Ορθόδοξη πίστη

Μ’ έναν ασήμαντο μισθό και χωρίς «τυχερά»

4 Δεκεμβρίου 2012

Μ’ έναν ασήμαντο μισθό και χωρίς «τυχερά»

zolaΈνα πρωί καθώς ο Λάζαρος στεκόταν κάτω από τη σκιά των κυπαρισσιών είδε τον αββά Ορτέρ στο βάθος του λαχανόκηπού του, που μόνο ένας χαμηλός τοίχος τον χώριζε από το νεκροταφείο. Με την παλιά γκρίζα μπλούζα του και με τα ξυλοπάπουτσά του, ο παπάς φτυάριζε ο ίδιος ένα τετράγωνο όπου είχε φυτέψει λάχανα. Και με το αργασμένο απ’ τον αγέρα της θάλασσας πρόσωπό του, με τον ηλιοκαμένο σβέρκο του, έμοιαζε σαν χωρικός σκυμμένος πάνω από τη σκληρή γη. Μ’ έναν ασήμαντο μισθό και χωρίς «τυχερά» σ’ αυτή τη χαμένη ενορία, θα πέθαινε της πείνας αν δεν καλλιεργούσε από μόνος του μερικά λαχανικά. Τα λιγοστά του χρήματα πήγαιναν σ’ ελεημοσύνες, ζούσε μονάχος, μ’ ένα κοριτσάκι να τον περιποιείται, υποχρεωμένος συχνά να μαγειρεύει ο ίδιος τη σούπα του. Και σαν αποκορύφωμα της δυστυχίας του αυτή η γη δεν άξιζε τίποτα, αφού το χώμα της ήταν λιγοστό πάνω στους βράχους, κι ο αγέρας του έκαιγε τα λαχανικά, ενώ πάλευε αδιάκοπα με τα χαλίκια, και το μόνο που κατάφερνε να βγάλει ήταν κάτι φτηνά κρεμμύδια και αδύναμα λάχανα. Ωστόσο, όταν φορούσε αυτή τη μπλούζα κι έβγαινε να σκαλίσει τα λαχανικά του, κρυβόταν για να μη νομιστεί ότι γελοιοποιούσε το ράσο του και τη θρησκεία. Έτσι ο Λάζαρος φρόντισε ν’ απομακρυνθεί, όταν τον είδε να βγάζει από την τσέπη του μια πίπα και να τη γεμίζει πιέζοντας την με τον αντίχειρά του, κι ύστερα να την ανάβει, κάνοντας δυνατό θόρυβο με τα χείλια του. Αλλά καθώς απολάμβανε γαληνεμένα τις πρώτες ρουφηξιές του καπνού, ο αββάς με τη σειρά του είδε το νεαρό. Έκανε μια τρομαγμένη χειρονομία σαν για να κρύψει την πίπα του, κι ύστερα έβαλε τα γέλια και φώναξε:

– Βγήκατε να πάρετε λίγο αέρα… Ελάτε λοιπόν κι από δω να δείτε τον κήπο μου.

Όταν ο Λάζαρος τον πλησίασε, ο αββάς πρόσθεσε χαρούμενα:

– Έ, με πιάσατε να παραδίνομαι στις επίγειες απολαύσεις…

Δεν έχω όμως παρά μόνον αυτή αγαπητέ μου και δεν νομίζω ότι θα θυμώσει και πολύ ο Θεός.

Κι από κείνη τη στιγμή καπνίζοντας λαίμαργα, δεν έβγαλε πια την πίπα του από το στόμα, παρά για να πει μερικές κοφτές φράσεις. Η κουβέντα του στράφηκε κύρια στον εφημέριο του Βερσεμόν: έναν ευτυχισμένο άνθρωπο, που είχε έναν υπέροχο κήπο, όπου φύτρωναν όλων των ειδών τα λαχανικά` και, δείτε πως τα πράγματα είναι άσχημα κανονισμένα, – αυτός ο άνθρωπος δεν είχε ανάγκη ούτε για ξεβοτάνισμα, τόσο πολύσιο ήταν το χώμα του. Στη συνέχεια παραπονέθηκε για τις πατάτες του, που δυο χρόνια τώρα αποτύχαιναν, παρόλο που το χώμα αυτό έμοιαζε να τους ταιριάζει.

– Να μη σας ενοχλώ εγώ, είπε ο Λάζαρος. Μπορείτε να συνεχίσετε τη δουλειά σας.

Ο αββάς ξαναπήρε αμέσως το φτυάρι του.

