Θεολογία και Ζωή

Αγίου Γρηγορίου Νύσσης – Το όνομα Χριστιανός

27 Μαρτίου 2012

Αγίου Γρηγορίου Νύσσης – Το όνομα Χριστιανός

Στον Αρμόνιο για τη σημασία της ονομασίας Χριστιανός

Άς εξετάσουμε, λοιπόν, -πρώτα ποιά είναι ή σημασία του χριστιανισμού από την ίδια την ονομασία του. Βέβαια οι σοφότεροι από μένα -θα βρουν κάποιο νόημα υψηλότερο και πιό περιεκτικό, ανάλογο ασφαλώς με το ύψος του ονόματος. Όσα δε εγώ μπορώ να πω για το όνομα αυτό, είναι τα έξης: Το όνομα του Χριστού (από το όποιο παράγονται και τα: Χριστιανός και Χριστιανισμός), εάν το εξηγήσουμε με λέξεις πιό απλές και γνωστές, θα βρούμε ότι σημαίνει το βασιλιά επειδή η Άγια Γραφή υποδηλώνει το βασιλικό αξίωμα, χρησιμοποιώντας με ένα ιδιότυπο τρόπο πα­ρόμοια λέξη.

Όμως, καθώς μας βεβαιώνει η Αγία Γραφή, είναι αδύνατο να μιλήσει κάνεις για το Θεό και να τον κατανοήσει, επειδή βρίσκεται πάνω από κάθε νοητή έννοια. Για το λόγο αυτό, αναγκαστικά, οι θεοφόροι προφήτες και οι άγιοι απόστολοι εν Αγίω Πνεύματι χρησιμοποιούν πολλά ονόματα, με τα οποία μας χειραγωγούν προς την κατανόηση (όσο αύτη είναι δυνατή στον άνθρωπο) της άφθαρτης φύσης του Θεού. Έτσι μας οδηγούν από τη μία έννοια στην άλλη, από κείνες που αποδίδονται στο Θεό. Και τη μεν κυριαρχία του Θεού πάνω σ’ όλη τη δημιουργία εκφράζουν, χρησιμοποιώντας το βασιλικό όνομα, τη δε απαλλαγή από κάθε πάθος και την ελευθερία από κάδε κακία ονομάζουν με τα διάφορα ονόματα της αρετής, που χρησιμοποιούν. Ας προσθέσουμε δε και τούτο: Το ότι δηλ. κάδε αρετή και λέγεται και εννοείται με την καλύτερη σημασία. Κατά συνέπεια είναι το ίδιο, όταν λέγουν, για τον Χριστόν ότι και λέγεται και είναι τα πάντα: και δικαιοσύνη και σοφία και δύναμη και αλήθεια, αγαθότητα και ζωή και σωτηρία και αφθαρσία και αμετάβλητος και αναλλοίωτος. Με παρόμοιες επίσης λέξεις δηλώνεται και κάθε άλλη υψηλή έννοια.

Εάν, λοιπόν, στο όνομα Χριστός περικλείεται η περίληψη κάθε υψηλής έννοιας — γιατί μέσα στην ψηλότερη έννοια περιέχονται και οι καλύτερες, που εννοούμε, επειδή κάθε μία από τις άλλες εξυπακούεται, όταν κάνουμε χρήση του όρου Βασιλεία-, ίσως, με μια ανάλογη ερμηνεία του όρου χριστιανισμός, μπορέσουμε να τον κατανοήσουμε και αυτόν. Εάν δηλ. εμείς που, με την πίστη στο Χριστό, συναπτόμαστε με Αυτόν, παίρνομε μαζί με το ανώτερο όνομα, το Χριστός, και τα ονόματα, με τα οποία ερμηνεύεται η άφθαρτη θεϊκή φύση, τότε γίνεται φανερό, πως είναι αναγκαιότατο και όσες έννοιες αποδίδονται με το όνομα Χριστός στην ελεύθερη από κάθε φθορά θεία φύση, να αποδίδονται κατά συνέπεια και σε μας, που έχουμε το ίδιο όνομα. Κι’ όπως, με τη κοινωνία μας με τον Χριστό, αποκτήσαμε το επίθετο χριστιανός, έτσι, από μία ηθική συνέπεια, επιβάλλεται σε μας να φέρουμε πάνω μας όλα τα υψηλά ονόματα. Κι’ όπως εκείνος, που θα σύρει τον πρώτο κρίκο, ο όποιος βρίσκεται στην άκρη της αλυσίδας, θα τραβήξει με εκείνο τον ένα και όλους τούς άλλους, που είναι συνδεδεμένοι μεταξύ τους, έτσι θα έπρεπε, οποίος πήρε το ένα όνομα, να πάρει μαζί με το ένα και όλα τα άλλα. Και τούτο γιατί από το όνομα του Χριστού ξεφυτρώνουν σαν κλαδιά και τα άλλα ονόματα, που ερμηνεύουν την ανέκφραστη και πολύμορφη θεϊκή μακαριότητα.

