Άγιοι - Πατέρες - ΓέροντεςΓέρ. Ιωσήφ ΒατοπαιδινόςΈργα Γέρ. Ιωσήφ

Εκ των λόγων του μακαρίου Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού: «Το Μυστήριο του Θείου Πάθους» (1ο μέρος)

1 Απριλίου 2010

Εκ των λόγων του μακαρίου Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού: «Το Μυστήριο του Θείου Πάθους» (1ο μέρος)

Στην ομιλία μας αυτή θα αναφερθούμε σε κάτι που είναι πάντοτε πολύ επίκαιρο: τη σημασία των παθών του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Για να γίνει όμως περισσότερον αισθητή από όλους μας η απροσμέτρητη αξία του θείου Πάθους, καλόν είναι να περιγράψουμε πρώτα με συντομία την έκταση της συμφοράς που μας κατέχει σ΄ αυτήν εδώ την εξορία και να βοηθήσουμε, με τη σύγκριση αυτή, στον αφυπνισμό από την υπνηλία που μας διακατέχει· γιατί μόνο νυστάζοντες και κοιμώμενοι μπορού τόσο προκλητικά να αδιαφορούν.

Τί είναι, αλήθεια, ο άνθρωπος αν θελήσουμε να τον περιγράψουμε μέσα σ΄ αυτό τον πολύβουο μύλο του θανάτου, όπου περιστρέφεται χωρίς να μπορεί ποτέ να λυτρωθεί; Τίποτε άλλο παρά μια συμφορά, μια τραγικότητα, μια παράσταση μακάβριας σκηνής. Το πανανθρώπινο σύνολο, φυλακισμένο μέσα στο λαβύρινθο του χρόνου και του χώρου παλαίει ακατάπαυστα για να βρει τη λύτρωσή του από τα δεσμά αυτά. Ατενίζει το χρόνο σα μια μέλλουσα λυτρωτική προσδοκία, αλλά απεναντίας καταντά σ΄ ένα μαρτυρικό αδιέξοδο. Παράταση χρόνου χωρίς σκοπό, έκταση χώρου χωρίς στόχο· παλαίουν συνεχώς το άσκοπο και το παράλογο με θύμα τους τον άνθρωπο, που τον κερδίζει τελικά το τραγικό! Σφικτά δεμένος τώρα ο άνθρωπος μέσα στη σκληρή του αιχμαλωσία παλαίει απελπισμένα να αάπορρίψη τα δεσμά του· προσπαθεί να παρηγορηθεί στις εκάστοτε νέες του επινοήσεις όπου φαντάζεται την ελευθερία του, αλλά μάλλον βρίσκεται όλο και περισσότερο φυλακισμένος, καταλήγοντας από κύκλο σε κύκλο, βαθύτερα, μέχρις ότου καταντήσει στο κέντρο της οριστικής του καταδίκης.Βλέπει πίσω από τα δεσμά του τον αδυσώπητο δήμιο του, τον θάνατο, να τον αναμένει αμείλικτος, και δηλητηριάζεται όλη του η ζωή. Κάθε τι το ωραίο, το ευγενικό, το άξιο, το ικανό, που βρίσκεται στην ανθρώπινη οντότητα, είτε φυσικά είΐτε επίκτητα, καταστρέφεται και αφανίζεται μπροστά στην καταδίκη του θανάτου. Τί παράξενη φιλοξενία σ΄ αυτούς που γενιούνται και τι θλιβερός αποχαιρετισμός σ΄ αυτούς που φεύγουν! Κατάδικος και αυτός που ζη, κατάκριτος και αυτός που φεύγει. Καταδίκη τρομερή και φρικαλέα, καταδίκη επιτακτική και βεβαία, καταδίκη οριστική και αμετάκλητη, καταδίκη χωρίς κανένα δικαίωμα διαμαρτυρίας και υπερασπίσεως! Τί θέλω τώρα λοιπόν την ιδιοφυΐα, τη δύναμη, τη σοφία, την ανδρεία, την ομορφιά; τί θέλω ακόμα τα αγαθά της τεχνολογίας που δήθεν κάνουν άνετη τη ζωή; Η αίσθηση του ερχομού του φρικαλέου δημίου δηλητηριάζει τη ζωή, και μια κατήφεια και ένας πόνος εμποτίζουν όλο το είναι του ανθρώπου κάνοντας τον αγώνα του πιο μαρτυρικό. Αλλά μόνος του ο άνθρωπος εφεύρε τον δήμιο του και τον εγκαθίδρυσε μέσα του και σ΄ όλα τα γύρω του, τον ζύμωσε σ΄ όλο το είναι του. Η ατέλειωτη πηγή των δεινών και συμφορών, απ΄ αυτόν ξεκινούν και σ΄ αυτόν καταλήγουν αυτός αποτελεί όλη την πίκρα της ζωής.

