Η αδυνατότητα των φυσικών νόμων

Όταν οι σύγχρονοι μας μιλούν για τους φυσικούς νόμους, μιλούν από δύο αντίθετα και εχθρικά χαρακώματα. Από το ένα χαράκωμα προβάλλεται ο ισχυρισμός, ότι η φύση αφ’ εαυτού της είναι και νομοθέτης και αποδέκτης του νόμου. Από το άλλο χαράκωμα όμως προβάλλεται ο ισχυρισμός, ότι ο Θεός είναι ο νομοθέτης των φυσικών νόμων, ενώ, ή φύση ο αποδέκτης του νόμου.

Οι φίλοι της αλήθειας, των οποίων την οπτική δεν τύφλωσε η σκόνη των χαρακωμάτων, της αντάρτικης μάχης, σκοντάφτουν και στον έναν και στον άλλον ισχυρισμό. Η μομφή τους και προς το ένα και προς το άλλο οχύρωμα είναι εξαιρετικά δύσκολη.

Απευθύνονται και προς το ένα χαράκωμα και προς το άλλο χαράκωμα μαζί, με το εξής ξεκάθαρο επιχείρημα, πίσω από το όποιο υπάρχει και πραγματικότητα και λογική: Αυτός που θέτει το νόμο και αυτός πού τελεί υπό το νόμο πρέπει να είναι ενσυνείδητα όντα. Δεν μπορεί ο ασυνείδητος να θέσει νόμους στον ενσυνείδητο, ούτε ο ενσυνείδητος να θέσει νόμους στον ασυνείδητο.

Γιατί ο νόμος ουσιαστικά είναι αντικείμενο του ίδιου του ενσυνείδητου νου. Και από τις δύο πλευρές ο νόμος προϋποθέτει τον ενσυνείδητο νου: από την πλευρά αυτού που θέτει το νόμο και από την πλευρά εκείνου που τελεί υπό το νόμο. Εάν απουσίαζε ο ενσυνείδητος νους, είτε από τη μια πλευρό είτε από την άλλη πλευρά, τότε ο νόμος δεν είναι νόμος, άλλα κάτι άλλο με άλλη και διαφορετική σημασία.

Μετά από αυτή τη γενική μομφή και στο ένα και στο άλλο χαράκωμα οι φιλαλήθεις στρέφονται τώρα ξεχωριστά σε εκείνο το πρώτο οχυρό και λένε: Εάν η φύση είναι και νομοθέτης και αποδέκτης του νόμου, τότε σημαίνει ότι αυτή χωρίς ενσυνείδητο νου, θέτει στον εαυτό της νόμους και τελεί υπό τους νόμους της. Αυτό αντιτίθεται στην ίδια την έννοια του νόμου. Εφόσον ο νόμος αποτελεί στην ίδια του τήν ουσία αντικείμενο του ενσυνείδητου νου των ενσυνείδητων όντων και από τις δύο πλευρές.

Σ’ εκείνο το άλλο χαράκωμα οι φιλαλήθεις απευθύνουν αυτή τη μομφή: Λέτε, ότι ο Θεός καθόρισε και έδωσε τους νόμους της φύσης. Αυτό από τη μια πλευρά μπορεί να ληφθεί ως λογικό, αλλά από την άλλη όχι. Πράγματι ο νομοθέτης σ’ αυτήν την περίπτωση είναι ενσυνείδητο ον, αλλά ο αποδέκτης του νόμου είναι ασυνείδητο δημιούργημα. Και αυτό διαφωνεί με την έννοια του νόμου, η οποία προϋποθέτει ενσυνείδητο όν με ενσυνείδητο νου και από τις δυο πλευρές.

Ως εκ τούτου η φύση ούτε μπορεί να θέσει νόμους ούτε μπορεί να τους αποδεχτεί (να τέλει υπ’ αυτούς). Επακόλουθο αυτού είναι ότι οι αποκαλούμενοι φυσικοί νόμοι δεν υφίστανται. Εφόσον αυτοί οι νόμοι αποκαλούνται φυσικοί η επειδή η φύση μόνη της τους θέσπισε και τους έθεσε, ή επειδή η φύση τους έλαβε και τους υιοθέτησε από το Θεό. Αλλά αφού η φύση δε διαθέτει ενσυνείδητο νου, δε μπορούσε ούτε να θεσπίσει και να θέσει ούτε να δεχθεί και να υιοθετήσει τους νόμους.

