Πεμπτουσία· Ορθοδοξία-Πολιτισμός-Επιστήμες

Μνήμη οσίου Γερασίμου του εν Κεφαλληνία

20 Οκτωβρίου 2014

Μνήμη οσίου Γερασίμου του εν Κεφαλληνία

Ο Όσιος και θεοφόρος πατήρ ημών Γεράσιμος, ο νέος ασκητής ο εν Κεφαλληνία († 15 Αυγούστου 1579)

Ο Άγιος Γεράσιμος υπήρξε γόνος της αριστοκρατικής οικογενείας των Νοταράδων, οίτινες είχον ως τόπον προελεύσεως την Μονεμβασιάν και ήσαν γνωστοί με το όνομα «Σοφιανός». Κατά τον 13ον αιώνα εγκατεστάθησαν εις την Κωνσταντινούπολιν και αρκετοί εξ αυτών υπηρέτουν ως πολιτικοί και διπλωμάται παρά τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ τον Η’. Εις εξ αυτών διεκρίθη ως Νοτάριος εις το Παλάτι λαμβάνων το επώνυμον Νοταράς, δηλωτικόν του επαγγέλματος του. Ο υιός του πρώτου Νοταρά, Νικόλαος, εγένετο Πρεσβευτής και Μέγας Διερμηνεύς του Κράτους και ούτω η οικογένεια των Νοταράδων ευρέθη εις τα ανάκτορα καθ’ όσον ο Νικόλαος ενυμφεύθη την θυγατέρα του Αυτοκράτορος Ιωάννου του Παλαιολόγου.

gerkefallhn2

Ο υιός αυτού, Αγγελής Νοταράς, έφθασε εις Κόρινθον μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως εγκατασταθείς εις Τρίκαλα. Το άσημο τούτο χωρίον εγένετο έκτοτε προπύργιον της Επαναστάσεως, διότι εδώ είδαν το φως μεγάλοι άνδρες του Γένους και της Εκκλησίας. Αναφέρομε ακόμη ότι ο προπάππος του Αγίου Γερασίμου Λουκάς Νοταράς διετέλεσε βοηθός του Δεσπότου του Μυστρά Κωνσταντίνου χρηματίσας Δρουγγάριος, Διερμηνεύς, Μεσάζων και Μέγας Δουξ εν Κωνσταντινουπόλει και εν τέλει πρωθυπουργός, μαρτυρήσας κατά τα γεγονότα της Αλώσεως. Ο εγγονός τούτου Δημήτριος ενυμφεύθη την ενάρετον Καλήν με την οποίαν απέκτησαν δύο υιούς, τον Άγγελον (15031585) και τον Άγιον Γεράσιμον (1506/1509-1579), με πιθανόν βαπτιστικόν όνομα το «Γεώργιος».

Εκ της ιδίας οικογενείας προήλθον αργότερον οι Πατριάρχαι Ιεροσολύμων Δοσίθεος Β’ (1641-1707) και Χρύσανθος (1707-1731), ο Μητροπολίτης Εφέσου Μακάριος (17791798), ο Αρχιεπίσκοπος Κορίνθου Μακάριος (1731-1805), οι οπλαρχηγοί Πανούτσος, Σωτήριος, Γιάννης, ο φιλικός Γεωργαντάς Νοταράς κ.ά.