– Μα την πίστη μου πρέπει να τελειώνω… Σε λίγο θα έρθουν αυτά τα πιτσιρίκια για την κατήχηση, και θέλω να καθαρίσω αυτό το κομμάτι…

Ο Λάζαρος ήταν καθισμένος σ’ ένα γρανιτένιο πάγκο, από κάποια παλιά πέτρα που κύλησε και που τώρα την είχαν στηρίξει στον τοίχο του νεκροταφείου. Κοίταζε τον αββά Ορτέρ να παλεύει με τα χαλίκια, και τον άκουγε να φλυαρεί μ’ εκείνη την εφηβική οξιά φωνή του. Τότε, μια διάθεση γεννήθηκε μέσα του, να ήταν κι αυτός έτσι φτωχός κι απλοϊκός, με το κεφάλι άδειο, τη σάρκα ήσυχη. Για ν’ αφήσει ο επίσκοπος αυτόν τον αγαθό άνθρωπο να γεράσει σε τούτη την άθλια ενορία, θα έπρεπε στ’ αλήθεια να τον θεωρεί ολότελα αγαθό πνευματικά. Κατά τ’ άλλα ο αββάς Ορτέρ ήταν απ’ αυτούς που δεν παραπονιούνται και που η φιλοδοξία τους ικανοποιείται με το να έχουν ψωμί να φάνε και νερό να πιούν.

– Δεν είναι και πολύ χαρούμενο να ζει κανένας ανάμεσα σ’ αυτούς τους σταυρούς, σκέφτηκε δυνατά ο νεαρός.

Ο παπάς κατάπληκτος σταμάτησε να σκαλίζει τα λάχανα.

– Τι θα πει, χαρούμενο;

_ Ναι, να’ χεις έτσι πάντα το θάνατο μπροστά στα μάτια σου, θα’ ναι κάτι εφιαλτικό τις νύχτες.

Ο παπάς έβγαλε την πίπα από το στόμα του κι έφτυσε καταγής μερικές φορές.

– Μα, την πίστη μου, ούτε που το σκέφτηκα ποτέ… Βρισκόμαστε όλοι στα χέρια του καλού Θεού.

Και ξανάπιασε τη δουλειά του, βυθίζοντας το φτυάρι στο χώμα μ’ ένα γερό πάτημα. Η πίστη του τον προφύλαγε απ’ το φόβο, και δεν σκεφτόταν τίποτα πιο πέρα απ’ όσα έμαθε και δίδασκε στην κατήχησή του: πεθαίνουμε κι ανεβαίνουμε στους ουρανούς, τίποτα λιγότερο πολύπλοκο και πιο καθησυχαστικό απ’ αυτό. Χαμογελούσε μ’ ένα χαζεμένο ύφος, κι η έμμονη ιδέα της τελικής σωτηρίας ήταν αρκετή για να γεμίσει το στενό του μυαλό.

Από κείνη τη μέρα, ο Λάζαρος περνούσε σχεδόν κάθε πρωί από το λαχανόκηπο του εφημέριου. Κάθιζε στην παλιά γρανιτόπετρα κι αποξεχνιόταν να τον βλέπει να περιποιείται τα λάχανά του, ηρεμώντας για λίγο, στη θέα αυτής της τυφλής αθωότητας, που ζούσε με το θάνατο, χωρίς να νιώθει την παραμικρή ανατριχίλα. Γιατί λοιπόν να μη γινόταν κι αυτός παιδί όπως τούτος ο γέρος; Κι υπήρχε βαθιά μέσα του η κρυφή ελπίδα ότι μπορεί ν’ αφυπνιζόταν η χαμένη του πίστη, μεσ’ από τις κουβέντες μ’ αυτό το απλοϊκό πνεύμα, που η ηρεμία της άγνοιάς του τον ενθουσίαζε. Έφερνε κι ο ίδιος την πίπα του και κάπνιζαν μαζί, κουβεντιάζοντας για τα σκουλήκια που κατάτρωγαν τα λαχανικά ή για το πόσο είχε ακριβύνει η κοπριά, – γιατί ο παπάς μιλούσε σπάνια για το Θεό, έχοντας τον σαν απόθεμα για την προσωπική του σωτηρία, μέσα στην ανεκτικότητα και στην εμπειρία του σαν παλιός εξομολογητής. Οι άλλοι ας έκαναν τη δουλειά τους, κι αυτός τη δική του. Ύστερα από τριάντα χρόνια ανώφελα κηρύγματα, είχε περιοριστεί στην αυστηρή άσκηση του λειτουργήματός του, με την ρυθμισμένη ελεημοσύνη του χωρικού, που αρχίζει πρώτα από τον εαυτό του. Αυτός ο νεαρός, στα μάτια του, ήταν πολύ αξιαγάπητος, που ερχόταν να του κάνει συντροφιά κάθε μέρα, και μη θέλοντας να τον τρομάξει, ούτε να πάει κόντρα στις παριζιάνικες ιδέες του, προτιμούσε να κουβεντιάζει μαζί του για τον κήπο του, αιώνια. Ενώ ο Λάζαρος, με το κεφάλι του να βουίζει από τ’ άχρηστα αυτά λόγια, πίστευε αμιά φορά ότι ήταν έτοιμος να ξαναγυρίσει κοντά στην ευτυχισμένη ηλικία της άγνοιάς, όπου δεν υπάρχουν πια φοβίες.

Εμίλ Ζολά, «δίψα για ζωή»,εκδ Κραναός σελ 268-271

Πηγή:kafsokaliva στις 2:53 π.μ.