Ας προσθέσουμε τώρα και κάτι άλλο. Εάν κάποιος φέρει μεν το όνομα του χριστιανού, δεν παρουσιάζει δε στη ζωή του, όταν υποδηλώνει το άγιο τούτο όνομα, αυτός γελοιοποιεί το όνομα… Γιατί είναι αδιανόητο ούτε ο Χριστός να μη είναι δικαιοσύνη και καθαρότητα και αλήθεια και αποξενωμένος από κάθε κακό, ούτε κι’ ο χριστιανός γίνεται – ο αληθινά, βέβαια χριστιανός – να μη φανερώνει στη ζωή του, ότι έχει γίνει μέτοχος και εκείνων των ονομάτων, που έχει ο Χριστός. Εάν λοιπόν θα ήθελε κανείς να αποδώσει με ένα ορισμό το νόημα της λέξης χριστιανισμός, θα έλεγε τούτο: χριστιανισμός είναι μίμηση της θείας φύσης του Χριστού. Λέγοντας όμως το λόγον αυτόν, κανείς ας μη σπεύσει να μας κατηγορήσει, ότι δήθεν λέμε λόγια υπερβολικά, που ξεπερνούν τα όρια της ταπεινής ανθρωπινής φύσης· και τούτο γιατί ο ορισμός, που δώσαμε, δεν βρίσκεται πέρα από τα ανθρώπινα μέτρα. Πράγματι· εάν αναλογισθεί κανείς την αρχική κατάσταση του ανθρώπου, δηλ, την πριν από την αμαρτία, θα διαπιστώσει με τη βοήθεια των λόγων της Αγίας Γραφής, ότι ο ορισμός μας δεν είναι πέρα από τα φυσικά μέτρα του ανθρώπου. Γιατί από το ένα μέρος ο μεν άνθρωπος πλάστηκε αρχικά όμοιος με τον Θεό. Και από το άλλο μέρος η υπόσχεση του χριστιανισμού είναι να επαναφέρει τον άνθρωπο στην πρώτη του ευτυχία.

Εάν, λοιπόν, ο άνθρωπος είναι το πρώτο, ας πούμε, αντίγραφο και ομοίωμα του Θεού, τότε σίγουρα δεν δώσαμε λανθασμένο ορισμό, με το να αποφανθούμε ότι ο Χριστιανισμός είναι μίμηση της θεϊκής φύσης. Και το μεν βαθύτερο νόημα της ονομασίας είναι τόσο σημαντικό. Καιρός δε τώρα να εξετάσουμε εάν, το να μη ζει κατ’ αυτόν τον τρόπο κάποιος, που φέρει το όνομα αυτό, είναι ακίνδυνο γι’ αυτόν.