Μα, επί τέλους, αν ο άνθρωπος ανάπνεε με την άνεση μιας σχετικής ανακωχής, προσδοκώντας τον δήμιο του σ΄ ενα μέρος του χρόνου της ζωής του, θα ήταν και αυτό μια παρηγοριά. Δεν συμβαίνει όμως αυτό! Ο θάνατος σαν σώμα περιεκτικό εχει και τα μέλη του και τα όργανά του, και παρευρίσκεται σύμφυτος με την ύπαρξη του ανθρώπου. Όλες οι μορφές των δεινών που κατακλύζουν και εμάς και όλη την ανθρωπότητα, όλοι οι πειρασμοί, όλα τα βάσανα, όλοι οι πόνοι, οι κόποι, οι φόβοι, δεν είναι τίποτε άλλο παρά τα όργανα και τα δόντια του θανάτου, που συνεχώς καταμασούν τον ταλαίπωρο άνθρωπο, έως ότου τον οδηγήσουν στην τελειωτική του καταστροφή. Όταν ρωτούμε τους ανθρώπους τι κάμνουν, συνήθως μας απαντούν ότι εργάζονται, μελετούν, κερδίζουν ή ότι απασχολούνται με διάφορα άλλα. Όμως στην ουσία τίποτε άλλο δεν κάμνουν παρά μόνο να παλαίουν με τον δήμιο τους τον θάνατο και τα όργανά του! Ναι φίλοι μου. Μια αδιάκοπη πάλη χωρίς ανακωχή χαρακτηρίζει την ανθρώπινη ζωή, γιατί ο άνθρωπος, κατ΄ ανάγκην πλέον, προσχώρησε στο θάνατο· του έγινε σώμα, «το σώμα του θανάτου». Αυτή την τραγικότητα περιέγραφε ο Απόστολος Παύλος όταν έλεγε, «ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος· τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;» (Ρωμ. ζ΄ 24).

Ο χωρίς Θεόν άνθρωπος, αφού έκαμε θεότητες του τα διεφθαρμένα του πάθη και διεμόρφωσε την ύλη σε σχήματα και μορφές που τον ικανοποιούν, συνέγραψε και το ανάλογο «ευαγγέλιο» του: «ο θάνατός σου ζωή μου». Και σαν σε επιτακτικήν ανάγκη επείγεται στην εφαρμογή του! Επειδή, λέγει ο Παύλος, «ουκ εδοκίμασαν τον Θεόν εχειν εν έπιγνώσει, παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εις αδόκιμον νουν, ποιείν τα μη καθήκοντα» (Ρωμ. α΄ 28)· και κατά το πατερικόν λόγιον, «νους αποστάς του Θεού ή κτηνώδης γίνεται ή δαιμονιώδης». Ένεκα τούτου φαντάστηκαν τη φυλακή τους για βασίλειο, κι επί πλέον άρχισαν να καταδικάζουν οι μεν τους δε (οι κατάδικοι τους συγκαταδίκους των), και με τον πιο απαίσιο καννιβαλισμό, φανερόν ή υποκριτικόν, καλυμμένον ή ακάλυπτον, επεδόθησαν στην ανθρωποφαγία. Άλλωστε αυτό δεν είναι και το Κοινωνικόν ευαγγέλιο; Ολόκληλοι λαοί και φυλές στέκονται στο αμείλικτο εδώλιο της αλληλοκαταδίκης εκλιπαρώντας να τους δοθεί παράταση ζωής- «ο θάνατος σου ζωή μου», επιτάσσει ο κοινωνικός άμβων. Γυρίστε, αδελφοί μου, το βλέμμα σας στα διεθνή συνέδρια, στους διεθνείς οργανισμούς, και θα δήτε με λεπτομέρειες την φρικαλέαν αυτήν εικόνα της χωρίς Θεόν ανθρωπότητας!

