Άγιοι - Πατέρες - ΓέροντεςΣυναξαριακές Μορφές

Λόγος στη Γέννηση της Υπεραγίας Θεοτόκου (2)

9 Σεπτεμβρίου 2010

Λόγος στη Γέννηση της Υπεραγίας Θεοτόκου (2)

Το Γενέσιον της Θεοτόκου. Βυζαντινή εικόνα της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου.

Το Γενέσιον της Θεοτόκου. Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου.

Συνέχεια από (1)

του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού

7. Σήμερα καινούργιο βιβλίο ετοίμασε ο Λόγος – Θεός, που έπλασε τα πάντα και που ανάβλυσε από την καρδιά του Πατέρα, για να γραφτεί ο ίδιος μέσα σ’ αυτό σαν με κοντύλι, με τη γλώσσα του Θεού, το Άγιο Πνεύμα. Βιβλίο που δόθηκε σε γραμματισμένο άνδρα, και δεν το διάβασε. Ο Ιωσήφ δεν γνώρισε την Μαρία ούτε τη δύναμη του μυστηρίου, που έκρυβε μέσα της. Παναγία Κόρη του Ιωακείμ και της Άννας, που ξέφυγες απαρατήρητη από τις αρχές και τις εξουσίες, και τα φλογερά βέλη του πονηρού, που πέρασες τη ζωή σου στο νυφικό θάλαμο του Πνεύματος, και κρατήθηκες ανέγγιχτη για να γίνεις νύφη Θεού, και Μητέρα του αληθινού Υιού του Θεού. Παναγία Κόρη, που φανερώθηκες πάνω στην αγκαλιά της μάνας και γέμισες φόβο τις δυνάμεις που αποστάτησαν από τον Θεό. Παναγία Κόρη, την ώρα που θήλαζες το γάλα σε περιτριγύριζαν οι άγγελοι. Κόρη αγαπημένη από τον Θεό, δόξα σ’ αυτούς που σε γέννησαν. Θα Σε μακαρίζουν οι γενεές των γενεών, όπως στ’ αλήθεια το είπες προφητικά. Κόρη άξια του Θεού, η ομορφιά της ανθρώπινης φύσεως, η επανόρθωση της πρώτης μας μητέρας της Εύας. Με τη γέννηση σου αναστήθηκε η πεσμένη. Αστραποβόλημα των γυναικών. Αν η πρώτη Εύα, μπαίνοντας στη υπηρεσία του φιδιού εναντίον του πρώτου μας πατέρα, του Αδάμ, έπεσε στην παράβαση, κι έτσι «ήρθε στον κόσμο μας ο θάνατος», η Μαρία υπηρετώντας με υποταγή τη θεία βουλή, ξεγέλασε το φίδι που μας ξεγέλασε κι έφερε στον κόσμο την αφθαρσία.

Αειπάρθενε Κόρη, που παιδοποίησες, χωρίς να έχεις ανάγκη από άνδρα, αφού αυτός που γέννησες έχει πατέρα αιώνιο. Κόρη, γέννημα της γης, που βάσταξες στη θεομητορική σου αγκαλιά τον Πλάστη. Οι αιώνες παράβγαιναν στο τρέξιμο ποιος θα πρωτοπρολάβει να καυχηθεί για τη γέννησή σου. Αλλά η προκαθορισμένη απόφαση του Θεού, που έφτιαξε και τους αιώνες, νίκησε το συναγωνισμό των αιώνων κι έγιναν οι τελευταίοι αιώνες πρώτοι, εκείνοι που τους έλαχε να γεννηθείς σ’ αυτούς. Είσαι πραγματικά η πιο πολύτιμη απ’ όλη την πλάση, γιατί μόνο από σένα πήρε μικρό μέρος ο Πλάστης τις απαρχές της δικής μας φύσεως. Σάρκα Του έγινε η σάρκα σου, και αίμα Του το αίμα σου, και γάλα από σένα θήλασε ο Θεός, κι ενώθηκαν τα χείλη σου με του Θεού τα χείλη. Ακατανόητα κι ανείπωτα θαύματα. Ο Θεός των όλων προγνώρισε ότι εσύ άξια θα γίνεις της αγάπης Του και σ’ αγάπησε, κι από αγάπη σε προόρισε, και «στους στερνούς καιρούς» σ’ έφερε στο φως και σ’ ανάδειξε μητέρα και τροφό του δικού Του Υιού και Λόγου.