Ο Άγιος Γεράσιμος έλαβε πλουσιωτάτη παιδεία και εκ νεότητος εζήλωσε την εις Χριστόν αφιέρωσιν, δι’ ο και εγκατέλειψε την γενέτειρά του και μετέβη εις την Ζάκυνθον όπου αν και συνεδέθη πνευματικώς με τον μεγαλύτερον θεολόγον του ΙΣΤ’ αιώνος, τον λόγιον μοναχόν Παχώμιον Ρουσάνον. Από τον ευσεβή αυτόν άνδρα κατηρτίσθη έτι περισσότερον εις τα θεολογικά γράμματα και εις τα του μονήρους βίου. Ακολούθως περιήλθε την Ρούμελην, την Θεσσαλίαν προσκυνήσας εις τας Μετεωρικάς Μονάς, την Μακεδονίαν και μέσω της Θράκης μετέβη εις την Κωνσταντινούπολιν προσκυνήσας τους τάφους των προγόνων του. Κατά την επιστροφήν του ανεζήτησε τον πνευματικήν τελείωσιν εις το Αγιώνυμον Όρος του Άθωνος ένθα και εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός. Τόποι της ασκήσεως του υπήρξαν η Ιερά Μονή Ιβήρων, η έρημος της Καψάλας ως και η Σκήτη της Αγίας Άννης όπου σώζεται το σπήλαιον της ασκήσεως του (κελλίον Αγίου Βασιλείου). Επόμενος σταθμός της ζωής του υπήρξαν οι Άγιοι Τόποι επί δώδεκα συναπτά έτη. Ως Αγιοταφίτης αδελφός είχε το διακόνημα του κανδηλάπτου. Διά χειρών δε του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Γερμανού Β’ (1534-1579) έλαβε τας χειροτονίας του Διακόνου και Πρεσβυτέρου και εχειροθετήθη Αρχιμανδρίτης και Πνευματικός. Ανανέωσιν πνευματικήν ελάμβανε κατά την απόσυρσιν του εις τας Μονάς εις την έρημων του Ιορδάνου όπου κατά μίμησιν του Κυρίου έμεινε παντελώς νήστις επί τεσσαράκοντα ημέρας. Αργότερον με εντολήν Πατριαρχικήν μετέβη εις αποστολάς εις Συρίαν και Αίγυπτον, προσκυνήσας εις την περίφημον Μονήν της Αγίας Αικατερίνας εν Σινά. Εκείθεν περιώδευσε την Αντιόχειαν, την Λιβυήν και την Αλεξάνδρειαν συναναστραφείς με αγίους και ενάρετους κληρικούς και μοναχούς. Η Μεγαλόνησος Κρήτη εν συνεχεία προσέφερε ησυχαστικόν καταφύγιον εις τον Άγιον και μετ’ αυτήν η ηγαπημένη του Ζάκυνθος, όπου ησκήθη εις σπήλαιον πλησίον του χωρίου Πλεμονάριον επί πέντε έτη. Η παράδοσις τον θέλει να αναλαμβάνει πνευματικώς και να ποδηγετεί τον νεαρό Δραγανίγο Σγουρό, τον μετέπειτα Άγιον Διονύσιον, προστάτην της Ζακύνθου.

