Άγιοι - Πατέρες - Γέροντες

Άγιος Ιερομάρτυρας Κύριλλος Στ΄ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1813 – 1818) (μέρος 2ο)

22 Απριλίου 2012

Άγιος Ιερομάρτυρας Κύριλλος Στ΄ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1813 – 1818) (μέρος 2ο)


Ο Άγιος Νέος Ιερομάρτυς Κύριλλος Στ' Οικουμενιός Πατριάρχης (1813 - 1818)

Συνέχεια από 1ο μέρος

Ουσία και Αρτηρία

Επαναλαμβάνω ότι χρησιμοποιώ τα στοιχεία αυτά που αναφέρονται στον Κύριλλο ως παράδειγμα αναγωγής στον ιστορικό ρόλο της Ορθοδοξίας. Και σκέφτομαι αυτόν τον ρόλο όχι μόνο κατά την Τουρκοκρατία, αλλά και μετά την ανεξαρτησία του ελληνικού κρατιδίου, όταν η Εκκλησία πρωτοστατούσε οικουμενικώς με τα ίδια ιδεολογικά μέσα αφυπνίσεως στον αλύτρωτο και στον απόδημο ελληνισμό…

… Οι αιώνες της σκλαβιάς «δεν μπόρεσαν να σβήσουν την ελληνική ψυχή μας γιατί υπήρξαν οι Κύριλλοι».

Μιλώντας με το παράδειγμα του Κυρίλλου ανάγομαι αυτομάτως στις χιλιάδες των Κυρίλλων, δηλαδή στην Εκκλησία της Ορθοδοξίας, που κράτησε σε διαρκή εγρήγορση και αγονάτιστη την συνείδηση του Γένους ως επαλήθευση παθών και αναστάσεως…

Όταν το 1810 πέθανε ο μητροπολίτης Αδριανουπόλεως Γαβριήλ, οι αδριανουπολίτες εζήτησαν από τον τότε Οικουμενικό Πατριάρχη Ιερεμία να αναλάβει τον δεσποτικό θρόνο της πόλης τους ο συντοπίτης τους Κύριλλος. Έτσι και έγινε. Ο Κύριλλος, μόλις επέστρεψε από το Ικόνιο στη γενέτειρά του, άρχισε εμμέσως τις προσφιλείς του δραστηριότητες για την ελληνική παιδεία και εμερίμνησε για την Ελληνική Σχολή της Αδριανουπόλεως. Είναι δε χαρακτηριστικό το εξής: Επειδή είχε μάθει ότι σ’ εκείνη την σχολή εσπούδαζε – ο κατόπιν διάσημος φωστήρας της επιστήμης – Στέφανος Καραθεοδωρής, που ήταν και μακρινός συγγενής του, εζήτησε να τον δεί, για να τον χρησιμοποιήσει. Όταν τον επληροφόρησαν ότι ο Καραθεοδωρής είχε φύγει για την Ευρώπη, για να σπουδάσει την ιατρική, είπε λυπημένος τον στίχο του δημοτικού τραγουδιού: « Επέταξε μας το πουλί, οπούχαμε στα χέρια!».

Το 1813 ο Οικουμενικός Θρόνος της Κων/λεως έμεινε κενός, επειδή η τουρκική διοίκηση υποπτευόμενη τον Πατριάρχη Ιερεμία ότι ευνοούσε ανατρεπτικές κινήσεις, τον εξανάγκασε σε παραίτηση. Οι συνοδικοί του Πατριαρχείου εξέλεξαν στην θέση του, παρά την θέλησή του τον Κύριλλο, τον οποίον οι Τούρκοι δέχθηκαν να ενθρονίσουν με τους γνωστούς τίτλους: «Ανώτατος βαθμούχος Παναγιώτατος Ρωμηός, Πατριάρχης Σταμπούλ». Στην θέση του, στον μητροπολιτικό θρόνο της Αδριανουπόλεως ο Κύριλλος άφησε τον εκ Χίου σοφό Δωρόθεο Πρώιο.

Στην Κωνσταντινούπολη ο νέος Πατριάρχης άρχισε πάλι τις ενέργειές του για την Μεγάλη του Γένους Σχολή. Επέτυχε να πείσει τελικά τον Κωνασταντίνο Κούμα, τον διάσημο σχολάρχη της Σχολής της Σμύρνης, να αναλάβει την μεγάλη Σχολή του Γένους. Παράλληλα, εργάσθηκε με ζήλο για την επανίδρυση της σχολής της Τραπεζούντος, διότι σύμφωνα με τις πληροφορίες, είχε τόση αμάθεια καταλάβει την περιοχή της ένδοξης βυζαντινής πόλης «ώστε μηδέ το χαρακτηριστικόν του ελληνικού και χριστιανικού γένους (την καθομιλουμένην φαμέν διάλεκτον) σώζεσθαι παρά πάσιν καθαράν και ακεραίαν και περί τα ήθη δε πολλήν συμβαίνειν την διαφθοράν». Η επανιδρυθείσα Σχολή της Τραπεζούντος ακτινοβόλησε έως την Καταστροφήν του 1922.