Σε μια συγκέντρωση φιλοσόφων κάποτε υπήρξε μεγάλη διαμάχη  περί των φυσικών νόμων. Μετά από μακρά λογομαχία σηκώνεται ένας από τους διαφωνούντες και λέει: κάποιοι από εμάς είναι υπέρ των νόμων της φύσης και οι άλλοι υπέρ των φυσικών νόμων. Παραξενεύονται όλοι και του λένε: μα εμείς δε βλέπουμε διαφορά ανάμεσα στις δυο αναφορές. Και εκείνος τους απαντά: είναι μεγάλη η διαφορά. Υπέρ των νόμων της φύσης τάσσονται εκείνοι από εσάς που θεωρούν τη φύση ως νομοθέτη, ενώ υπέρ των φυσικών νόμων τάσσονται εκείνοι που θεωρούν ότι ο Θεός είναι ο νομοθέτης της φύσης. Οι δυο θέσεις έχουν πιθανότητες, αλλά και οι δυο είναι  υπό κριτική. Εγώ, δεν ξέρω με ποιά να ταχθώ.

Εκεί συνέβη να βρίσκεται και ένας φίλος της καθαρής αλήθειας. Σηκώνεται και λέει: Εγώ, δε θα μπορέσω να ταχθώ ούτε με τη μια ούτε με την άλλη θέση. Περί του νόμου της φύσης δεν μπορεί να γίνει συζήτηση, αφού αυτός προϋποθέτει την άρνηση του Θεού ως υπερφυσικού, έλλογου, και αυτόνομου όντος, ενώ στη θέση Του τοποθετείται η φύση, στην οποία αποδίδεται ένα έλλογο νομοθετικό έργο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η φύση θεοποιείται και γίνεται η ίδια δημιουργός και νομοθέτης του εαυτού της. Και αυτό δεν είναι τίποτα άλλο από ανόητη ειδωλολατρία.

Αλλά κατά τον ίδιο τρόπο δεν μπορεί να γίνει λόγος περί φυσικού νόμου, δοσμένου στη φύση από το Θεό.

Ποιός από εμάς θα σκεπτόταν να θέσει νόμους στις πέτρες, ή στα δέντρα, ή στα πουλιά και τα ψάρια ή στα πρόβατα και τις κατσίκες, ή στους ελέφαντες και τις καμήλες; Αναμφίβολα κανείς. Πως μπορείτε τότε να προσάπτετε στο Θεό μια τέτοια ανόητη εργασία;

Ο νόμος πηγαίνει από έλλογο σε έλλογο, από ενσυνείδητο ον σε ενσυνείδητο, από πρόσωπο σε πρόσωπο, από όμοιο σε όμοιο. Ως εκ τούτου, η φύση δεν μπορούσε ούτε μόνη της να θέσει νόμους στον εαυτό της ούτε να τους λάβει και να τους αποδεχθεί από το Θεό. Η αλήθεια είναι ότι μόνον ο Θεός μπορεί να εννοηθεί ως νομοθέτης, ο οποίος και πράγματι είναι. Αλλά ο Θεός ως νομοθέτης μπορούσε να θέσει νόμους μόνο στον άνθρωπο απ’ όλα τα κτιστά όντα στο ορατό σύμπαν.

Και ο Θεός πράγματι έδωσε νόμο στον άνθρωπο και μόνο στον άνθρωπο. Αυτός βέβαια και είναι ο μοναδικός νόμος που υπάρχει. Αυτό λοιπόν που έδωσε ο Θεός στην υπόλοιπη φύση και το οποίο έχει ομοιότητες με το νόμο, δεν είναι στην πραγματικότητα νόμος αλλά κάτι άλλο, το οποίο οι επιστήμονες αποκαλούν δύναμη, ένστικτο, παρόρμηση, κίνηση, υποσυνείδητη ή κοινή λογική αίσθηση. Από τα λεγόμενα είναι λοιπόν σαφές, ότι δεν υπάρχει ούτε ο νόμος της φύσης ούτε ο φυσικός νόμος, αφού και ο ένας και ο άλλος εναντιώνονται στη λογική και στην πραγματική έννοια του νόμου.

( Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Περί νόμου του Θεού», Εκδ. Χρόες )