Ας έλθουμε στο συγκεκριμένο. Ο χριστιανισμός ορίζεται, όπως είδαμε, σαν μίμηση Θεού. Όποιος δεν έχει ακόμη αποδεχτεί το κήρυγμα της πίστης, δηλ. ο άπιστος, βλέποντας τον τρόπο της χριστιανικής μας ζωής, που πιστεύουμε και λέμε ότι τη ζούμε μιμούμενοι τον Θεό, θα σχηματίσει ανάλογη έννοια για τον Θεό μας. Κι’ αν μεν συμβεί να δει σε μας παραδείγματα γεμάτα από κάθε αγαθότητα, τότε θα πιστέψει ότι ο Θεός, που λατρεύουμε, είναι αγαθός. Αλλά εάν συμβεί να είναι κάποιος από μας κυριευμένος από διάφορα πάθη και μοιάζει με θηρίο, που αλλάζει ώρες-ώρες τα χαρακτηριστικά του και με τη συμπεριφορά του μιμείται το σχήμα πολλών θηρίων; Γιατί, δεν είναι σπάνιο να δεις να σχηματίζονται μέσα μας, με τις διάφορες αλλαγές του χαρακτήρα μας, τα πιο παράξενα και αντίθετα μεταξύ τους θηρία. Τότε, ένας τέτοιος άνθρωπος, που θα τολμήσει, να αποκαλέσει τον εαυτό του χριστιανό, μολονότι θα είναι σ’ όλους φανερό, ότι η σημασία του ονόματος υποδηλώνει τη μίμηση του Θεού, δεν θα γίνει αφορμή, να κατηγορηθεί από τους απίστους ο Θεός, στον όποιο πιστεύουμε, εξ αιτίας της προσωπικής του άτακτης ζωής; Έτσι εξηγείται και κάποια από τις πολύ φοβερές απειλές, που αναφέρονται στην Αγία Γραφή για τους ανθρώπους αυτούς. Ποια είναι δε η απειλή; «Αλλοίμονο σ’ εκείνους, εξ αιτίας των οποίων υβρίζεται το όνομά μου από τους απίστους» (Ησ. 52,5). Νομίζω δε, πως αυτό κυρίως το νόημα θέλει, να εντυπώσει ο Κύριος μας στις ψυχές εκείνων, που έχουν «αυτιά» για να ακούουν, όταν λέγει: «να γινόσαστε τέλειοι, όπως είναι τέλειος και ο Πατέρας σας ο ουράνιος (Ματθ. 5,45). Κι’ αυτό δεν το λέγει άσκοπα. Αλλά, επειδή αποκάλεσε τον αληθινό Θεό και Πατέρα πατέρα των πιστών, θέλει, σύμφωνα με την τελειότητα και την αγαθότητα, που συναντάμε σ’ Εκείνον, να του μοιάζουν και όσοι έχουν αναγεννηθεί με την πίστη τους στο Χριστό.

Αλλά θα με ρωτήσεις: Πώς είναι δυνατόν η ανθρώπινη φύση, η άθλια και ασήμαντη, να νοσταλγεί και να πλησιάζει τη μακαριότητα και την αγιότητα, που υπάρχει στη θεϊκή φύση; Ή μήπως, μέσα από την ίδια την εντολή για την τελειότητα μας, δεν αναπηδάει η δυσκολία για την εκπλήρωση της; Γιατί πώς είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί η εξομοίωση του ανθρώπου του γήινου με τον ουράνιο Θεό, αφού η ίδια η διαφορά, που υπάρχει ανάμεσα στη φύση του Θεού και του ανθρώπου, δείχνει καθαρά πως είναι άφθαστη η μίμηση αυτή; Γιατί όσον είναι αδύνατο να γίνει ο άνθρωπος ίσος με τον ουρανό και κατά το μέγεθος και κατά τα αμέτρητα κάλλη, άλλο τόσο είναι αδύνατο να εξομοιωθεί ο πλασμένος από τη γη άνθρωπος με τον Θεό του ουρανού.

Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι σαφής. Το ιερό Ευαγγέλιο μας λέγει να συγκρίνουμε όχι τη μια φύση με την άλλη, εννοώ την ανθρώπινη με τη θεία, αλλά τις αγαθές ενέργειες του Θεού, όσο βέβαια είναι τούτο δυνατό, να μιμούμαστε στη ζωή.

Και ποιές είναι οι ανθρώπινες ενέργειες που μπορεί να εξομοιωθούν με τις ενέργειες του Θεού; Εκείνες, που δείχνουν πως ο άνθρωπος έχει αποξενωθεί, όσον είναι ανθρώπινα δυνατό, από κάθε κακία, διατηρεί δε τον εαυτό του καθαρό από τους μολυσμούς της και στα έργα και στα λόγια και στις σκέψεις. Αυτή η αποξένωση και η καθαρότητα νομίζω, πως είναι η πραγματική μίμηση της θείας τελειότητας, που αποτελεί την ουσία του ουράνιου Θεού. Γιατί πιστεύω πως το άγιο Ευαγγέλιο δεν ανάφερε: το όνομα ουρανός, σαν μια ξεχωριστή κατοικία του Θεού, όταν μας προστάζει να προχωρούμε προς την τελειότητα, σύμφωνα με το παράδειγμα του επουράνιου Πατέρα μας. Γιατί ο Θεός βρίσκεται εξ ίσου ανάμεσα σ’ όλα τα δημιουργήματα και με τον ίδιο πάλι τρόπο αποκαλύπτεται μέσα σ’ όλη τη δημιουργία. Άλλωστε τίποτε δεν θα έμενε στη ζωή, αν χωριζόταν από τη μοναδική και αληθινή ύπαρξη, τον Θεό. Διατηρούνται όμως στη ζωή όλα τα υπάρχοντα, επειδή η θεία φύση έρχεται κατά τον ίδιο βαθμό σε επαφή με καθένα από τα δημιουργήματα και όλα τα περικλείει μέσα της με την περιεκτική δύναμη, που κατέχει…