Το έτος 1555 μεταβαίνει εις Κεφαλληνίαν και ασκείται ε ί ς σπήλαιον πλησίον του Αργοστολίου και εις την τοποθεσίαν Σπήλια επί πέντε έτη και ένδεκα μήνας. Η επιθυμία της ησυχίας τον φέρνει εις την τοποθεσίαν Μαλά η Ομαλά εις τους πρόποδας του Αίνου. Εκεί ευρήκε ερειπωμένην τινά Μονήν της Θεοτόκου, υφισταμένην ήδη από τας αρχάς του ΙΓ’ αιώνος. Κατόπιν θείου οράματος άνευρε την λίθινη εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου την φέρουσαν την λατινικήν επιγραφήν «Sancta Maria di Herusalem»= Αγία Μαρία της Ιερουσαλήμ) την γνωστήν ως «λιθοπούλα» (ήτις δυστυχώς εκλάπη). Ακολούθως ανεκαίνισε τον Ναόν και επισκεύασε ορισμένα κελλία κατόπιν παραχωρήσεως και ενισχύσεως του φερομένου ως τότε διαχειριστού και ιδιοκτήτου του χώρου Ιερομονάχου Γεωργίου Τοζάρη-Βαλσάμου ως φαίνεται εκ του σχετικού εγγράφου με ημερομηνίαν 1 Σεπτεμβρίου 1561. Εις το πνευματικόν δημιούργημα του Αγίου εδόθη το όνομα «Νέα ‘Ιερουσαλήμ» και πρώται εις την αδελφότητα ενετάγη- σαν αι δύο αδελφαί του Ιερομονάχου Γεωργίου. Ο αριθμός των μοναζουσών έφθασε τας εικοσιπέντε και πρώτη Ηγουμένη ανεδείχθη υπό του Όσιου η ενάρετος μοναχή Λαυρεντία. Ο Άγιος Γεράσιμος εμφορηθείς υπό του Αγίου Πνεύματος και σπουδάσας πρακτικώς την επιστήμην του μονήρους βίου εγένετο ο γνήσιος εκφραστής του κοινοβιακού ρωμαίικου μοναχισμού, της κατ’ εξοχήν μορφής δομήσεως του ‘Ορθοδόξου μοναχισμού. Δηλαδή του τρόπου ζωής κατά την πατερικήν κοινωνικήν παράδοσιν, ήτις προβλέπει την ισότητα των ανθρώπων και την ενότητα τους εν Χριστώ. Το κοινοβιακόν μοναστήριον του Αγίου υπήρξε πνευματικόν ορμητήριον διά τον καταρτισμόν Ιερομονάχων, Ιερέων και Μοναχών ως και πλήθους λαϊκών εξ όλης της νήσου και της γειτονικής ‘Ιθάκης, οίτινες εδιδάχθησαν τα γράμματα και πνευματικά πράγματα και ούτω ωνομάσθησαν μαθηταί του Αγίου, δι’ ο και η Μονή κατέστη παιδευτική κιβωτός του Γένους και της Εκκλησίας. Εις το μοναστήριον τούτο ο Άγιος ειργάσθη χειρωνακτικώς. Εφύτευσε τρεις μεγάλους πλατάνους και ήνοιξε τρία πηγάδια μεγάλα και τριάντα επτά μικρότερα προς όφελος της ανύδρου περιοχής και έκτισε δύο αλώνια.

Ασκητήριο του έγινε υπόγειον σπήλαιον (εις το όποιον κατεβαίνουν έως της σήμερον προσκυνηταί διά κλίμακος τριών μέτρων) χωριζόμενον διά στενής οπής εις δυο χώρους. Επί τριάκοντα έτη ο Άγιος δεν εγεύθη παντελώς άρτου. Η λιτότατη τροφή του αποτελείτο εκ βεβρεγμένων οσπρίων και ανάλατου ωμής κολοκύνθης.

Με αγάπην και διάκρισιν ενουθέτει τα πνευματικά του τέκνα λέγων χαρακτηριστικώς: «Τεκνία, ειρηνεύετε εν εαυτοίς και μη τα οψηλά φρονείτε».

Ότε η νήσος επλήγη υπό της ανομβρίας όλοι προσέτρεξαν εις τον Άγιον. Εκείνος προσηυχήθη ταπεινώς και ούτω έλαβον εξ ουρανού το θείον δώρον της βροχής. Πολλά υπερφυσικά σημεία εγένοντο με την προσευχήν του Αγίου και ούτω ο ίδιος και η Μονή Του έτυχον του καθολικού σεβασμού.

Εκοιμήθη εις τας 15 Αύγουστου 1579, εορτήν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και της Μονής Του, πράγμα το όποιον και ο ‘ίδιος παρεκάλει εις την προσευχήν Του να αξιωθεί και ενεταφιάσθη νοτίως του Καθολικού της Μονής. Μετά δύο έτη γυνή τις πάσχουσα εκ δαιμονισμού προσήλθε εις την Μονήν ποθούσα την θεραπείαν της. Μίαν νύκτα ο πονηρός δαίμων εκρήμνησε την δύστυχη γυναίκα εις το πηγάδι της Μονής διά να την πνίξη. Κατ’ εκείνην την στιγμήν αι Μοναχαί ήκουσαν την γλυκείαν φωνήν του Αγίου να τας προτρέπη να σπεύσουν εις την αυλήν. Εκεί εύρηκαν την γυναίκα βεβρεγμένην να ίσταται με ανοικτούς τους πόδας επί των χειλέων του πηγαδίου και να διηγείται ενδάκρυς τα περί της σωτηρίας της τη μεσιτεία του θαυματουργού Αγίου, όστις την ετράβηξε εκ της κόμης της και την ηλευθέρωσε εκ του ακαθάρτου πνεύματος.