* * *

Αφού λοιπόν χωρίστηκε από τον Θεό ο άνθρωπος με την ψευδαίσθηση να γίνει κι αυτός Θεός, και έγινε μάλλον ενας ιδιότυπος διάβολος, κατά το πρότυπο αυτού που τον απάτησε, εληρονόμησε σαν αμοιβή τη φθορά και το θάνατο. Η πανανθρώπινη αυτή χρεωκοπία, η πανανθρώπινη αυτή καταδίκη ήταν τόσο τραγική, τόσο τεράστια, τόσον απόλυτη που χρειαζόταν μια δύναμη τουλάχιστον ανάλογη αυτής της καταστροφής για να την επανορθώσει. Αυτό το χρέος χρειαζόταν ένα τίμημα τουλάχιστον ισάξιο για να εξοφληθεί. Αυτής της συμφοράς την έκταση συνέλαβαν κατά καιρούς οι διάφοροι δίκαιοι και ευσεβείς που, με τη σειρά τους ο καθένας, φώναξαν σ΄ εκείνον που πίστευαν ότι μπορούσε να θεραπεύσει την πληγή και να εξοφλήσει το χρέος. Και άλλος έλεγε, «Κλίνον ουρανούς και κατάβηθι»· και πάλιν, «έπίφανον το πρόσωπον σου και σωθησόμεθα»· και άλλος, «ανάγαγε εκ φθοράς την ζωήν μου»· και άλλος, «εξάγαγε εκ φυλακής την ψυχήν μου»· και πάλιν, «επιλαβού όπλου και θυρεού και ανάστηθι εις την βοήθειάν μου».

Αυτή τη γοερή κραυγή και τους άληκτους στεναγμούς, όπου για αιώνες ολόκληρους (από του πρωτοπλάστου Αδάμ μέχρι του δικαίου Ζαχαρία) όλη η δύστηνος ανθρωπότης εξέπεμπε, επήκουσεν ο φιλανθρωπότατος Λυτρωτής και «κλίνας ουρανούς» κατέβηκε, όταν ήλθε το προκαθορισμένο πλήρωμα του χρόνου, και μετέτρεψε την καταδίκη του θανάτου και ανέστησε τον νεκρωθέντα άνθρωπο. Δεν ήταν δυνατό άλλος κανείς να ανακαινίσει την παραμορφωθείσαν από την αμαρτία και το θάνατο φύση των πραγμάτων, παρά μόνο ο πρώτος τεχνίτης και δημιουργός. Μόνον Εκείνος «δι΄ ου τα πάντα εγένετο», Εκείνος όπου «είπε και εγενήθησαν, ενετείλατο και εκτίσθησαν» ήταν ο μόνος ικανός και το χρέος να εξοφλήσει και την αμαυρωθείσαν εικόνα, τον άνθρωπο, να ανακαινίσει.

«Φθόνω διαβόλου θάνατος εισήλθεν εις τον κόσμον», και «σειραίς των αυτού αμαρτημάτων έκαστος εδεσμείτο». Έβασίλευσεν ο θάνατος από Αδάμ μέχρι Μωϋσέως και επί τους μη άμαρτήσαντας επί τω ομοιώματι της παραβάσεως Αδάμ» (Ρωμ. ε΄ 14). Με τρόπο λοιπόν αρμόδιο και αντάξιο της ιδικής Του πανσοφίας ο Χριστός, «η Θεού δύναμις και Θεού σοφία» (Α΄ Κορ. α΄ 24), η απαράλλακτος «εικών του Πατρός» (Β΄ Κορ. δ΄ 4), ο Υιός αυτού ο μονογενής (Ιω. α΄ 18), το «απαύγασμα της δόξης και ο χαρακτήρ της υποστάσεως του Θεού Πατρός, ο φέρων τα πάντα τω ρήματι της δυνάμεως αυτού» (Εβρ. α΄ 3), «επεδήμησε» στον τόπο της ιδικής μας εξορίας και ανάλαβε τη θεραπεία μας.

