Ορθόδοξη πίστη

Το όνειρο ενός γελοίου ανθρώπου (α)

22 Νοεμβρίου 2012

Το όνειρο ενός γελοίου ανθρώπου (α)

Ξαφνικά, χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα σ΄αυτή την άλλη γής, μέσα στο εκθαμβτικό φώς μια λιόλουστης μέρα, όμορφης σαν τον παράδεισο.

Μου φαινότανε σα να βρισκόμουν σ’ένα απο κείνα τα νησάκια του ελληνικού αρχιπέλαγου της γής μας· η κάπου αλλού στα ερείπια μια ηπείρου κοντά στο αρχιπέλαγο.

Σ’εκείνα τα μέρη, όλα είτανε ακριβώς όπως και σε μάς, κι όμας όλα αχτινοβολούσανε με μια σοβαρή κι επίσημη χαρά, που έφτανε ως το υπέρχο.Μια σμαραχδένια θάλασσα έσκαζε απαλά στην ακρογιαλιά, χαιδεύοντας την με φανερή, σαρκική και σχεδόν συνειδητή αγάπη.

Δέντρα με θαυμαστά κλωνάρια ορθώνονταν μ’όλο τον οργιώδη χυμό τους και τ’ αναρίθμητα φυλαρράκια τους, κι είμαι βέβαιος πως με χαιρετούσανε ερωτόλογα, Το λιβάδι αστραφτοκοπούσε με τη φλογερή και χυμώδη άνθηση του. Τα πουλιά σκίζανε σμήνη- σμήνη τον αέρα, κι ερχόνταν άφοβα ν’ ακουμπήσουνε στου ώμους και στα χέρια μου με χαρούμενα φτεροκοπήματα. Ύστερα, είδα επιτέλους και τους κατοίκους αυτής της ,μακάριας, γής.

Ήρθανε μόνοι τους κοντά μου , με περιτριγύρισαν και με φιλούσαν. Παιδιά του ήλια, παιδιά του ήλιου τους – ώ! Τι ωραίοι που ήταν! Ποτές στη γής μας δεν είχα δεί τόση ομορφιά στον άνθρωπο! Μόνο στα παιδιά μας και μάλιστα στα πρώτα παιδικά τους χρόνια, μπορούσε να διακρίνης κατι σα μια μακρυνή αντάυγεια, μα πολύ εξασθενημένη αυτής της ομορφιάς. Τα μάτια αυτών των μακάριων λάμπανε ολοκάθαρα. Τα πρόσωπα τους αχτινοβολούσαν τη σοφία και τη συνείδηση, μια συνείδηση που είχε φτάσει στην υπέρτατη γαλήνη, όμως , αυτά τα πρόσωπα μένανε χαρούμενα και μια παιδιάστικη χαρά αντηχούσε μέσα στα λόγια και στη φωνή αυτών των όντων! Ω! Τα είχα καταλάβει όλα απο την πρώτη ματιά!

Εδώ ήταν η γής προτού την μολύνη το προπατορικό αμάρτημα: οι κάτοικοι της μια και δεν ξέρουνε το κακό, ζούσανε στον ίδιο εκείνο παράδεισο όπου, σύμφωνα με τις παραδόσεις της ανθρωπότητας, είχανε ζήσει κι οι ένοχοι προπάτορες μας, με μόνη τη διαφορά πως εδώ η γής είτανε παντού ένας ο αυτός παράδεισος. Αυτοί οι άνθρωπο με το χαρούμενο χαμόγελο με περιτριγυρίζανε και μου χάριζαν άφθονα χάδια. Με πήγανε στα σπίτα τους και όλοι τους θέλανε να με ξεκουράσουν.

Δε μου κάναν ερωτήσεις· φαινόντα πως τα ξέρανε όλα και μόνο ένα πράγμα θέλανε : Να διώξουνε το γρηγορώτερο αυτή την οδύνη που είτανε χαραγμένη πάνω στα χαρακτηριστικά μου.

Το καταλαβαίνεται άλλη μια φορά τι σημασία είχε που ήταν όνειρο: Η αγάπη αυτών των αθώων και λαμπρών πλασμάτων μου έκανε αλησμόνητη εντύπωση και νοιώθω πως η αγάπη τους στάζει παντοτεινά απο κεί- πέρα πάνω στην ψυχή μου. Γιατί τους γνώρισα τυς αγάπησα κι υπόφερα ύστερα γι αυτούς. Ώ το κατάλαβα αμέσως, απ’ την πρώτη στιγμή πως σε πολλά σημεία δεν τους καταλάβαινα: παραδείγματος χάριν δεν μπορούσε να χωρέση το μυαλό μου, εμένα του μοντέρνου ρώσσου προοδευτικού και βρωμισμένου Πετρουπολίτη πως μπορύσαν αυτοί που ξέραν τόσα και τόσα πράγματα να περιφορούν την επιστήμη μας.Μα δεν άργησα να καταλάβως πως η γνώση τους είτανε τέλεια, πως στηριζόταν και είχε για κανόνες εντελώς άλλες διαισθήσεις απ’τις δικιές μας και πως όμοια διαφορετικοί είτανε οι πόθοι τους.Δεν είχαν επιθυμίες και μέσα στην γαλήνη τους διψούσανε σαν εμάς να γνωρίζουν τη ζωή αφού είχανε φτάσει στην κατάσταση τελειότητας.

Μα η γνώση τους είτανε βαθύτερη και ανώτερη απο την δικιά μας επιστήμη κι’ αυτό το καταλάβαινα χωρίς να μπορέσω να εννοήσω την γνώση τους. Μου δείχνανε τα δέντρα τους και τους μιλούσανε σα να μιλούσαν σε όντα όμοια τους. Γιατί, να το ξέρετε δεν πιστεύω να γελιέμαι σαν λέω πως τους μιλούσανε!

Ναι είχανε ανακαλύψει την γλώσσα τους και είμαι σίγουρος πως και κείνα τους καταλαβαίνανε. Έτσι βλέπανε τη φύση. Με τα ζώα ζούσανε ειρηνικά και δεν τους κάνανε κανένα κακό· τ’αγαπούσσανε και τα είχανε μερώσει με την αγάπη τους […] Δεν είχαν εκκλησίες και ζούσανε σαν σε αδιάκοπη επικοινωνία με το μεγάλο Πάν· δεν είχανε θρησκεία μας ξέρανε πως αφού θα γέμιζαν με τις χαρές της ζωής ώς εκεί που έφταναν τα όρια της γήινης φύσης, τότες γι αυτούς και τους ζωντανούς και τους πεθαμένους, θα γινόταν πλατύτερη η επαφή με το μεγάλο Πάν.

Και περιμένανε με χαρή αυτή τη στιγμή χωρίς βιάση και χωρίς νοσταλγία, σαν να την είχανε κιόλας με τα προσαισθήματα της καρδιάς τους, κι αυτά τα προαισθήματα τα ανακοινώνανε ακούραστα ο ένας στον άλλο…

Ντοστογιέφσκυ

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΕΝΟΣ ΓΕΛΟΙΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Φανταστικό Παραμύθι

Πηγή:emonopati.blogspot.gr