Ο άοκνος ζήλος του Κυρίλλου για την Παιδεία επεξετάθει σε όλα τα σημεία της αυτοκρατορίας. Ιδιαίτερη μάλιστα πρόνοια επέδειξε για την οργάνωση των μοναστηριών, που τα θεωρούσε πνευματικές εστίες του Ελληνισμού. Το 1815 ίδρυσε στην Κων/λη «Μουσικήν Σχολήν της νέας βυζαντινής Τεχνολογίας και μουσικής μεθόδου» ( από την οποίαν ύστερα από λίγα χρόνια προτάθηκε και εγκρίθηκε σύστημα μετρικής καταγραφής της βυζαντινής μουσικής, από τον μητροπολίτη Χρύσανθο, Γεώργιο Χουρμούζιο και Γρηγόριο Λευίτη, που ισχύει από τότε).

Τους έσφαξαν μπροστά στις οικογένειές τους 

Παρενθετικώς ως πρός την περίοδο αυτή, ο αναγνώστης πρέπει να προσέξει δύο πράγματα που έχουν σχέση με το θέμα μας: Πρώτον, υπήρχε από τότε κυρίως στις μορφωμένες τάξεις του Γένους η αντιδικία μεταξύ δυτικοφρόνων και ρωσοφρόνων, που οι συνέπειες της δεν άφησαν ανεπηρέαστες τις εξελίξεις στο Πατριαρχείο και τις παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Δεύτερον, η εποχή της πατριαρχείας του Κυρίλλου ΣΤ΄ συμπίπτει με την ίδρυση και εξάπλωση της Φιλικής Εταιρείας, για το έργο της οποίας δεν ήταν απληροφόρητοι οι Τούρκοι. Το 1818 ήρθαν στην Πόλη πρώτα ο Σκουφάς και μετά ο Τσακάλωφ και με τους Σέκερη και Κουμπάρη εμύησαν τους δημογέροντες, τους προέδρους και τους μεγαλεμπόρους. Δεν άργησαν να αντιδράσουν οι Τούρκοι.

Στις 13 Δεκεμβρίου 1818 εξεθρόνισαν τον Κύριλλο ως ανίκανο να κρατήσει τους λαούς σε υποταγή. Πατριάρχης έγινε για Τρίτη φορά ο Γρηγόριος ο Ε΄. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι μεταβολές αυτές γίνονταν βάσει επιλογών, αναλόγως κατά το αν επικρατούσαν δυτικόφρονες ή ρωσόφρονες εισηγήσεις. Ο Κύριλλος επέστρεψε στην Αδριανούπολη, όπου ο μητροπολίτης Δωρόθεος Πρώιος ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Όταν το 1821 ο Υψηλάντης διέβη τον Προύθο και ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ αντιλαμβανόμενος ότι η Ρωσία, παρά τα θρυλούμενα, δεν θα εκινείτο και για να αποτρέψει την καθολική σφαγή των χριστιανών της αυτοκρατορίας, προέβει στον αφορισμό, η Αδριανούπολη κατάλαβε τι την περίμενε. Ο αφόρισμος απέτρεψε κατά ένα μέρος την απειλή της γενικής εξολοθρεύσεως αλλά δεν εμπόδισε την καταδίκη των κεφαλών του Γένους, όπως συνέβει με τον απαγχονισμό του Γρηγορίου Ε΄ και πλείστων άλλων.

Τον Απρίλιο του 1821, την Μ. Εβδομάδα συνελήφθησαν όλες οι κεφαλές των Ρωμηών στην Αδριανούπολη και πρώτος ο φιλικός Μητροπολίτης Πρώιος. Την Κυριακή του Θωμά οι Γενίτσαροι τους έσφαξαν όλους μπροστά στις οικίες τους και ενώπιον των οικογενειών τους. Και ενώ αυτοί σφάζονταν ήλθε φερμάνι από τον Τούρκο Βεζύρη προς τον Τούρκο Νομάρχη, που έλεγε μεταξύ άλλων τα εξής: « Επειδή εξικριβώθη ότι και ο εκ της εν Κωνσταντινουπόλει Πατριαρχείας των Ρωμαίων απολυθείς και εν Αδριανουπόλει εξορισθείς Κύριλλος, ο προκάτοχος του εκτελεσθέντος Πατριάρχου, ενέχεται επίσης εις το κίνημα το παρασκευαζόμενον μεταξύ του Ρωμαϊκού Έθνους και εδέησε να εξαλειφθεί και ούτος εκ του προσώπου της γης προς παραδειγματισμόν των άλλων, εξέδωκα μυστικώς το υψηλόν τούτο φιρμάνιον, δι ου διατάσσω την απαγχόνισιν του ειρημένου Κυρίλλου εντός της Αδριανουπόλεως, μετά της ην περιβάλλεται ενδυμασίας».