Έτσι, αρχίζει η πρακτική ενέργεια της Θείας Οικονομίας. Όλες οι ενέργειες της Θείας Του μεγαλωσύνης απεδείκνυαν και τη δύναμη των θείων Του ιδιοτήτων. Διά της συγκαταβάσεώς Του εξεδήλωνε τη θεία Του αγαθότητα, ο τρόπος με τον οποίο εφανερώθη έδειχνε την πανσοφία Του και η ενέργεια Του για τη θεραπεία μας έδειχνε τη δικαιοσύνη Του. Παρ΄ όλο που ο τρόπος της κενώσεως Του παραμένει για μας μυστήριο, οι θεοφόροι Πατέρες μας ερμηνεύουν μερικούς από τους λόγους της ενανθρωπήσεως Του για να θαυμάσουμε τα θεία μεγαλεία. Έτσι σαν πρώτος λόγος για τη θεία Του ενανθρώπηση προβάλλεται η επιθυμία Του να σώσει και να εναγκαλισθεί στενώτερα, στους κόλπους της θεότητός Του, την θείαν εικόνα, τον άνθρωπο, που ο εχθρός διάβολος επεδίωκε διά της πτώσεως να καταστρέψει, αλλοιώνοντας έτσι τα θεία σχέδια. Άλλος λόγος (κατά τον άγιο Ισαάκ τον Σύρο) ήταν να καλύψει την Θεία Του μεγαλωσύνη κάτω από την υλική φύση του άνθρωπου, για να μπορέσει έτσι η κτίση να Τον ιδεί και να Τον πλησιάσει χωρίς να κατακαεί, όπως θα συνέβαινε στη γυμνή παρουσία της θείας φύσεως. Άλλος λόγος πάλιν ήταν να παραπλανήσει τον διάβολο με τα ίδια μέτρα που αυτός μεταχειρίστηκε για τη δική μας καταστροφή και να καταργήσει το κράτος του. Όπως ο διάβολος εφόρεσε τη φύση και τη μορφή του όφεως και δεν παρουσιάσθηκε γυμνός δαίμων όπως ήταν, και έτσι πλάνεσε με δόλο τον άνθρωπο, έτσι τώρα και ο Χριστός μας έκρυψε τη θεότητά Του μέσα στην ανθρώπινη φύση που έλαβε για να παραπλανήσει τον πρώτον απατεώνα.

Υποπτευόταν βέβαια ο διάβολος, γιατί γνώριζε από τις Γραφές, ότι κάποτε θα έλθει ο Λυτρωτής στη γη για να τον καταργήσει, αλλά δεν ήταν βέβαιος αν ήταν αυτός ο καιρός· γι΄ αυτό και έκαμνε διάφορα πειράματα για να πιστοποιήσει τούτο. Έτσι, όταν ο Κύριος μας αποσύρθηκε μετα το βάπτισμα στην έρημο και άρχισε να νηστεύει και να προσεύχεται, τον πλησίασε και τον δοκίμασε με τους τρεις γνωστούς πειρασμούς, για να μπορέσει να καταλάβει αν πράγματι ήταν αυτός που επρόκειτο να τον καταργήσει. Βλέπομεν εκεί με πόση σύνεση και σοφία τον απέκρουσε ο Κύριος μας χωρίς να του δώσει πληροφορία για τη θεία του ιδιότητα· έπρεπε να μή μάθει ο διάβολος την πραγματικότητα της θείας Οικονομίας, γιατί δεν θα προσερχόταν στη μάχη για να μην ηττηθεί και χάσει και τα λάφυρα που κατείχε και τον εαυτό του. Έβλεπε τα θαύματα που εκαμνεν ο Ιησούς, αλλά συγχρόνως έβλεπε σ΄ αυτόν και φυσικές ανθρώπινες αδυναμίες και πάθαινε σύγχυση. Τον έβλεπε να κοπιάζει, να διψά, να πεινά, να φοβάται, να κρύβεται, να ταπεινώνεται και να λέει πως είναι «περίλυπος η ψυχή Του έως θανάτου», και αμφέβαλλε αν αυτός μπορούσε να ήταν Θεός. Έτσι, έπιασε το δόλωμα.

