Γέρ. Ιωσήφ ΒατοπαιδινόςΈργα Γέρ. Ιωσήφ

Η ορθή πρόθεση – Μνήμη Αγίας Αγάθης (2 Φεβρουαρίου), Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού

5 Φεβρουαρίου 2010

Η ορθή πρόθεση – Μνήμη Αγίας Αγάθης (2 Φεβρουαρίου), Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού

του μακαριστού Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού

Την προαίρεση του ανθρώπου πάντοτε τη ζητά ο Θεός. Σήμερα εορτάζει η Εκκλησία μας τη μνήμη της Αγίας Αγάθης. Ο τρόπος της αθλήσεως της μικρής αυτής κόρης κατέπληξε τον ουράνιο κόσμο, ώστε άγγελος Κυρίου, μετά το μαρτυρικό της τέλος έγραψε μπροστά στον κόσμο πάνω στον τάφο της: «Νους όσιος αυτοπροαίρετος, τιμή εκ Θεού και πατρίδος λύτρωσις».

Πώς όμως μπόρεσε αυτό το κοριτσάκι να κερδίσει τόσο τιμητική δόξα; Ξέρετε τί σημαίνει, αισθητά ο Θεός να ομολογήσει την ευαρέσκειά του στο έργο μιας ψυχής; Σκεφτείτε σε πόση τελειότητα είχε φθάσει ώστε να πάρει αυτή την επισφράγιση από την πρόνοια του Θεού. Αν κανείς το αξιολογήσει αυτό, επιτυγχάνει αυτό που λέγεται δωρεά σωτηρία. Χρειάζεται ο άνθρωπος ακριβώς να δείξει την προαίρεση και την πρόθεση του. Ότι δηλ. κινείται προς τον Θεό μόνο από αγάπη και δεν φοβάται ούτε αναγκάζεται «μη εκ λύπης ή εξ ανάγκης», γιατί το θέμα της ανάγκης είναι μεταπτωτικό παράσιτο. Ο άνθρωπος, ως κύριος και σαν εικόνα και ομοίωση του Θεού, δεν πρέπει ποτέ να υποβιβάζεται σε κανένα όρο ανάγκης, διότι η ανάγκη φανερώνει δειλία, αδυναμία, ατέλεια, φόβο, αβεβαιότητα κτλ. Να αποφύγουμε όμως απόλυτα τον νόμο της ανάγκης, είναι αδύνατο.  Στο θέμα της προθέσεως μας όμως λόγω της επιλογής που κάνουμε μπορούμε να τον υπερβούμε, όσον άφορα την προς τον Θεό προσφορά και θυσία μας. Η διάθεσή μας προς το Θεό, δεν θα πρέπει να είναι ούτε από ανάγκη, ούτε από φόβο, ούτε από ιδιοτέλεια. Απλούστατα πιστεύουμε στον Χριστό μας, γιατί το αξίζει· τον ακολουθούμε, γιατί του αρμόζει· τον λατρεύομε, γιατί είναι αυτός το κέντρο ολόκληρης της λατρείας, τιμής και δόξας. Όχι για να πάρομε «τα δικά του». Τί είναι «τα δικά του;» Αφού αυτός θυσίασε τον εαυτό του για μας. Εν τούτοις όμως, μόνο που ξέρομε ότι η Παναγαθότητά του θα μας χαρίσει «τον εαυτό του και τα δικά του», κινούμαστε πάντοτε από αγάπη. Έτσι σκεπτόταν και ενεργούσε και αυτό το μικρό κοριτσάκι, η πολύ μεγάλη αύτη μάρτυς, που είναι η δόξα της Εκκλησίας μας, και κατέκτησε τη θεία ευαρέσκεια.