Ηυδόκησεν ο Κύριος

Την Δευτέραν μετά την Κυριακήν του Θωμά ο Κύριλλος οδηγήθηκε έφιππος προ του νομάρχη, κατά την περιγραφή. Μετά σιωπή λέει ο Τούρκος: «Κατά τας ημέρας αυτάς πολλά δεινά ενέσκηψαν κατά του έθνους των Ελλήνων». Ο Κύριλλος απάντησε: «Ούτως ηυδόκησεν ο Κύριος». Ο Τούρκος προσπάθησε να δικαιολογηθεί αλλά ο Ιεράρχης του είπε: « Θάρρει ηγεμών, όλοι μίαν ημέραν θα αποθάνωμεν, γεννηθήτω το θέλημα του Κυρίου». Ήπιε τον προσφερθέντα καφέ και ανεχώρησε. Έξω από το διοικητήριο, τον περίμεναν οι Γενίτσαροι. Τον δένουν και τον οδηγούν στην Μητρόπολη, διασχίζοντας δρόμους, όπου ο λαός ανήμπορος να βοηθήσει έβλεπε «τον Ποιμένα αγόμενον ως πρόβατον επί σφαγήν». Πριν φθάσει η πομπή στην Μητρόπολη, ο Κύριλλος πρόλαβε να δεί δύο ακέφαλα σώματα που έσταζαν αίμα. Ήταν του πρωτοσύγκελλου Θεοκλήτου και του ιερομονάχου Ιακώβου Αρζουμάνογλου. Στο κιγκλίδωμα του παραθύρου του Συνοδικού της Μητροπόλεως, οι Τούρκοι κρέμασαν το σχοινί και του πέρασαν την θηλιά στον λαιμό. Ήταν στις 18 Απριλίου 1821. Το σώμα του Κυρίλλου έμεινε κρεμασμένο στο κιγκλίδωμα τρεις μέρες. Δίπλα του κρεμασμένος και ο πρωτοσύγκελλος Αγαθάγγελος και άλλοι στενοί φίλοι του Κυρίλλου. Οι Τούρκοι απαγόρευσαν την ταφή του πρώην Πατριάρχη, καθώς και των κληρικών και των προεστώτων. Τα πτώματα τους ρίχθηκαν στα νερά του Έβρου. Το σκήνωμα του Κύριλλου το βρήκε στο φράκτη ενός νερόμυλου ένας πιστός πατριώτης και το έθαψε μέσα στο σπίτι του.

Ύστερα από οκτώ χρόνια με τον ρωσοτουρκικό πόλεμο οι Ρώσοι εισέρχονται στην Αδριανούπολη (1829) και υπογράφεται στην πόλη αυτή η γνωστή Συνθήκη με την οποίαν αναγνωρίστηκε η ανεξαρτησία της Ελλάδος. Πέρασαν εκατό χρόνια από τον απαγχονισμό του Κυρίλλου και το 1920 ο ελληνικός στρατός ελευθέρωσε την Αδριανούπολη. Τότε, έγινε πάνδημο μνημόσυνο για τον εθνομάρτυρα ανοίχθηκε το επί εκατό χρόνια κλειστό παράθυρο, από το κιγκλίδωμα του οποίου είχαν κρεμάσει τον Πατριάρχη και έθεσαν εκεί μία πινακίδα με το ακόλουθο επίγραμμα: « Κυρίλλω τω ΣΤ΄ γόνω μεν τήσδε πόλεως ευκλεεί, δεξιώς δε την Ολκάδα της Μ. Εκκλησίας οιακοστροφήσαντι υπέρ πίστεως και πατρίδος τον δι’ αγχόνης υποστάντι θάνατον η Πατρίς ελευθερωθείσα και μεγάλη ήδη τούτο ιδρύσατο σήμα μνημείον μεν της προς αυτόν αϊδίου τιμής και σεβασμού δείγμα δ’ αρετής τοις επιγιγνομένοις».

Με την καταστροφή του 1922 η Αδριανούπολη παραδόθηκε και πάλι στους Τούρκους και όλος ο πληθυσμός την εγκατέλειψε. Η Μητρόπολη εγκαταστάθηκε στην Ορεστιάδα.

***

Ο συγγραφέας του βιβλίου στον οποίο οφείλω τις πληροφορίες αυτές, αφιερώνει στους κληρικούς και τους εκπαιδευτικούς την έρευνα του. Εγώ, περιορίζομαι απλώς να απευθύνω το σημείωμα τούτο στους Έλληνες πολιτικούς με την ευχή, όταν υψώνουν χέρι και κεφάλι στην Εκκλησία, να μή ξεχνούν ότι μπορούν να μιλάνε και να ενεργούν ελεύθεροι τώρα, επειδή τότε «υπήρξαν οι Κύριλλοι».

πηγή: Τάσου Λιγνάδη, Καταρρέω, Εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ σ. 237-247