Έπρεπε, διά της του Χρίστου μας οικονομίας να καταργηθούν αμφότερα τα κακά που προκάλεσαν τη δική μας καταστροφή: ο διάβολος και ο θάνατος. Αφού υπάκουσεν εκούσια ο άνθρωπος στη διαβολική συμβουλή και έγινε παραβάτης της θείας εντολής, υπόκυψε κατ΄ ανάγκη στο θάνατο και έκτοτε όλη η ανθρωπότητα ύπέκειτο στην κληρονομική αυτή καταδίκη. «Εβασίλευσεν ο θάνατος από Αδάμ μέχρι Μωϋσέως και επί τους μή αμαρτήσαντας επί τώ ομοιώματι της παραβάσεως Αδάμ». Η αμαρτία της παρακοής που προηγήθηκε υπόταξε όλη την ανθρώπινη φύση στο θάνατο δικαιωματικά. Έπρεπε τώρα να βρεθεί ένας άνθρωπος χωρίς αμαρτία, τον όποιον ο Άδης να κατέβαζε στα δικά του βασίλεια και έτσι να καταδικαστεί η δυναστεία του σαν άδικη. Πώς όμως θα βρισκόταν άνθρωπος κατά φύση γεννημένος και να είναι απαλλαγμένος της προπατορικής ασθενείας; Αλλά και πάλιν, αν αυτός που θα βρισκόταν ήταν μόνο άνθρωπος, ήταν αδύνατο να καταργήσει του θανάτου τη δυναστεία. Έπρεπε λοιπόν μαζί με τον χωρίς αμαρτία άνθρωπο να συνυπήρχε και ο Θεός ο οποίος, σαν παντοδυναμία και αυτοζωή, να καταργήσει διά παντός το θάνατο σ΄ όλη την απεραντοσύνη του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, και έτσι να μπορέσει σύμπασα η άνθρωπότης να ελευθερωθεί.

Αυτήν λοιπόν την πανσοφία περιείχε η ενανθρώπηση του θείου Λόγου. Διά της ενανθρωπήσεώς Του εκ της αειπαρθένου Του Μητρός άνευ φθοράς και εκτός των φυσικών νόμων στους οποίους υπέκειντο οι υπόλοιποι άνθρωποι, ήταν ελεύθερος από την προπατορικήν αμαρτία και άρα αναμάρτητος. Διά δε της ασυγχύτου ενώσεως των δύο Του φύσεων μέσα στην μια και μόνη Υπόσταση του θείου Λόγου, συνένωσε σαν Θεάνθρωπος, το θείο και το ανθρώπινο, και ανακατασκεύασε την διαφθαρείσαν εικόνα του Θεού εις «ένα καινόν άνθρωπον», τον νέον Αδάμ, τον «κατά Θεόν κτισθέντα», και προσήλθε στο λογιστήριο του θανάτου για να εξοφλήσει το πανανθρώπινο χρέος μας.

* * *

Αν και το «κεφάλαιον» των παθών του Κυρίου μας είναι ο Σταυρός, διά του οποίου καταργήθηκε ο θάνατος και η φθορά και γενικά η καταδίκη, οι Πατέρες μας ερμηνεύουν και όλων των άλλων, των μερικών ας πούμε, παθών του Κυρίου το νόημα και τη σημασία. Επειδή η παράβαση των πρωτοπλάστων δεν ήταν μόνο μια απλή άρνηση, μια απλή άντιλογία, αλλά επακολούθησε και η πρακτική ενέργεια εφαρμογής της απείθειας προς την θείαν εντολή, ήταν επόμενο να χρειαστεί και τούτων των ενεργειών η θεραπεία. Έτσι, όλες οι ενέργειες των τρόπων της παραβάσεως του πρώτου Αδάμ επαναλαμβάνονται αντίστροφα από τον νέον Αδάμ, τον Κύριο μας ‘Ιησούν, για να θεραπευθούν από την αρρώστεια της παραβάσεως: Άπλωσεν η Εύα τα χέρια στον απηγορευμένον καρπό; άπλωσε και ο Ιησούς μας τα χέρια πάνω στο Σταυρό! Παρέβη την έντολήν ο Αδάμ και παρήκουσε; έγινε και ο Ιησούς μας υπήκοος μέχρι θανάτου! Ξύλον ήταν το δένδρο από όπου ο καρπός; επί του ξύλου εκρεμάσθη ο Λυτρωτής μας! Κήπος και παράδεισος ήταν εκεί όπου ο Αδάμ έπταισε και απ΄ όπου εξορίσθη; κήπος ήταν στη Γεσθημανή όπου ο Ιησούς μας παρεδόθη! Ισοθεΐαν και δόξαν εφαντάσθη ο Αδάμ στην παράβαση του; ατιμίαν και εμπτύσματα εδέχθη ο Κύριος μας! Άκανθας και τριβόλους εκληρονόμησε μετά την εξορία του ο Αδάμ; με άκανθας στεφανώνεται ο Ιησούς μας! «Ενήδονον γεύσιν» από τον καρπόν αισθάνθηκε ο Αδάμ; όξος και χολήν γεύεται ο Ιησούς μας! Διά της Εύας, η οποία εκ της πλευράς του Αδάμ ελήφθη, έγινεν η αποπλάνηση; την πλευράν Του λογχεύεται ο Ιησούς μας για να τρέξει από αυτήν «αίμα και ύδωρ», συστατικά μυστηριακού καθαρμού της ανθρώπινης φύσεως! Και γενικά η διαστροφή των τρόπων της παραβάσεως των πρωτοπλάστων θεραπεύεται με την αντίστροφη επανάληψη τους στο Πάθος του Σωτήρα μας.

