Ορθόδοξη πίστη

Ο Δημήτριος Μπορντεάνου και η προσωπική του Ανάσταση στη φυλακή Γκέρλα

4 Απριλίου 2010

Ο Δημήτριος Μπορντεάνου και η προσωπική του Ανάσταση στη φυλακή Γκέρλα

Δημήτριος Μπορντεάνου

Τον Φεβρουάριο 1954 με βγάλανε από τη Ζάρκα (παλιά φυλακή) και με πήγαν στο δωμάτιο 1 του Τμήματος. Στο δωμάτιο 1 έζησα το πιο φρικτό, το πιο φοβερό και το πιο αδιανόητο ψυχικό βάσανο. Επίσης, εκεί κατάλαβα τι είναι η πίστη στο Θεό.

Στο Πιτέστι, στην πιο σκληρή δοκιμασία (αναμορφωτήριο), εγώ δεν αρνήθηκα το Θεό, απλά δήλωσα δημόσια ότι δεν προσεύχομαι πια. Από εδώ, όμως, ακολούθησαν οι συνέπειες και γι’ αυτό,  όταν μεταφέρθηκα στη φυλακή Γκέρλα, με έπιασε ο φόβος του θανάτου. Θεληματικά αρνήθηκα τη Θεία Χάρη και τότε, ίσως και ο Θεός με εγκατέλειψε και παρέμεινα μόνος μου και κενός στη μεγάλη δοκιμασία. Οι Άγιοι Πατέρες λένε ότι η προσευχή είναι η κατάσταση επικοινωνίας μεταξύ του Πλάστη και του πλάσματος. Εγώ στερήθηκα της προσευχής, και στην ψυχή μου, στερούμενη της παρουσίας και της δύναμης του Θεού, εισήλθε το πνεύμα του σατανά. Κατάληψη που τη βίωνα με απερίγραπτη βιαιότητα.

Περπατώντας στο δωμάτιο, ένας νέος, διαφορετικός από όλους τους άλλους, τράβηξε το βλέμμα μου. Είχε τη μορφή ενός ανατολίτη ασκητή που εξέπεμπε καλοσύνη. Κάποια στιγμή με έπιασε να τον κοιτάω. Αναγκάστηκα να ακουμπήσω στο τοίχο για να μην χάσω την ισορροπία μου. Μου φαινότανε ότι μία δύναμη, ξένη από τη δική μου βούληση, αντιτασσόταν στο βλέμμα του νέου. Το πνεύμα του σατανά που με κατείχε, ίσως δεν μπορούσε να βαστάξει το βλέμμα του Γεωργίου Ζιμπόϊου – αυτό ήταν το όνομα του νέου.

Γεώργιος Ζιμπόϊου

Την άλλη μέρα το πρωί με πλησίασε και με προσκάλεσε να καθίσω στο δικό του ξύλινο κρεβάτι, να μιλήσουμε. Η πρώτη λέξη που μου απεύθυνε ήταν: «Αδελφέ, είσαι άρρωστος. Όμως μη φοβάσαι και να μου έχεις εμπιστοσύνη. Άνοιξε την ψυχή σου και πες μου τι έχεις στην καρδιά σου, ίσως μπορέσω να σε βοηθήσω σε κάτι».

Με λίγα λόγια του είπα όλα όσα μου βάραιναν την συνείδηση. Με ρώτησε αν προσεύχομαι πια. «Προσεύχομαι, αλλά δεν αισθάνομαι τίποτα, η καρδιά μου είναι πέτρινη», ήταν η απάντησή μου. «Από τότε που ξανάρχισες να προσεύχεσαι, ζήτησες συγγνώμη από τον Θεό;». Στην αρνητική μου απάντηση, συνέχισε: «Έκλαψες;». Πάλι, όχι. «Θα ήθελα να ξέρω και εγώ πως προσεύχεσαι». Μετά που του είπα την προσευχή που έλεγα, μου είπε ότι προσεύχομαι καλά. «Αισθάνομαι όμως ότι ο Θεός με εγκατέλειψε». «Μην προσβάλλεις τον Θεό, δεν σε εγκατέλειψε Αυτός. Εσύ Τον πρόσβαλες», παρατήρησε. Από τότε με προσκαλούσε κάθε μέρα να μιλάμε. Καταλαβαίνοντας πόσο μεγάλη πνευματική δύναμη είχε, τον ικέτεψα να προσεύχεται και για μένα. «Εγώ θα προσεύχομαι, μου απάντησε, αλλά χρειάζεται ένας προσωπικός κόπος… Μόνο όταν θα προσευχηθείς με δάκρυα και μετανοήσεις, ο Θεός θα ακούσει τη φωνή σου και θα σε συγχωρέσει.»

Όσο περισσότερο πλήθαιναν οι συζητήσεις μεταξύ μας, τόσο περισσότερο τα βάσανά μου γίνονταν πιο αφόρητα.

Σ’ αυτή την ψυχική κατάσταση είχα τον εξής λογισμό: αν όλος ο κόσμος ήταν δικός μου, τι θα τον έκανα, αν δεν είχα πια την ειρήνη που είχα πριν σταματήσω να προσεύχομαι; Ή όπως λέει το Αγιογραφικό: «Τι γαρ ωφελείται άνθρωπος εάν τον κόσμον όλον κερδήση την δε ψυχήν αυτού ζημιωθή» (Ματθ. 16,26).