Από αυτά, λοιπόν, μπορούμε να συμπεράνουμε, πως δεν είναι ξεχωριστή για τον Θεό κατοικία, αποκλειστικά και μόνον ο ουρανός. Επειδή όμως η μεν άνω κατάληξη, δηλ. η βασιλεία των ουρανών, γνώρισμα της έχει την καθαρότητα και την ελευθερία από κάθε κακία, γι’ αυτό με πολλές εικόνες και παραβολές σε πολλά σημεία της Αγίας Γραφής δηλώνεται τούτο. Στην επίγεια δε εδώ κάτω ζωή, που είναι βαθειά ζυμωμένη με την υλη, κυριαρχούν τα πάθη της κακίας. Γιατί ο εφευρέτης της κακίας διάβολος, σαν άλλο φίδι κυλιέται και σέρνεται στη λάσπη της γήινης ζωής, όπως αλληγορικά μιλάει γι’ αυτόν ο λόγος του Θεού (Γεν. 3, 14) που λέγει ότι θα σέρνεται με το στήθος και την κοιλιά και θα τρώει χώμα παντοτινά. Ο τρόπος αυτός της κίνησης και το είδος της τροφής του φιδιού μας αποκαλύπτει, ότι αυτός ο επίγειος βίος είναι και κατώτερος και χωματένιος. Φέρνει δε πάνω του τα ίχνη της πολύμορφης κακίας και γίνεται τροφή του θηρίου, που σέρνεται πάνω του. Γι’ αυτό κι’ όταν ο Κύριος μας παραγγέλλει, να μιμούμαστε τον ουράνιο Πατέρα, ζητεί από μας, να μένουμε καθαροί από τα γήινα πάθη. Η καθαρότητα δε αυτή και ο αποχωρισμός από τα πάθη δεν είναι ζήτημα τοπικό, που σχετίζεται με το να μετακινηθεί κάνεις από τούτο σ’ εκείνον τον τόπο, αλλά είναι έργο, που πραγματοποιείται από την ελεύθερη θέληση του ανθρώπου και μόνον αύτη.

Εάν όμως η αποξένωση από το κακό, από μια φυσική τάξη γίνεται πραγματικότητα μόνο με την δύναμη του νου, είναι φανερό, πώς ο λόγος του Ευαγγελίου δεν μας επιβάλλει τίποτε το κουραστικό και επίπονο. Και τούτο γιατί δεν έχει καμιά σχέση ο κόπος με την κίνηση του νου. Αντίθετα μάλιστα· εύκολα μπορούμε να μετακινούμαστε με τη σκέψη, όπου κι’ αν θέλουμε. Έτσι είναι εύκολο, σε όποιον το θέλει, να ζει βίο ουράνιο, ενώ θα μένει στη γη, όπως διδάσκει  το Ευαγγέλιο.  Θα  με   ρωτήσεις  όμως: Με ποιο τρόπο; Με το να συλλογίζεται τα ουράνια και στα ουράνια θησαυροφυλάκια να αποθηκεύει τον πλούτο της αρετής. Να, τι ακριβώς μας λέγει: «Μη θησαυρίζετε θησαυρούς εδώ στη γη, αλλά να συγκεντρώνετε θησαυρούς στον ουρανό, όπου ούτε τα σκουλήκια, ούτε η σκουριά τους καταστρέφουν, ούτε οι κλέφτες κάνουν διαρρήξεις και τους κλέβουν» (Ματθ 6, 19). Με τα λόγια αυτά δείχνει πως καμιά φθοροποιός δύναμη δεν υπάρχει μέσα στη βασιλεία των ουρανών, που να απειλεί την ευτυχία και τη μακαριότητα.