Η βάση όμως και το κέντρο όλων των Θεανθρωπίνων ενεργειών είναι ο Σταυρός, όπου θα επιτελεσθεί το μεγάλο θαύμα, το πιο μεγάλο που έγινε ποτέ και ακούσθηκε, το κέντρο των παγκοσμίων γεγονότων, η αφετηρία και το τέρμα της προϊστορίας, ιστορίας και μεθιστορίας. Εδώ γεννάται η άρχή της όντως ζωής και όλης της αιωνιότητας, εδώ αρχίζει η ανακεφαλαίωση των πάντων, όσων έγιναν και υπάρχουν και θα υπάρξουν. Εδώ αρχίζει η κατάργηση και εξάλειψη της φθοράς και του θανάτου, όλων των θανάτων. Εδώ γεννάται η εγγύηση της ασφαλείας σ΄ όλους τους κόσμους και σ΄ όλους τους αιώνες, και πραγματοποιείται η είσοδος των πάντων στην «μέθεξιν» των θείων δωρεών και χαρίτων, όπως ο Θεός διενοήθη για τη δημιουργία Του. Η παράβαση και πτώση του Αδάμ εμπόδισε την ευδοκία του Δημιουργού για τον αγιασμό και την τελειοποίηση των πάντων. Η διά του Σταύρου θυσία του Κυρίου μας είναι ακριβώς η αφετηρία της επαναφοράς των πάντων στον προορισμό τους, στη δόξα τους. «Ώσπερ γαρ εν τω Αδάμ πάντες αποθνήσκουσιν, ούτω και εν τω Χριστώ πάντες ζωοποιηθήσονται» (Α΄ Κορ. ιε΄ 22). Ει γάρ τω του ενός παραπτώματι οι πολλοί απέθανον, πολλώ μάλλον η χάρις του Θεού και η δωρεά εν χάριτι τη του ενός ανθρώπου Ιησού Χριστού, εις τους πολλούς επερίσσευσε» (Ρωμ. ε΄ 15). Ναι! Δεν αμφιβάλλει κανείς ότι η Ανάσταση του Κυρίου μας είναι η διανομή, τρόπον τινά, όλων αυτών των δωρεών που προεγράψαμεν, αλλά η ρίζα από όπου όλα εβλάστησαν και εκαρποφόρησαν είναι ο Σταυρός. Αυτός είναι η δόξα του Ιησού μας, γι΄ αυτό και ο Ιωάννης λέγει ότι πριν από τη σταυρική θυσία «ο Ιησούς ουδέπω εδοξάσθη» (Ιω. ζ΄ 39). Αν ο τρυγητός στην Ανάσταση επετελέσθη, η καρποφορία διά του Σταύρου και του Πάθους ετελεσιουργήθη.

