Θεολογία και ΖωήΟρθόδοξη πίστηΣυναξαριακές Μορφές

Οι αποστολικοί Πατέρες και ο πονηρός Άρειος (με φωτογραφικό υλικό)

17 Μαΐου 2010

Οι αποστολικοί Πατέρες και ο πονηρός Άρειος (με φωτογραφικό υλικό)

Ο αναστάς Χριστός, πάνω στο όρος του Παραδείσου, παραδίδει το νέο νόμο της χάριτος στους αποστόλους Πέτρο και Παύλο. Λεπτομέρεια από ανάγλυφη μαρμάρινη σαρκοφάγο του 4ου αιώνα από την Ρώμη. Δίπλα απεικονίζεται ο Απόστολος Πέτρος καθώς οδηγείται στο μαρτύριο (δεν φαίνεται εδώ - βλ. http://www.rome101.com/Christian/Magician/pages/Vat31487_0000.htm).

Από το αποστολικό ανάγνωσμα της Κυριακής προ της Πεντηκοστής (των Αγίων Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου) – βλ. παρακάτω μετά το τέλος του σχολίου – καταλαβαίνει κανείς πολλά για το πώς ήταν οι άγιοι απόστολοι οι θεμελιωτές της Εκκλησίας μας και πώς είναι όλοι οι αληθινοί ποιμένες της Εκκλησίας από τότε έως και σήμερα (οι λίγοι που είναι).

Η ζωή των αποστόλων ήταν όλο τρέξιμο και σκέτη ταλαιπωρία. Η πίστη των πρώτων χριστιανών και των γενεών που τους διαδέχθηκαν, ήταν θεμελιωμένη, και έμεινε τελείως ακλόνητη παρά τους απηνείς αλλεπάλληλους διωγμούς, κυρίως στην συλλογική μνήμη της εκπληκτικής καλωσύνης και ακεραιότητας και εντιμότητας και σωφροσύνης και αγωνιστικότητας και φιλοπονίας και αυτοθυσίας (που έφτασε μέχρι και τον μαρτυρικό θάνατο για τα γεγονότα του Ευαγγελίου, για τα οποία έδωσαν μαρτυρία ότι τα είδαν και τα έζησαν) των αγίων αποστόλων Παύλου και Πέτρου, Ιακώβου του Αδελφοθέου, Ιακώβου του Ζεβεδαίου, Ιακώβου του Αλφαίου, Ιωάννη του Θεολόγου, Ανδρέα, Φιλίππου του εκ των δώδεκα, Θωμά, Ιούδα Θαδδαίου ή Λεββαίου, Μάρκου, Ματθαίου, Σίμωνα του Κανανίτη ή Ζηλωτή, Ματθία, Ναθαναήλ Βαρθολομαίου, Λουκά, Βαρνάβα, Φιλίππου του εκ των επτά διακόνων, και όλων των συνεργατών τους, η οποία ανάμνηση ήταν η ίδια παντού όπου αυτοί πέρασαν (Παλαιστίνη, Καισάρεια, Έφεσος, Μίλητος, Αντιόχεια, Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Φίλιπποι, Ρώμη, Αίγυπτος, Οσροηνή κλπ κλπ).

Τέτοιοι ήταν και οι άγιοι 318 θεοφόροι πατέρες που συγκεντρώθηκαν απ’ όλο τον τότε γνωστό κόσμο (από την Ισπανία μέχρι την Γεωργία και την Περσία-Ινδία και την Αίγυπτο) το 325 μ.Χ. και διακήρυξαν πως αυτά που έλεγε ο αμπελοφιλόσοφος πονηρός τραγόπαπας Άρειος από την Αλεξάνδρεια δεν είχαν καμμία σχέση με αυτά που είχαν παραλάβει και φύλαγαν ως πολυτιμότατη παρακαταθήκη από τους αποστόλους εν μέσω των διωγμών όλες οι κατά τόπους εκκλησίες ανά τον κόσμο. Όλοι αυτοί ήταν άνθρωποι άγιοι και φωτισμένοι (μεταξύ των οποίων ο άγιος Αθανάσιος, ο άγιος Νικόλαος, ο άγιος Σπυρίδων και πολλοί άλλοι). Πολλοί από αυτούς είχαν ως «παράσημα» ακρωτηριασμούς και αναπηρίες από την φυλάκιση κατά την διάρκεια των διωγμών που είχαν προηγηθεί (όπως π.χ. ο επίσκοπος άγιος Παφνούτιος από την Αίγυπτο που είχε χάσει το ένα του μάτι επειδή δεν αρνήθηκε τον Χριστό). Δεν ήταν κάθε σάρα και μάρα.