Ας δούμε όμως τί συμβαίνει στην πρακτική φάση της ζωής μας, όταν κινούμαστε κατ’ αυτόν τον τρόπο. Εμείς και οι αρχές του σκότους βρισκόμαστε σε μια τιτανομαχία αδιάκοπη. Για ποιό σκοπό; Εμείς για να επισφραγίσουμε την πίστη μας· να την κάνουμε «σεσαρκωμένη», δηλ. πραγματική. Διότι η πίστη χωρίς σάρκωση, δηλ. χωρίς έργα, δεν έχει καμία άξια. Τέτοια πίστη έχουν όλα τα κτίσματα, ακόμα και οι δαίμονες. Αγωνιζόμαστε να κάνουμε πράξη εκείνο που πιστεύουμε. Έρχονται όμως οι δυνάμεις του σκότους να μας φράξουν το δρόμο, να μη μας επιτρέψουν να το αποδείξουμε πρακτικά και να μας ελέγξουν ως ψεύτες, δηλαδή ως απίστους. Γιατί τούτο είναι το νόημα της κρίσεως, περί πίστεως και απιστίας, κατά τον πνευματικό νόμο. Εκεί ελέγχονται όσοι πίστεψαν και όσοι δεν πίστεψαν. Εμείς όταν ξεκινήσουμε με ζήλο γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό, τότε ο διάβολος αποδυναμώνεται, διότι στην πραγματικότητα ο διάβολος δεν έχει πρόσωπο. Σαν υπόσταση, σαν πνεύμα βεβαίως υπάρχει. Ο Ιησούς όμως με την παρουσία του και με το Σταυρό του τον κατάργησε και  αυτά είναι τα λάφυρα που μας χάρισε.

Ο εχθρός μας έρχεται με δόλο και υπουλότητα για να μας αποπλανήσει, μεταφέροντας και καλύπτοντας τα πάντα. Χρησιμοποιεί προφάσεις, που φαίνονται λογικές, για να μας απατήσει, διότι κατ’ ευθείαν είναι αδύνατο. Και ο πιο λοξός νους είναι αδύνατο ευθέως να δει το διάβολο και να τον παραδεχτεί και έτσι να αρνηθεί το Θεό. Παρασύρεται  όμως ο νους στην πλάνη με τις ψεύτικες δηλώσεις και ευλογοφανείς προφάσεις του εχθρού, μέχρι να απατηθεί, να δεχτεί το δόλωμα και να γίνει προδότης. Όταν ο άνθρωπος πλανηθεί και ακολουθήσει το σατανά, τότε αυτός αποκτά προσωπικότητα· τότε πλέον δεν έρχεται υπό το νόημα της υπομνήσεως, αλλά έχοντας εξουσία, γι’ αυτό και λέει ο Ιάκωβος· «αντισταθείτε στον διάβολο και θα φύγει από σας» (Ιακ, 4,7).

Όταν η ορθή πρόθεση υπάρχει, ο κάθε αγωνιζόμενος ό,τι συναντήσει μπροστά του, στέκει μία στιγμή και αναλογίζεται.

«Πάω τώρα να κάνω την αγρυπνία μου και αμέσως αισθάνομαι μία παρά φύση κόπωση, ένα νυσταγμό, μίαν ακηδία, ένα βάρος, ένα συγκλεισμό. Σταματώ, γυρίζω και λέω: Καλά τι είναι τούτο τώρα; Δεν είμαι εγώ αυτός; Ναι, είμαι. Δεν φύλαξα το πρόγραμμα μου; Ναι, το φύλαξα. Δεν κοιμήθηκα, δεν ξεκουράστηκα, δεν φύλαξα το υπόλοιπο πρόγραμμα; Ναι. Αυτό λοιπόν που νοιώθω τι είναι; Άρα αυτός είναι. Αυτόν περίμενα». Ορθώνει το ανάστημα του και λέει: «Κακώς ήλθες με εκείνους που σε έφεραν· δεν πρόκειται να κερδίσεις τίποτε. Εδώ είμαι· τι θα μου κάνεις; Δεν με αφήνεις να πω την ευχή; Δεν τη λέω. Δεν με αφήνεις να αγρυπνήσω, δεν με αφήνεις να κάνω τον κανόνα μου όρθιος; Δεν τον κάνω. Ακριβώς γιατί δεν είμαι κάτω από νόμο. Και αν το αγωνιστικό μου στάδιο έχει αυτό τον προγραμματισμό, είναι γιατί το ήθελα εγώ και το έκανα με τη δική μου σκέψη και απόφαση, πιστεύοντας ότι αυτός ο τρόπος ήταν κατάλληλος στο να πετύχω».

