μαργαριτάρι θεόφτιαχτο, μητέρα του Θεού και ανθρωπόθεο. Εκείνη τη νύχτα των Χριστουγέννων, που η παρθένος Μαρία γέννησε τον Ιησού, ταπεινά κι αθόρυβα συντελέσθηκε μία από τις μεγαλύτερες επαναστάσεις της γης· η γυναίκα και η μητέρα στέφτηκε βασιλομήτωρ του κόσμου.

Έτσι γνωρίσαμε το Θεό. Μέχρι τότε ο Θεός δεν ήταν μόνον άγνωστος αλλά και παρεξηγημένος. Παριστάναμε το πρόσωπο του με πολλαπλές θεότητες της ειδωλολατρίας, αλλά καμία δεν ήταν αληθινή. Ψάχναμε το όνομά του με πολύπλοκους στοχασμούς της φιλοσοφίας, αλλά κανένας δεν ήταν σαφής. Και ο Θεός «εφανερώθη εν σαρκί» (Α’ Τι 3,16). Μας πλησίασε για να τον πλησιάσουμε, μας αγάπησε για να τον αγαπήσουμε, έγινε σαν κι εμάς για να γίνουμε σαν κι αυτόν, ήλθε στη γη, για να πάμε στον ουρανό. Αλλά δεν ήλθε ώριμος άνδρας ούτε έστω θαλερός έφηβος· διάλεξε να κυοφορηθεί ως έμβρυο και να γεννηθεί ως βρέφος, να γίνει παιδί. Ευλόγησε μ’ αυτόν το τρόπο το δρόμο που περνά η ανθρώπινη ύπαρξη από τη στιγμή της συλλήψεώς της ακόμη. Έκανε Ιερό κι απαραβίαστο χώρο τη μήτρα της μητέρας, άγια των αγίων τα σπλάγχνα της, όπου αναπαύθηκε.

Εμείς σήμερα γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα, τιμούμε τη μητέρα του Θεού και λατρεύουμε το θείο Παιδί, αλλά ζούμε άραγε τη σπουδαία αποκάλυψη, που μας χαρίζει η γιορτή, για τη μητέρα και το παιδί; Έχουμε συνειδητοποιήσει, μαζί με τα άλλα, τα πρώτα και μεγάλα, αυτό το σωτήριο μήνυμα των Χριστουγέννων, ότι η μητέρα εξυψώνεται και το παιδί αγιάζεται; Δυστυχώς, συνηθίσαμε να γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα χωρίς συνείδηση, διότι έτσι μας βολεύει καλύτερα. Χωρίς αιδώ μασκαρευόμαστε μάγοι και βοσκοί, κάνουμε διαλέξεις και δώρα στο όνομα των Χριστουγέννων, πηγαίνουμε, ακόμη, στην εκκλησία, αλλά στην πραγματικότητα παίζουμε το ρόλο του Ηρώδη και των στρατιωτών του. Βγάζουμε διαταγή και κάνουμε νόμο, παίρνουμε το μαχαίρι και σφάζουμε τα παιδιά μας.

Ίσως δεν το έχουμε σκεφθεί σοβαρά, αλλά νομοθετώντας και εκτελώντας τις εκτρώσεις μιμούμαστε την απαίσια εκείνη πράξη του Ηρώδη, μπροστά στην οποία η ιστορία, μα κι ο καθένας μας, γυρνά το πρόσωπό του με αποτροπιασμό. Μάλιστα, ξεπερνούμε τον Ηρώδη, προχωρούμε περισσότερο και σκοτώνουμε τα παιδιά, πριν ακόμη γεννηθούν. Ο Ιησούς σταυρώθηκε, όταν ήλθε η ώρα, αλλά ούτε στην κοιλιά της μητέρας του εξοντώθηκε, διότι οικονόμησε το θείο σχέδιο να θεωρείται η παρθένος Μαρία σύζυγος του Ιωσήφ, ούτε βρέφος σφάχθηκε, διότι φρόντισε ο Θεός με μάγους και αγγέλους να τον φυγαδεύσει στην Αίγυπτο. Εμείς, όμως, παίρνουμε το παιδί, που ο Θεός το ασφάλισε με θαυμαστό τρόπο στο πρόσωπο του μικρού Χριστού, και του αφαιρούμε τη ζωή. Παίρνουμε τη μητέρα, που ο Χριστός την ανέδειξε θεομήτορα και την καταντούμε φόνισσα.