Το μέγα τούτο σημείον ως και έτερα τινά ωδήγησαν την τοπικήν Εκκλησίαν εις το να προβή εις την εκταφήν του Οσίου Πατρός. Εις τας 20 ‘Οκτωβρίου 1581 η γη απέδωσεν εις την Εκκλησίαν το λείψανον σώον και ευωδιάζον. Δυσπιστίαι, διαφωνίαι αλλά και διαμάχαι Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών —σίτινες καταισχύνθησαν εκ του μεγάλου θαύματος της αφθαρσίας του Αγίου— ηνάγκασαν τον Πατριαρχικόν Έξαρχον, Μητροπολίτην Φιλαδελφίας Γαβριήλ Σεβήρων να προβή εις την εκ νέου ταφήν του ιερού σκηνώματος έως ότου παρέλθη η κεκανονισμένη τριετία. Εις τας 20 ‘Οκτωβρίου 1582 εγένετο η Β’ ανακομιδή του Αγίου.

Έκτοτε προσκυνείται επί 500 και πλέον έτη διηγούμενον διά της αφθαρσίας, ευωδίας και θαυματουργίας του τα μεγαλεία και την δόξαν του Θεού. Είναι ενδεδυμένον με τα ιερατικά αμφια ταφής του Αγίου και εκτίθεται προς προσκύνησιν εντός κρυσταλλίνης λειψανοθήκης, ήτις ενσωματούται εις μεγαλυτέραν, αργυράν περίτεχνον λάρνακα κειμένην επί του τάφου του Αγίου, ο οποίος συν τω χρόνω περιελήφθη εις τον χώρον του παλαιού Καθολικού της Μονής.

Η αγιοκατάταξις του Αγίου εγένετο επί Πατριαρχίας Κυρίλλου Λουκάρεως (1620-1638) κατόπιν εμπεριστατωμένων αναφορών του πρώην Μαΐνης Ιερεμίου του και Ηγουμένου της Μονής της Νέας Ιερουσαλήμ, συνυπογράφοντος του Επισκόπου Κεφαλληνίας, Ζακύνθου και Ιθάκης Παχωμίου, πολλών κληρικών και μαθητών του Αγίου. ‘Ό Πατριάρχης ανέθεσε εις τον λόγιον Θεόφιλον Κορυδαλλέα την σύνταξιν σχεδίου Πατριαρχικού Σιγγιλλίου διά του οποίου ο Άγιος ενεγράφη εις τα αγιολογικάς δέλτους της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας με εορτασμόν Μνήμης την 16ην Αυγούστου (η οποία λόγω εκκλησιαστικής τάξεως μετετέθη εκ της 15ης, ήτις ήτο η ημέρα της Κοιμήσεώς Του) και εορτασμόν Ανακομιδής του τιμίου Του σκήνους την 20ην Οκτωβρίου.

Η τοπική Εκκλησία εορτάζει τον Άγιον Γεράσιμον από τας 16 έως τας 23 Αύγουστου (= αντιμίρι η εννιάμερα του Αγίου) και από τας 20 έως τας 26 Οκτωβρίου (= απόδοσις εορτής ανακομιδής). Κατά τας ημέρας αυτάς ως και την περίοδον από το Σάββατον του Λαζάρου έως και την Κυριακήν του Θωμά ο Άγιος παραμένει ορθός εντός της κρυστάλλινης λειψανοθήκης και προ της νοτίου θύρας του Ιερού Βήματος. Εις τας 16 Αύγουστου, 20 Οκτωβρίου και Κυριακήν του Θωμά λιτανεύεται μέχρι τον Μεγάλο Πλάτανο και τοποθετείται επί του Πηγαδιού. Τότε συμβαίνει το παράδοξον, το μεν ύδωρ του πηγαδιού υπερχειλίζει, ο δε πλάτανος χαμηλώνει τους κλάδους του και ούτω οι πιστοί λαμβάνουν ύδωρ ως αγίασμα και φύλλα διά φυλακτά. Εις τας 23 Αύγουστου και 20 Οκτωβρίου λιτανεύεται ως τα αλώνια. Πλείσται όσαι θεραπείαι διαφόρων ασθενών γίνονται τότε, εξαιρέτως δε δαιμονοπαθών.