Όταν όμως αυτός ο κακοήθης έρχεται να προβάλει αντίσταση λόγω της δικής του αναισχυντίας, τα καταργώ όλα και του αποδεικνύω ότι δεν έχω ανάγκη από τους τύπους και ότι δεν μπορεί να με ελέγξει, διότι οι τύποι και τα προγράμματα είναι δικά μου. Δεν είμαι δούλος του νόμου, διότι ο Θεός μας θεωρεί παιδιά του (Εβρ. 12,7) και συμπεριφερόμαστε σαν παιδιά προς τον πατέρα. Θέλομε και αγωνιζόμαστε. Η σωτηρία μας πηγάζει από το Σταυρό του Χριστού. Αυτός ήρθε και σήκωσε την παγκόσμιο αμαρτία, και το πανάγιο αίμα του μας σώζει, και όχι τα έργα μας. Και έτσι με την ορθή αυτή πρόθεση, με αυτή την τοποθέτηση εκμηδενίζεται ο σατανάς.

Όταν όμως μπαίνουμε μέσα στο πρόγραμμα μας με χλιαρότητα, με συμβιβασμούς και προσπαθούμε αν ήταν τρόπος να ξεφύγουμε, γιατί δεν τοποθετήθηκαν τα πράγματα καλά, τότε αυτός γίνεται πανίσχυρος εναντίον μας και εφαρμόζεται αυτό που λέει η Γραφή, ότι «περπατά σαν λιοντάρι που βρυχάται» ζητώντας ποιον να καταπιεί. Σε μας όμως δεν είναι σαν «λιοντάρι που βρυχάται», αλλά μυρμήγκι, γιατί δεν έχει καμία θέση μαζί μας.

Εμείς πρακτικά αυτή την ώρα είμαστε εντός, απόλυτα εντός. Δεν αμφιβάλλαμε σε κάτι. Ακούσαμε την κλήση, το «ακολούθει μοι» του Ιησού μας. Και με ένα πήδημα, όχι με βραδύτητα, εγκαταλείψαμε πατρίδα, σπίτι, οικογένεια και τη φύση. Αυτοεξοριστήκαμε και γίναμε περίγελως, δηλ. κορόιδα σ’ εκείνους που φαντάζονται ότι περιγελούν. Κατοικούμε στις τρώγλες σαν θηρία, γιατί ακριβώς φυτεύτηκε μέσα μας το νόημα του «ακολούθει μοι» και μας έγινε δόγμα στη ζωή. Αυτή την ώρα είμαστε μέσα, δεν μπορεί ο διάβολος τίποτε να κάνει, δεν έχει τίποτε να πάρει. Τώρα, το εάν δεν γίναμε «καθαροί τη καρδία» και εάν δεν φθάσαμε στο σημείο να θεωρούμε το Θεό και τα του Θεού, αυτό δεν οφείλεται σε μας. Αυτό θα μας το δώσει, όταν θελήσει, η  πανάγαθη ευσπλαχνία και Χάρη του Χριστού μας. Εμείς πάντως το προσμένουμε, όχι για την αξία και την ικανότητα μας, αλλά διότι έτσι είναι η συνήθεια της πατρικής Του στοργής, να χαρίζει αυτά σ’ εκείνους που τον ακολουθούν.

Αυτό   που   πρέπει   πάντοτε   να μας απασχολεί, είναι τούτο: Να μείνουμε πιστοί στην ομολογία, να κρατήσουμε σωστή την πρόθεσή μας απέναντι Του και να συνεχίσουμε την πορεία ακολουθώντας τον, σ’ οποιοδήποτε σημείο και αν μας καλέσει ο προορισμός μας. Και τότε με παρρησία, με «επαινετή αναίδεια», κατά τη γλώσσα των Πατέρων μας, θα ανοίξουμε και το χέρι μας και θα πούμε: «Κύριε τον δρόμο τελειώσαμε, την πίστη τηρήσαμε· λοιπόν, άκουσέ μας, και σύμφωνα με την αγαθότητά σου, δώσε μας τις επαγγελίες σου». Όλα αυτά όμως θα γίνουν αν η πρόθεσή μας είναι σωστή. Αν είναι χλιαρή, τότε δεν υπάρχει αυτή η παρρησία. Δοκιμάστε και με την πείρα να το δείτε.