8. Λέγουν πως τα αντίθετα γιατρεύουν τ’ αντίθετα τους, μα δεν μπορεί τ’ αντίθετα και να γεννούν τ’ αντίθετα τους. Μολονότι κάθε πλάσμα υφαίνει αυτό, που από τη φύση του είναι, αντιμετωπίζοντας τ’ αντίθετα του – το κατορθώνει βέβαια απ’ τον πλούτο της δύναμης που κλείνει μέσα στη φύση του. Κι όπως ακριβώς «η αμαρτία χρησιμοποίησε το καλό, τήν εντολή του Νόμου, για τον θάνατο μου, κι έγινε υπερβολικά αμαρτωλή», έτσι κι ο αίτιος των καλών, ο Θεός, μέσα από τ’ αντίθετο τους, τον θάνατο, κατεργάζεται για μας το καλό, που του είναι φυσικό. «Επειδή όπου πλήθυνε η αμαρτία, περίσσεψε η χάρη». Αν είχαμε φυλάξει την πρώτη μας κοινή ζωή με τον Θεό, δεν θα αξιωνόμαστε την πιο μεγάλη και την πιο θαυμαστή ζωή μαζί Του. Τώρα όμως με την αμαρτία, κριθήκαμε ανάξιοι της πρώτης μας κοινής ζωής με τον Θεό, γιατί δεν κρατήσαμε το δώρο, που μας δόθηκε. Αλλά με την συμπάθεια του Θεού ελεηθήκαμε και μας πήρε πάνω του και μας έκανε σάρκα Του, για να γίνει πιο σίγουρη η κοινή ζωή μαζί Του. Γιατί Αυτός που μας αγκάλιασε και μας έκανε σάρκα Του έχει τη δύναμη να κρατήσει αδιάσπαστη την ένωση.

Επειδή δηλαδή ολόκληρη η γη έγινε πόρνη και γέννα τέκνα πορνείας, γιαυτό κι ο λαός του Κυρίου «πλανήθηκε με το πνεύμα της πορνείας», μακριά από τον Κύριο και Θεό του, που τον έκανε λαό δικό του με «δυνατό χέρι και ψηλό βραχίονα», και που τον έβγαλε έξω από το σπίτι της σκλαβιάς του Φαραώ, και τον πέρασε μέσα από την Ερυθρά θάλασσα, και τον οδήγησε «με νεφέλη την ημέρα και στήλη φωτιάς κάθε νύχτα». Και πήρε στροφή η καρδιά τους για την Αίγυπτο. Κι έγινε ο λαός του Κυρίου «μη λαός του Κυρίου», κι’ αυτός που ελεήθηκε, εκείνος που δεν ελεήθηκε, κι αυτός που αγαπήθηκε, εκείνος που δεν αγαπήθηκε.

Γι’ αυτό γεννιέται τώρα Παρθένος, αντίπαλος της προγονικής πορνείας κι αρραβωνιάζεται με το Θεό τον ίδιο, και γεννά την ευσπλαχνία του Θεού. Και γίνεται λαός του Θεού, εκείνος που δεν ήταν πρώτα λαός του Θεού κι εκείνος που δεν ήταν ελεημένος ελεήθηκε, κι ο μη αγαπημένος αγαπήθηκε. Γιατί απ’ αύτη γεννιέται ο «αγαπητός Υιός» του Θεού, που σ’ αυτόν ευδόκησε ο Πατέρας – Θεός.

9. «Αμπέλι καλοκλήματο» βλάστησε απ’ την Άννα, κι άνθισε σταφύλι ολόγλυκο, πιοτό θεϊκό, να το πιουν οι άνθρωποι να ζήσουν στον αιώνα. Ο Ιωακείμ και η Άννα έσπειραν «δικαιοσύνη» και θερίσανε «καρπό ζωής». Φωτισθήκανε με το «φως της γνώσεως» και ψάξανε να βρουν τον Κύριο, και τους βρήκε καρπός δικαιοσύνης. Ας πάρει θάρρος η γη και «γεμίστε χαρά τα παιδιά της Σιών για τον Κύριο και Θεό σας», γιατί πρασίνισε η έρημος. Η στείρα καρποφόρησε. Ο Ιωακείμ και η Άννα σαν μυστικές κορφές βουνών στάλαξαν γλύκα. Νιώσε χαρά, ευλογημένη Άννα, γιατί γέννησες κορίτσι. Γιατί αυτή η κόρη θα γίνει Μητέρα του Θεού, πύλη του φωτός, πηγή της ζωής, και θα εξαφανίσει το έγκλημα της γυναίκας.