Ο παντοδύναμος του Θεού Λόγος, αφού λοιπόν ενώθηκε με τη δική μας φύση και διά του παναρέτου βίου Του εθεράπευσε όλες τις αδυναμίες και τα πάθη μας, όλη τη ροπή της παραφύσεως όπου η «επί τα πονηρά εγκειμένη» διάνοιά μας έκαρποφορούσε, ανέβηκε στο τέλος πάνω στο σταυρό, ο οποίθος εθεωρείτο κατάρα, και μαζί με την κατάρα που κληρονόμησε η φύση κατάργησε και αυτόν τον θάνατο. Ήταν πολύ φυσικό για τον μεγάλον αρχιτέκτονα της ιδικής μας αναπλάσεως να θελήσει να θεραπεύσει εξ ολοκλήρου αυτό που προσέλαβε, την ανθρώπινη δηλαδή φύση. Αφού λοιπόν υπέδειξε διά λόγου και πράξεως την αρετή που αρμόζει στη φύση μας, εθεράπευσε τις πληγές του θανάτου, που συμβόλιζαν ταυτόχρονα τις ψυχικές μας διαστροφές. Γιάτρεψε το τυφλό, το χωλό, το λεπρό, το ξηρό, το συγκύπτον, το παράλυτο, τη σατανική αιχμαλωσία, που συμβόλιζαν τα όργανα του θανάτου, και μετά προσήλθε διά του Σταυρού προς αυτόν τον ίδιο τον θάνατο για να καταργήσει και αυτόν και έτσι, κατά τον Παύλον, «νά απαλλάξη όσους φόβω θανάτου διά παντός του ζην ένοχοι ήσαν δουλείας» (Εβρ. β΄ 15). Μετέβαλε το όργανο της ατιμίας και του φόβου, το σύμβολο της κατάρας και της φρίκης, σε σύμβολο νίκης και θριάμβου, σε όπλο δυνάμεως και συμμαχίας για την ανθρώπινη φύση σε όλες τις γενεές και τις εποχές. Έτσι, τώρα, με τη δύναμη και προστασία του Σταύρου, καταπατείται από δσους τον επικαλεσθούν όλη η δύναμη του διαβόλου και του θανάτου. Διά της χάριτος και δυνάμεως του Σταύρου κατανικάται η δύναμη της αμαρτίας, ύποτάσσονται τα πάθη και οι συνήθειες, μεταβάλλεται ο ασθενής χαρακτήρας, φωτίζονται οι πιστοί στην επιλογή του θείου θελήματος και επιτυγχάνουν τις αρετές, κατορθώνουν υπομονή, πραότητα, δικαιοσύνη, αγνότητα και προ παντός το πιο μεγάλο, προκόπτουν στη συμπάθεια και την αγάπη.

Αφού ύψώθη ο Ιησούς μας από της γής, ανύψωσε προς τον εαυτό Του όλους όσους πιστεύουν εις Αυτόν και τους απάλλαξεν από κάθε μάταιη και εμπαθή προσπάθεια. Αφού υψώθηκε μεταξύ ουρανού και γης (δηλαδή πάνω στο σταυρό) και άπλωσε τις αγκάλες, εναγκαλίστηκε ολόκληρη την κτίση και ευαγγελίσθηκε ειρήνη σε όλους, τους μακράν και τους πλησίον, και έγινε των όλων η ειρήνη, έφερε τα διϊστάμενα εις ένα, αφού έλυσε το μεσότοιχο του φραγμού, και αποκατήλλαξε τους πάντας διά του σώματος Αυτού τω Θεώ, διά του σταυρού Αυτού, αποκτείνας την έχθραν εν αύτω, κατά τον Παύλον, «εξαλείψας το καθ΄ ημών χειρόγραφον… και αυτό ήρεν εκ του μέσου, προσηλώσας αυτό τω σταυρώ· απεκδυσάμενος δε τας αρχάς και τας εξουσίας εδειγμάτισεν εν παρρησία θριαμβεύσας αυτούς εν αύτώ» (Κολ. β΄ 14-15). Υπελείπετο τώρα η κάθοδος Του στον Άδη «ίνα και τοις εν φυλακή πνεύμασι πορευθείς κήρυξη», κατά τον Απόστολον Πέτρον (Α΄ Πέτρ. γ΄ 19), γιατί ακριβώς «ο αναβάς υπεράνω πάντων των ουρανών, αυτός έστι και ο καταβάς εις τα κατώτερα μέρη της γής, ϊνα πλήρωση τα πάντα», ο πάντων τεχνουργός και κυβερνήτης (Εφεσ. δ΄ 9-10).

συνεχίζεται…

Πηγή: Γέροντος Ιωσήφ (Βατοπαιδινού), § Το Μυστήριο του Θείου Πάθους, σελ. 195-205, Λόγοι Παρακλήσεως, Το Μυστήριο του Θείου Πάθους, Γ΄ Έκδοση, Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής του Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 1998

εμείς αντιγράφουμε από: ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΩΣΗΦ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΣ – ELDER JOSEPH OF VATOPAIDI (Facebook)