Άλλα ο διάβολος για να καταστρέψει τον ενάρετο βίο, θέτει σε κίνηση με πολλούς τρόπους την ποικίλη κακία του κατά της ζωής του ανθρώπου. Και άλλοτε μεν, σαν τον σκόρο, γεννιέται μέσα στο νου του ανθρώπου και καταστρέφει το μέρος, όπου θα ξεφυτρώσει, με τη διαβρωτική και αφανιστική του δύναμη. Εάν μάλιστα συμβεί να μη τιναχθεί γρήγορα από το σημείο εκείνο, γλιστρά προς τα κοντινά. Και τότε, όπου κι’ αν περάσει, αφήνει τα ίχνη της φθοράς με την πορεία, που ακολούθησε. Άλλοτε δε πάλι, εάν συμβεί το εσωτερικό του ανθρώπου, δηλ. η διάνοια, να είναι ασφαλισμένη, μηχανεύεται και βρίσκει τρόπους για να τον βλάψει, μέσα από διάφορα εξωτερικά περιστατικά. Τον εσωτερικό δηλ. θησαυρό, της καρδίας τον κλέβει, χρησιμοποιώντας σαν άλλο κλειδί, ή την αισθησιακή ηδονή, ή με κάποιο άλλο πάθος προσπαθεί να αδειάσει το δοχείο της ψυχής, αφού εξαπατήσει το νου με την οργή ή την λύπη ή με κάποιο άλλο παρόμοιο πάθος.

Επειδή, λοιπόν, καθώς λέγει ο Κύριος, οι ουράνιοι θησαυροί δεν διατρέχουν κίνδυνο ούτε από σκόρο ούτε από σκουριά, ούτε από κλέφτες, πράγματα που αναφέραμε πριν, γίνεται φανερό πως εκεί μας συμφέρει και πρέπει να μεταφέρουμε το εμπόρευμά μας. Εκεί όπου, ό,τι κι’ αν θησαυρίσεις, όχι μόνον παραμένει παντοτινά άφθαρτο και ποτέ δε λιγοστεύει, αλλά σαν άλλος σπόρος, θα σου αποδώσει περισσότερους και μεγαλύτερους καρπούς. Γιατί φαίνεται πως υπάρχει και στα πνευματικά κάποια σχέση αίτιας και αποτελέσματος. Έτσι, ανάλογα με τη φύση και την ιδιότητα εκείνου, που δέχεται τις καταθέσεις, αυξάνει και ο τόκος. Όπως ακριβώς δηλ. κάνουμε κι’ εμείς. Σαν φτωχοί που είμαστε, λιγοστά και φτωχά προσφέρουμε. Το ίδιο, είναι φυσικό, να κάμει και Εκείνος που είναι πλούσιος σε όλα. Όσα έχει από την ίδια τη φύση του, αυτά και χαρίζει σαν αντάλλαγμα, σε κείνους που τον δάνεισαν πρωτύτερα.

Για τον λόγον αυτόν ας μη δυσφορείς όταν, ανάλογα με τις δυνάμεις σου, κάνεις τις καταθέσεις σου στο θείο θησαυροφυλάκιο και στην Τράπεζα του ουρανού. Γιατί ανάλογος με το ύψος των καταθέσεων θα είναι και ο τόκος, που θα πάρεις. Αλλά περίμενε, σύμφωνα με την διαβεβαίωση του Θεού, που είπε πως τα μεγάλα θα αντικαταστήσουν τα μικρά. Και τα ουράνια θα διαδεχθούν τα γήινα, τα δε αιώνια θα αναπληρώσουν τα πρόσκαιρα. Όλα αυτά είναι τέτοια στη φύση τους, που είναι αδύνατο να χωρέσουν στον ανθρώπινο νου, ούτε να εξηγηθούν με λόγια ανθρώπινα. Γι’ αυτά ο θεόπνευστος απόστολος Παύλος γράφει και μας διδάσκει πως «ούτε μάτι άνθρωπου είδε, ούτε αυτί άκουσε, ούτε ανθρώπινος νους φαντάσθηκε, όσα ετοίμασε ο Θεός, για κείνους που τον αγαπούν» (Α’ Κορ. 2,9).

( Μετάφραση: + Αρχιμ. Παγκράτιου Μπρούσαλη)