Ο Άγιος έσωσε την νήσον Του εκ του θανατικού το 1760, εκ τουρκικής εισβολής το 1816 και εκ καταστρεπτικών σεισμών το 1953.

Εις την Μονήν σώζεται και προσωπική τις εκών του Αγίου ως και Σταυρός Αγιασμού ανήκων εις τον Άγιον.

Η εικών της Παναγίας ανήκει εις τον τύπον η Αμόλυντος» και ευρίσκετο ανηρτημένη εις το Δοχείον (= κελλάρι) της Μονής. Λιτανεύεται δε προηγουμένη του σκηνώματος του Αγίου συμφώνως προς παλαιοτάτην παράδοσιν. Ενώπιον της εικόνος αυτής είδεν καθ’ ύπνους η δοχειάρισσα μοναχή Ακακία εκ Ζερβάτων Σάμης Κεφαλληνίας τον Άγιον Γεράσιμον να λαμβάνη ευλογίαν-εντολήν της Υπεραγίας Θεοτόκου να απαλλάξη την νήσον εκ του θανατικού του 1760. Είδεν τον Άγιον να κρατά ηπλωμένον εν χαλίον και με την ράβδον του να μαζεύει την ασθένειαν ως βάμβακα λεπτότατον και εν συνεχεία να διασκορπίζη με την ράβδον του την ασθένειαν εις τον αέρα.

Αμέτρητα τα θαύματα του Αγίου μέχρι σήμερα ενώνουν δια λυμένας οικογενείας, χαρίζουν τέκνα εις στείρας γυναίκας, θεραπεύουν σωματικώς και ψυχικώς ασθενείς, καθαρίζουν δαιμονοπαθείς συνανθρώπους και προσφέρουν πνευματικήν αναγέννησιν, καλούν εις μετάνοιαν και δημιουργούν κλίσεις διά τον ιερατικόν και μοναχικόν βίον. Η Εκκλησία μας διά της υμνογραφίας ονομάζει τον Άγιον «’Ορθοδόξων προστάτην», «εν σώματι άγγελον» και«θαυματουργόν θεοφόρον», ο οποίος «ρώννυσι τους νοσούντας» και «ίαται τους δαιμονώντας». Επίσης τον αποκαλεί«ασύληπτον θησαυρόν της Κεφαλληνίας» και «μέγα καύχημα της ‘Ελλάδος».

Εις την Ιεράν Μονήν από της ιδρύσεως της έως της σήμερον τελείται καθημερινώς θεία Λειτουργία με ώραν ενάρξεως την 03.30 π.μ. Αι Ακολουθίαι του νυχθημέρου τελούνται ανελλιπώς και συχνάκις τελούνται ιεραί αγρυπνίαι. Η Ιερά Μονή ακλουθεί το Τυπικόν της Ιεράς Μονής του Αγίου Σάββα Ιεροσολύμων.

Εις την Ιεράν Μονήν εγένοντο μοναχαί εκατοντάδες ευσεβών γυναικών, αι οποίαι διεκρίθησαν διά τον ασκητικότατον βίον των, την πίστιν και εις τον Θεόν, την αγάπην των διά τον Άγιον, την φιλοξενίαν των και το υψηλόν αίσθημα φιλανθρωπίας των καθ’ όσον ανέκαθεν εμοιράζοντο με τους ενδεείς ο, τι εκείνοι υστερούντο. Η παρουσία των υπήρξε αφανής, αθόρυβος, αγγελική διά να ξεχωρίζει εκ μέσου αυτών ο ηγαπημένος πατήρ και διδάσκαλος αυτών, ο στοργικός παππούλης μας, ο Άγιος Γεράσιμος..

 

Αρχιμ. Δημήτριος Καββαδίας