Το πρόσωπο αυτής της κόρης «θα ικετεύσουν οι πλούσιοι του λαού». Την κόρη αυτή θα προσκυνήσουν οι βασιλιάδες των εθνών προσφέροντας δώρα. Την κόρη αυτή θα οδηγήσεις στο Θεό, στο βασιλιά των όλων, ντυμένο στα «χρυσά κρόσσια» τα στολίδια των αρετών, και στολισμένη με τη χάρη του Πνεύματος, κι «η δόξα της είναι μέσα της». Γιατί αν δόξα κάθε γυναίκας είναι ο άντρας που στέκεται στο πλάι της, της Παναγίας η δόξα είναι από μέσα, ο καρπός των σπλάχνων της.

Ω Κόρη ποθητή και τρισευλογημένη· «ευλογημένη μέσα σ’ όλες τις γυναίκες σύ, κι ευλογημένος ο καρπός των σπλάχνων σου». Κόρη, θυγατέρα του βασιλιά Δαβίδ, και Μητέρα του βασιλιά των όλων, του Θεού. Θεϊκό κι ολοζώντανο άγαλμα, η ευφροσύνη του Θεού που σε έπλασε, που έχεις το πνεύμα σου θεοκυβέρνητο και μόνο στο Θεό γυρνάς την προσοχή σου. Κάθε σου πόθος στρέφει στον μόνο ποθητό κι αγαπημένο. Το θυμό σου χύνεις μοναχά στην αμαρτία και σ’ αυτόν που γέννησε την αμαρτία. Ζούσες ζωή ανώτερη από τη φύση. Όχι ζωή δική σου, γιατί εσύ δεν γεννήθηκες για σένα. Για τον Θεό λοιπόν ζούσες, γι’ Αυτόν ήλθες στη ζωή, Αυτόν πιστά να υπηρετήσεις στην παγκόσμια σωτηρία, για να πληρωθεί η «προαιώνια απόφαση» του Θεού, η σάρκωση του Λόγου και η δική μας θέωση. Ο πόθος σου με θεϊκά να τρέφεσαι λόγια, και με το χυμό τους να δυναμώνεις, σαν «ελιά ολόκαρπη στο σπίτι του Θεού, σαν δένδρο, που φυτεύτηκε στην ακροποταμιά» του Πνεύματος, σαν δένδρο της ζωής, που καρποφόρησε στον καιρό που είχε από το Θεό ταχθεί, Θεό ενσαρκωμένο, την αιώνια ζωή για τα πλάσματα Του όλα. Κρατάς κάθε λογισμό που τρέφει κι ωφελεί τη ψυχή, και ρίχνεις πέρα, πριν καν το δοκιμάσεις, κάθε τι που είναι για σένα άχρηστο και βλαβερό. Μάτια «στραμμένα πάντοτε στον Κύριο» βλέπουν το αιώνιο κι «απλησίαστο φως». Αυτιά που ακούνε τον θεϊκό λόγο κι ευφραίνονται με την κιθάρα του Πνεύματος, που από μέσα τους πέρασε ο Λόγος για να σαρκωθεί. Όσφρηση γοητευμένη με την ευωδιά των αρωμάτων του Νυμφίου, που άρωμα θεϊκό ξεχύνεται ελεύθερα και χρίει την ανθρωπινή Του φύση. «Άρωμα που χύθηκε είναι το όνομά σου» λέγει η αγία Γραφή. Χείλη πού δοξολογούν τον Κύριο και μένουν κολλημένα στα δικά Του χείλη. Η γλώσσα κι ο ουρανίσκος που ξέρουν να διακρίνουν τα λόγια του Θεού και που χορταίνουν με τη θεϊκή τους γλυκύτητα. Καρδιά καθαρή κι αμόλυντη, που βλέπει και ποθεί τον αόρατο Θεό .