Κόντευε το Πάσχα και οι δικές μου σωματικές και ψυχικές δυνάμεις είχανε εξαντληθεί. Το Μέγα Σάββατο, όταν χτύπησε το σιωπητήριο, ξάπλωσα στο ξύλινο κρεβάτι. Προς τα μεσάνυχτα κάτι με παρότρυνε να κατεβώ και να περπατήσω στο δωμάτιο. Πλησίασα το παράθυρο και εκείνη τη στιγμή άκουσα τις καμπάνες της εκκλησίας της Γκέρλας  να χτυπάνε, ειδοποιώντας για την Ακολουθία της Αναστάσεως. Έπεσα στα γόνατα μπροστά στο παράθυρο και με τα χέρια σε σχήμα σταυρού, σε στάση προσευχής, έκραξα από τα βάθη της ψυχής μου: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ομολογώ ότι έσφαλα ενώπιόν Σου, αλλά Εσύ, Κύριε, ξέρεις  ότι έφτασα στο τέλος της υπομονής  και του πόνου. Δεν μπορώ άλλο! Κάνε με μένα ότι θέλεις Εσύ! Εγώ έφυγα από Σένα, Κύριε, αλλά σε Εσένα προσεύχομαι με όλο το είναι μου: αν είναι δυνατόν, συγχώρεσέ με και ανάστησε την ψυχή μου, γιατί εγώ πιστεύω απεριόριστα στην Ανάστασή Σου!»

Εκείνη την στιγμή, καθώς ήμουν γονατιστός, με τα χέρια σε σχήμα σταυρού και κοιτούσα από το καγκελωτό παράθυρο, όλο το είναι μου συγκλονίστηκε και από τα μάτια μου άρχισαν να τρέχουν τα δάκρυα ποτάμι. Κλαίγοντας, μόνο αυτό μπόρεσα πια να πω: «Κύριε, ελέησέ με!».Δεν πρόλαβα να τελειώσω αυτές τις λέξεις και το σώμα μου άρχισε να τρέμει και να σπαρταρά όπως κάνουν οι δαιμονισμένοι και αισθάνθηκα πως, από την ψυχή και το σώμα μου βγήκε και με εγκατέλειψε μία ξένη δύναμη. Ήταν το πνεύμα του σατανά που με βασάνιζε και με κυρίευε τέσσερα χρόνια.

Έπεσα με το κεφάλι κάτω στο τσιμέντο, λιπόθυμος, με το πουκάμισο μουσκεμένο από τον ιδρώτα και τα δάκρυα δεν έπαυαν να τρέχουν σαν ποτάμι. Ήταν τα δάκρυα της μετάνοιας που ο Θεός δέχτηκε, συγχωρώντας την προσβολή που Του έκανα.  Σε τέσσερα χρόνια βασάνων δεν έχυσα ένα δάκρυ, όμως τώρα η ψυχή μου λουζόταν στο λουτρό της μετάνοιας και του θαύματος του Θεού.

Μετά από λίγο σηκώθηκα, μην ξέροντας πια που βρίσκομαι. Αισθανόμουν άλλος άνθρωπος και ήμουν  τόσο ελαφρύς, σαν να έπλεα σε άλλες σφαίρες. Την ημέρα της Αναστάσεώς Του, ο Θεός θεράπευσε και ανέστησε και εμένα. Γονάτισα πάλι και, με το πρόσωπο κάτω στη γη έκραξα από όλο το είναι μου: «Κύριε, είσαι τόσο καλός και ελεήμων με τους αμαρτωλούς, ώστε δεν ξέρω πως θα μπορούσα να Σε ευχαριστήσω!». Και τότε ήρθαν στο νου μου οι λέξεις του Ιησού, όταν θεράπευσε τον δαιμονισμένο: «Ίδε υγιής γέγονας μηκέτι αμάρτανε ίνα μη χείρον τι σοι γένηται» (Ιωάν. 5,14). Και η καρδιά μου αισθάνθηκε μια χαρά που δεν μπορεί να την καταλάβει παρά μόνο αυτός που την έζησε. Αν μέχρι τότε ήμουν στην κόλαση, εκείνη τη στιγμή αισθανόμουν ότι η μακαριότητα του Παραδείσου δεν ήταν μακριά από την ψυχή μου.

Σηκώθηκα από το πάτωμα. Σαν από όνειρο, μπροστά μου στεκόταν ο Ζιμπόϊου. Τον ασπάστηκα, λέγοντάς του με όλη μου την καρδιά: «Χριστός ανέστη!». «Αληθώς ανέστη!», μου απάντησε γεμάτος στοργή. Κλάψαμε και οι δύο. Σε όλη μου τη ζωή δεν αισθάνθηκα κανέναν τόσο κοντά όσο αισθανόμουν εκείνη τη στιγμή τον Ζιμπόϊου. Ζούσαμε και οι δυο τη χαρά της ανάστασής μου. Ήθελα να τον ευχαριστήσω για τη βοήθεια, αλλά αυτός αρκέστηκε να πει: «Τα δάκρυά σου έγιναν δεκτά από τον Θεό και το έλεός του σε θεράπευσε. Από τότε που κατέβηκες από το κρεβάτι, είδα τα πάντα. Ούτε εγώ κοιμόμουν. Χαίρομαι με όλη μου την καρδιά για σένα».

Ξημέρωσε και οι άνθρωποι που ήταν στο δωμάτιο ξύπνησαν. Εμένα, το φως της Αναστάσεως με περιέβαλε με τις ακτίνες του. Έγινα άλλος άνθρωπος σύμφωνα με το Αγιογραφικό: «Νεκρός ην και ανέζησεν και απολωλός ην και ευρέθη» (Λουκ. 15,24).

Πηγή: Fericiti cei prigoniti -martiri ai temniţelor româneşti-, ed. îngrijită de Matei Marin, Editura Bonifaciu, Βουκουρέστι 2008, σ. 102 (στα ρουμανικά)