Όταν όμως υπάρχει μέσα μας κάποια ηττοπάθεια, χάνεται η παρρησία. Αυτό είναι και πάλι το παράδοξο. Το θέμα της ήττας δεν είναι εκείνο που μετράει, άλλα ο λανθασμένος τρόπος χειρισμού. Άλλωστε δεν υπάρχει θέμα αναμαρτησίας ακόμα και αν μία μέρα είναι η ζωή του ανθρώπου. Δεν υπάρχει θέμα να μην αμαρτήσουμε ποτέ, ούτε και ο Θεός το απαιτεί. Γι’ αυτό και χάραξε διά της Εκκλησίας του την διαρκή μετάνοια. Επομένως λοιπόν, όταν χάνεται το θάρρος και αισθανόμαστε το Θεό ως οργισμένο, είναι λανθασμένη τοποθέτηση. Ο Θεός αγαπά και τους αμαρτωλούς και τους δίκαιους και τους δαίμονες το ίδιο, διότι είναι Πανάγαθος Αυτοαγάπη· δεν μεταβάλλεται, δεν αλλοιώνεται. Πώς αισθανόμαστε εμείς απέναντι του φόβο;…

Αυτό που προκαλεί, δεν είναι το θέμα της ενοχής αλλά ο λανθασμένος τρόπος  χειρισμού. Από εκεί χάνει ο άνθρωπος τη σωστή, την ακέραια προαίρεση, την αγνή πρόθεση και γι’ αυτό χάνει χωρίς λόγο την παρρησία του. Αυτό είναι η πλάνη του σατανά από τα δεξιά, για να προβάλλει την απογοήτευση σαν ανάγκη.

Πάντως πρέπει να προσέχετε. Η δύναμη του σατανά στο να μας προκαλέσει να σφάλλουμε, δεν είναι για να μετρήσει την έκταση της αμαρτίας. Δεν κερδίζει τίποτε από αυτό. Ο σκοπός του είναι το να κάνει παραδεκτή την απογοήτευση, αυτό το διαβολικό σκοτεινό νέφος που θολώνει το νου, σβήνει την προαίρεση και παραδίδει τον άνθρωπο άνευ όρων.

Καλά,  ο σατανάς τί δουλειά έχει στη μέση; Να μας γίνει δικαστής; Αυτός να μας κρίνει; Ο «αναμάρτητος»(!) εμάς τους αμαρτωλούς; Μα για μας τους αμαρτωλούς ο Υιός του Θεού κρεμάσθηκε στο Σταυρό· εμάς μεν να σώσει και αυτόν να απολέσει. Πού βρίσκεται η παρρησία του;

Κάθε φορά που γίνεται κάποιο λάθος, σταματά ο άνθρωπος, κάνει έναν έλεγχο και λέει: «Καλά, αποφάσισα εγώ να αρνηθώ το Χριστό; Να αλλάξω το ιδίωμα της πνευματικής μου ζωής; Να οπισθοχωρήσω από τη χριστιανική γραμμή; Όχι. Αφού δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, άρα το σφάλμα ήταν ατύχημα». Η προαίρεση δεν λύγισε, δεν άλλαξε, αλλά όλα αυτά είναι από τα συμπτώματα της μεταπτωτικής μας αθλιότητας, που εξ αιτίας της ο άνθρωπος έχασε την προσωπικότητά του. Κάτω από την πίεση των τρομερών αλλοιώσεων, τις όποιες προκάλεσε η πτώση, δεν τα καταφέρνει και γλιστρά, όπως εκείνος που βαδίζει σε ανώμαλα μέρη και είναι αδύνατο να μη γλιστρήσει και να μην κατασχιστεί.

Αφού είναι έτσι η πραγματικότητα, δεν υπάρχει πλέον θέμα απογοητεύσεως και αποθαρρύνσεως. Πρέπει με ακμαία προαίρεση, ακέραια, σωστή, να είμαστε έτοιμοι για την αγάπη του Χριστού μας να υποστούμε τα πάντα. Κανείς δεν μας σταματά, δεν μας αναχαιτίζει. Κανένα δεν φοβόμαστε, γιατί ακριβώς είναι «μείζον ο εν ημίν ή ο εν τω κόσμω» (Α’ Ιωάν. 4,4).

Αυτή είναι η πραγματικότητα. Πολύ με παρακίνησε ο βίος αυτής της μικρής κορούλας, αλλά μεγάλης μάρτυρος, που κατόρθωσε να συντρίψει το σατανά και να σώσει την πατρίδα της. Αμήν.

(Αποσπάσματα από το βιβλίο: Διδαχές από τον Άθωνα)