Εν κατακλείδι, σημειώνουμε ότι είναι φανερή η διαφορά μεταξύ των αποστολικών ποιμένων της Εκκλησίας και των λύκων-αιρετικών (ακόμη και αν οι τελευταίοι φοράνε ράσα-προβιές).

Ραφαήλ Παπανικολάου

Τοιχογραφία του Αποστόλου Παύλου από τον 4ο αιώνα στην Κατακόμβη της Αγίας Θέκλας στην Ρώμη.

Πράξεις των Αποστόλων 20,13-38

Ημείς δε, ήλθαμε ολίγον ενωρίτερα στο πλοίον και επλεύσαμεν εις την Άσσον, απ’ όπου επρόκειτο να πάρωμεν μαζή μας τον Παύλον. Διότι έτσι είχε κανονίσει ο Παύλος, επειδή αυτός επρόκειτο να ταξιδεύση έως εκεί δια ξηράς. 14 Οταν δε μας συνήντησε εις την Ασσον, τον επήραμεν στο πλοίον και ήλθαμε εις την Μυτιλήνην. 15 Από εκεί την επομένην ημέραν απεπλεύσαμεν και εφθάσαμεν αντικρύ εις την Χιον. Κατά δε την άλλην ημέραν προσεγγίσαμεν εις την Σαμον, και αφού εμείναμεν την νύκτα στον Τρωγύλιον, ήλθομεν κατά την τρίτην ημέραν εις την Μίλητον. 16 Ηλθομεν δε εκεί, διότι ο Παύλος απεφάσισε να προσπεράση με το πλοίον την Εφεσον και να μη αποβιβασθή εις αυτήν, δια να μη χρονοτριβήση εις την Ασίαν. Και τούτο, διότι εβιάζετο, εάν θα του ήτο δυνατόν, κατά την ημέραν της Πεντηκοστής να φθάση εις Ιεροσόλυμα. 17 Από την Μίλητον δε έστειλε ανθρώπους εις την Εφεσον και εκάλεσε τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας. 18 Οταν δε ήλθαν προς αυτόν, τους είπε· “σεις γνωρίζετε πολύ καλά, πως συμπεριεφέρθην μαζή σας από την πρώτην ημέραν που ήλθα εις την Ασίαν και καθ’ όλον τον χρόνον της παραμονής μου. 19 Υπηρετούσα, ως πιστός δούλος τον Κυριον, με κάθε ταπεινοφροσύνην και με πολλά δάκρυα, που έχυνα δια τους απιστούντας και πολεμούντας το Ευαγγέλιον, και με πολλήν υπομονήν εν μέσω των δυσκολιών και των κατατρεγμών, που μου συνέβησαν από τας επιβουλάς των Ιουδαίων. 20 Γνωρίζετε ακόμη, ότι καμμία δυσκολία και κανένας κίνδυνος δεν με ημπόδισε από του να κηρύξω εις σας, και εις δημόσια κέντρα και ιδιαιτέρως εις τα σπίτια σας, κάθε τι που εξυπηρετούσε το πνευματικόν σας συμφέρον. 21 Ετόνιζα δε στους ιουδαίους και στους έλληνας την ανάγκην της μετανοίας απέναντι του Θεού και την ανάγκην της πίστεως στον Κυριον ημών Ιησούν Χριστόν. 22 Και ιδού τώρα εγώ, σαν να είμαι δεμένος από το Πνεύμα το Αγιον, πηγαίνω υποχρεωτικά εις την Ιερουσαλήμ, χωρίς να ξέρω εκείνα, που θα μου συμβούν εις αυτήν. 23 Πλην τούτο μόνον γνωρίζω ότι το Πνεύμα το Αγιον από πόλεως εις πόλιν μαρτυρεί καθαρά μέσα μου και μου λέγει, ότι με περιμένουν δεσμά και θλίψεις. 