Βέβαια, η βιτρίνα του πολιτισμένου μας κόσμου παρουσιάζει μία πολύ εξωραϊσμένη εικόνα, όλο σεβασμό και αγάπη για τη μητέρα και το παιδί. Έχουμε ειδική ήμερα μέσα στο χρόνο που την λέμε γιορτή της μητέρας, αφιερώσαμε ολόκληρο έτος τελευταία προς τιμήν του παιδιού, έχουμε συντάξει κατάλογο με τα ανθρώπινα δικαιώματα και διαθέτουμε διεθνή οργανισμό για την προάσπισή τους. Αλλά αυτό δεν μας εμποδίζει να ξεσχίζουμε τα σπλάγχνα της μάνας και να ξεριζώνουμε βίαια τα καινούργια βλαστάρια. Μας λείπει η ντροπή ή η κοινή λογική;

Παραλογιζόμαστε και αυταπατόμαστε, όταν νομίζουμε ότι με μία νεκρή τελετή – ένα λόγο, δύο ποιήματα, κάποια προβολή -, με ένα τυπικό – και εμπορικό – δημοσίευμα στο Τύπο, με επιφανειακές κοσμικές εκδηλώσεις, γιορτάζουμε τη μητέρα και το παιδί. Φαντασθείτε τον Ηρώδη να καθιέρωνε, μετά τη σφαγή των νηπίων της Βηθλεέμ, έτος παιδιού! Ή να αφιέρωνε στη γυναίκα του την πιό αγαπημένη, τη Μαριάμμη, που έσφαξε με τα ίδια του τα χέρια, μία πανηγυρική γιορτή της μητέρας! Αλλά κι εμείς δεν κάνουμε κάτι διαφορετικό, όταν από τη μια νομιμοποιούμε το έγκλημα των αμβλώσεων και από την άλλη αποδίδουμε τιμές στα θύματα. Κι όμως. Δεν θα χρειαζόταν άλλη γιορτή κι ούτε θα γινόταν καλύτερη, αν υπακούαμε στο μήνυμα της φάτνης. Τότε κάθε Χριστούγεννα – τί λέω; – κάθε μέρα ο καθένας μας και η κοινωνία όλη θα γιόρταζε και θα τιμούσε τη μητέρα, που κυοφορεί τη ζωή, και το παιδί, που είναι η εγγύηση της ζωής για το μέλλον.

Μας ελέγχουν σκληρά τα Χριστούγεννα. Αν θελήσουμε να σταθούμε με αυτογνωσία κάτω απ’ του άστρου το φως, θα δούμε πολύ άσχημο και γελοίο τον εαυτό μας μέσα στα γιορτινά του. Και θα τον βρούμε πολύ ζημιωμένο από την υπόθεση της γιορτής. Διότι τη πράξη που γιορτάζουμε και με την οποία λυτρώθηκε όλο το ανθρώπινο γένος, την τεκνογονία, την καταισχύνουμε. Και χάνουμε όλες τις ευλογίες των Χριστουγέννων, σαν να μη γεννήθηκε για μας Σωτήρας.

«Με πολλή ντροπή, Κύριε, όχι τόσο για το βρώμικο στάβλο, όπου σε δεχόμαστε και πάλι – διότι αυτός δεν σε ενοχλεί, για τους αμαρτωλούς ήλθες – όσο διότι οι δρόμοι της δικής μας σύγχρονης Βηθλεέμ είναι βαμμένοι από το αίμα των αγέννητων παιδιών μας και οι υπόνομοι των πόλεων μας έχουν στομωθεί από διαμελισμένα έμβρυα, σου απευθύνουμε εναγώνιοι τη προσευχή μας. Σε παρακαλούμε να επέμβεις και να αναλάβεις Εσύ την προστασία εκείνων που ούτε μάνα ούτε πατρίδα πια τα προστατεύει. Και να καθαρίσεις με το δικό σου αίμα, θείο Βρέφος, που εκούσια έχυσες από το σταυρό, τα ματωμένα χέρια μας και τις άσπλαχνες καρδιές μας, για να σε γιορτάσουμε ειλικρινά φέτος τα Χριστούγεννα».

(Στεργ. Ν. Σάκκου, «Ο Θεός στη γη μας». Εκδ. Ο. Χ. Α. Απολύτρωσις. Θεσσαλονίκη 2005, σ.47-51)