Σπλάχνα, πού μέσα τους κατοίκησε ο αχώρητος, και στήθος, που με το γάλα του, τράφηκε ο Θεός, το παιδί Ιησούς. Πύλη του Θεού παρθενική για πάντα. Χέρια, που κράτησαν τον Θεό, και γόνατα, που έγιναν θρόνος ψηλότερος κι από τα χερουβίμ. Μ’ αυτά στερεώθηκαν τα «παράλυτα χέρια και τ’ αδύναμα πόδια». Πόδια οδηγημένα με το φωτεινό λυχνάρι του θείου νόμου, τρέχουν ασταμάτητα πίσω του, ώσπου κι τράβηξαν τον Ποθητό σ’ αύτη που Τον ποθούσε. Ολόκληρη είσαι δωμάτιο νυφικό του Πνεύματος, πόλη του ζωντανού Θεού, που την «ευφραίνουν τα ρέματα του πόταμου», τα κύματα δηλ. των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος: Πεντάμορφη και πολυαγαπημένη του Θεού. Γιατί, αφού ξεπέρασε τα χερουβίμ κι ανέβηκε ψηλότερα κι από τα σεραφίμ, έγινε πραγματικά του Θεού η πολυαγαπημένη.

10. Θαύμα, το πιο τρανό απ’ όλα τα θαύματα! Γυναίκα να βρίσκεται πάνω από τα σεραφίμ, κι αυτό γιατί ο Θεός φανερώθηκε «λιγάκι πιο χαμηλά απ’ τους αγγέλους». Σιώπα, Σολομώντα πολύσοφε, και μη λες: «Τίποτα καινούργιο κάτω από τον ήλιο». Παρθένε θεοχαριτωμένη, άγιε ναέ του Θεού, που ο πνευματικός Σολομώντας, ο άρχοντας της ειρήνης, σ’ έχτισε και σ’ έκανε κατοικία του, ναέ, που δεν στολίζεσαι με χρυσάφι κι άψυχες πέτρες, αλλά λαμποκοπάς αντί χρυσάφι Άγιο Πνεύμα· κι αντί γι’ άλλα ακριβά πετράδια έχεις το πολύτιμο μαργαριτάρι, τον Χριστό, τον άνθρακα της θεότητας. Αυτόν παρακάλεσε ν’ αγγίξει τα χείλη μας, για να μπορούμε αγνισμένοι να Τον υμνήσουμε μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, ανακράζοντας: «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ», μια φύση της θεότητας με τρία πρόσωπα. Άγιος ο Θεός και Πατέρας, που ευδόκησε μέσα σε σένα και από σένα να τελεσιουργηθεί το μυστήριο, που είχε προκαθορίσει πριν από τους αιώνες. Άγιος ισχυρός, ο Υιός του Θεού και Θεός ο Μονογενής, που σήμερα ενεργεί την γέννηση σου από στείρα μητέρα, για να γεννηθεί αυτός που ήταν μονογενής από Πατέρα και «πρωτογέννητος απ’ ολόκληρη την πλάση», μονογενής κι από σένα Παρθένο Μητέρα, πρωτογέννητος «ανάμεσα σε πολλά αδέλφια», ίδιος μ’ εμάς, Κοινωνός χάρη σε Σένα στη «δική μας σάρκα και στο δικό μας αίμα». Ωστόσο δεν σ’ άφησε να γεννηθείς κι εσένα μόνο από πατέρα ή μόνο από μητέρα, για να κρατήσει το προνόμιο της μοναδικής γεννήσεως, ο μοναδικός σ’ όλα του μονογενής. Αυτός είναι στ’ αληθινά ο μοναδικός μόνο από Πατέρα και μοναδικός μόνο από μητέρα. Άγιος αθάνατος, το Πανάγιο Πνεύμα, που με τη δροσιά της θεότητας Του σε κράτησε σώα από την θεϊκή φωτιά. Γιατί αυτό προέλεγε αινιγματικά η βάτος του Μωυσή.