24 Αλλά τίποτε από αυτά δεν θεωρώ άξιον λόγου, να με εμποδίση από την πορείαν μου, ούτε και θεωρώ την ζωήν μου πολύτιμον δι’ εμέ, όσον θεωρώ σπουδαίον να φθάσω στο τέλος του δρόμου μου με χαράν και ειρήνην συνειδήσεως και να φέρω εις πέρας την αποστολήν, που έχω λάβει από τον Κυριον Ιησούν, και η οποία είναι να κηρύξω και να δώσω αφόβως την καλήν μαρτυρίαν δια το Ευαγγέλιον της χάριτος του Θεού. 25 Και ιδού τώρα εγώ προβλέπω, κατά το ανθρώπινον, ότι δεν θα ξαναϊδήτε πλέον το πρόσωπόν μου όλοι σεις, ανάμεσα στους οποίους επέρασα, κηρύσσων την βασιλείαν του Θεού. 26 Δι’ αυτό και κατά την σημερινήν ημέραν, την τελευταίαν που με βλέπετε, βεβαιώνω, με καθαράν την συνείδησιν ενώπιον του Θεού, ότι είμαι ανεύθυνος δι’ όλους σας, εάν συμβή και παραστρατήση κανείς από σας. 27 Δεν έχω ευθύνην, διότι δεν παρέλειψα ποτέ να μη καταστήσω γνωστήν εις σας κάθε βουλήν του Θεού, που σχετίζεται με την σωτηρίαν του ανθρώπου. 28 Προσέχετε λοιπόν στον εαυτόν σας, πως θα ζήτε. Προσέχετε δε πως θα φέρεσθε και τι θα διδάσκετε εις όλον το πνευματικόν σας ποίμνιον, στο οποίον το Πνεύμα το Αγιον σάς έβαλε επισκόπους, να ποιμαίνετε την Εκκλησίαν του Κυρίου και Θεού, την οποίαν αυτός ο Κυριος απέκτησε με το αίμα του. ,29 Διότι εγώ γνωρίζω τούτο· ότι μετά την έλευσίν μου αυτήν και την αναχώρησιν θα εισέλθουν μεταξύ σας ψευδοδιδάσκαλοι και αιρετικοί, σαν άγριοι λύκοι, οι οποίοι δεν θα λογαριάζουν καθόλου τα λογικά πρόβατα του Χριστού, αλλά θα προσπαθούν να τα παρασύρουν εις τας πλάνας των και να τα κατασπαράξουν ψυχικώς. 30 Και από σας τους ίδιους θα εγερθούν εγωπαθείς άνδρες, οι οποίοι θα διδάσκουν διεστραμμένας και ψευδείς διδασκαλίας, δια να αποσπούν τους μαθητάς από τον ορθόν δρόμον της σωτηρίας και να τους παρασύρουν με το μέρος των ως ιδικούς των οπαδούς. 31 Δι’ αυτό πρέπει να είσθε άγρυπνοι και προσεκτικοί, ενθυμούμενοι το παράδειγμά μου, ότι επί τρία κατά συνέχειαν έτη δεν έπαυσα νύκτα και ημέραν με δάκρυα να συμβουλεύω και καθοδηγώ τον καθένα σας. 32 Και τώρα, αδελφοί, σας εμπιστεύομαι εις τα χέρια του Θεού και εις την διδασκαλίαν της χάριτος αυτού, ο οποίος Θεός μόνος ημπορεί να σας οικοδομήση εις την κατά Χριστόν ζωήν και να σας δώση κληρονομίαν μεταξύ όλων εκείνων, οι οποίοι έχουν προχωρήσει στον αγιασμόν δια της χάριτος του Χριστού. 33 Αργύριον η χρυσίον η ενδύματα, τίποτε από αυτά δεν επεθύμησα. 34 Σεις δε οι ίδιοι γνωρίζετε ότι εις τας ανάγκας μου και εις
τας ανάγκας εκείνων, που ήσαν μαζή μου, υπηρέτησαν αυτά τα χέρια. 35 Όλα, έργω και λόγω, σας τα έχω υποδείξει, ότι δηλαδή έτσι εργαζόμενοι πνευματικώς και υλικώς θα βοηθήτε και θα στηρίζετε τους ασθενείς εις την πίστιν αδελφούς. Να ενθυμήσθε τους λόγους του Κυρίου Ιησού, τους οποίους αυτός είπε· Είναι περισσότερον μακάριον να δίδη κανείς, παρά να λαμβάνη”. 36 Και αφού είπε αυτά, εγονάτισε και μαζή με όλους προσευχήθηκε. 37 Εγινε δε πολύς κλαυθμός από όλους και αφού έπεσαν στον τράχηλον του Παύλου, τον εφιλούσαν και τον ξαναφιλούσαν με πολλήν στοργήν, 38 πονούντες μάλιστα και λυπούμενοι δια τον λόγον, που τους είπε, ότι δεν πρόκειτε πλέον να ξαναϊδούν το πρόσωπόν του. Ετσι δε συγκινημένοι τον συνώδευσαν έως το πλοίον και τον κατευώδωσαν.