11. Χαίρε, πύλη προβατική, ιερώτατε ναέ της μητέρας του Θεού. Χαίρε, πύλη προβατική, προγονική κατοικία της βασίλισσας. Χαίρε, πύλη προβατική, που ήσουν κάποτε μαντρί των προβάτων του Ιωακείμ, τώρα η ουρανομίμητη Εκκλησία της λογικής ποίμνης του Χριστού. Πύλη, που κάποτε μια φορά το χρόνο δεχόσουν τον άγγελο του Θεού, που ταράσσοντας το νερό, έδινε σ’ έναν άρρωστο τη δύναμη και τον γιάτρευε. Τώρα έχεις στρατιές από δυνάμεις αγγέλων, που δοξολογούν μαζί με μας τη Μητέρα του Θεού, την άβυσσο των θαυμάτων, τη πηγή που γιατρεύει όλους τους ανθρώπους. Μητέρα Θεού, που δέχθηκε όχι άγγελο υπηρέτη, αλλά τον Άγγελο της μεγάλης βουλής, που κατέβηκε πάνω στο απαλό μαλλί αθόρυβα σαν άφθονη βροχή καλοσύνης, και ξανάφερε σ’ ακλόνητη υγεία και σ’ αγέραστη ζωή όλη την αρρωστημένη μας φύση, που υποτάχθηκε στη φθορά. Χάρη σ’ Αυτόν ο παράλυτος σου έτρεξε πηδώντας σαν ελάφι. Χαίρε, τίμια προβατική κολυμβήθρα, η χάρη σου ν’ αυξάνει.

Χαίρε, Μαρία, γλυκύτατη Κόρη της Άννας. Σε σένα με παρασύρει πάλι η λαχτάρα της αγάπης. Πώς ν’ αναπαραστήσω το όλο σεμνότητα βάδισμα σου; Πώς το ντύσιμο σου; Πώς το χαριτωμένο πρόσωπο σου; Το γεροντικό σου φρόνημα στο νεαρό σου σώμα; Σεμνό ντύσιμο χωρίς πολυτέλεια καί μαλθακότητα. Βήμα συγκρατημένο, χωρίς βιασύνη και χωρίς νωθρότητα. Το σοβαρό ύφος, που γλύκαινε κάποια ιλαρότητα, κρατημένο πάντα μακριά από τους άντρες. Κι απόδειξη ο φόβος που έδειξες με την απροσδόκητη προσφώνηση του αγγέλου. Πρόθυμη κι υπάκουη στους γονείς σου· κρατούσες το πνεύμα της ταπεινώσεως στις πιο μεγάλες αποκαλύψεις. Τα λόγια σου καλοσυνάτα έβγαιναν από ήρεμη ψυχή. Και τί χρειάζονται τα πολλά λόγια, άξια να κατοικήσει μέσα σου ο Θεός! Με το δίκιο τους σε μακαρίζουν όλες οι γενεές, εσένα την πιο διαλεχτή δόξα των ανθρώπων. Καύχημα των ιερέων, ελπίδα των χριστιανών, στήριγμα βασιλιάδων, πολύκαρπη φυτό της παρθενίας, γιατί από σένα απλώθηκε πλατιά η ομορφιά της παρθενίας. «Απ’ όλες τις γυναίκες συ είσαι η ευλογημένη κι ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου». Ευλογημένοι είναι όσοι σ’ αναγνωρίζουν Θεοτόκο, και μένουν στην κατάρα όσοι σ’ αρνιούνται.

12. Ιερό ζευγάρι, Ιωακείμ και Άννα, δεχτείτε από μένα τούτη την ομιλία στη γεννηση της Μαρίας. Κόρη του Ιωακείμ και της Άννας και Δέσποινα μου, δέξου τα λόγια του αμαρτωλού δούλου σου, που ο πόθος όμως τον καίει κι απόκτησε Εσένα μοναδική ελπίδα χαράς, προστάτισσα του βίου του. Και μεσίτριά του κοντά στον Υιό σου και εγγύηση για τη σωτηρία του. Σκόρπισε πέρα το βαρύ φορτίο των αμαρτιών μου, και διάλυσε το σύννεφο, που μου σκοτίζει το μυαλό και το παχύ στρώμα της ύλης. Σταμάτησε τους πειρασμούς και κυβέρνησε μ’ επιτυχία τη ζωή μου, και, παίρνοντας με απ’ το χέρι, οδήγησε με ψηλά στην ουράνια ευτυχία, και στον κόσμο σου δώσε δώρο την ειρήνη. Και σ’ όλους τους κατοίκους της πόλεως μας, τέλεια την χαρά και την αιώνια σωτηρία, με τις παρακλήσεις των γονιών σου κι όλων των ανθρώπων της Εκκλησίας. Ας γίνει έτσι! Ας γίνει!

«Χαίρε Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μαζί σου, ευλογημένη συ ανάμεσα σ’ όλες τις γυναίκες, κι ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου», ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού. Σ’ αυτόν ανήκει η δόξα μαζί και στον Πατέρα και στο Άγιο Πνεύμα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.