Πεμπτουσία· Ορθοδοξία-Πολιτισμός-Επιστήμες

Ο θεσμός των Ιεραποδημιών στους Αγίους Τόπους

26 Φεβρουαρίου 2015

Ο θεσμός των Ιεραποδημιών στους Αγίους Τόπους

Για τους χριστιανούς, η πόλη της Ιερουσαλήμ θεωρείται η μητρόπολη του Χριστιανισμού, η μητέρα όλων των εκκλησιών και η κατοικία του Θεού[1]. Εκεί διαδραματίστηκαν τα σπουδαιότερα γεγονότα της  χριστιανικής πίστης, η Γέννηση του Θεανθρώπου, η Σταύρωση, η Ανάσταση και η Ανάληψη. Την πόλη αυτή στιγμάτισαν καθοριστικά ο ίδιος ο Υιός του Θεού, η Θεοτόκος, οι Απόστολοι και πολλοί άγιοι της Εκκλησίας µας.

Jerusalem Church of the Resurrection

Τα ιερά προσκυνήματα των Ιεροσολύμων ήταν ανέκαθεν κέντρο της Ορθοδοξίας και πόλος έλξης για πολυάριθμους προσκυνητές, για τρανούς βασιλείς, αυτοκράτορες, πρίγκιπες, κρατικούς και εκκλησιαστικούς αξιωματούχους, για ταπεινούς μοναχούς και λαϊκούς[2]. Θα πρέπει να επισημανθεί η σηµασία των Αγίων Τόπων ιδιαίτερα για τον απανταχού Ελληνισμό. Κάθε Έλληνας ταξιδεύει, για να γίνει μέτοχος της επίσκεψης, θεωρίας και προσκύνησης των τόπων της Αγίας Γης, που έγιναν δέκτες και μάρτυρες της ένσαρκου αποκαλύψεως και επί γης επιφανείας του αρχηγού της ζωής και Θεού ημών Ιησού Χριστού. Κατά κύριο λόγο, όμως, κάθε πιστός επισκέπτεται τα χριστιανικά µνηµεία που ανήκουν στους Ορθοδόξους, αφού αυτά αποτελούν σταθµό για την Ορθόδοξη Εκκλησιαστική Ιστορία και αγιοπνευματική παράδοση. Έτσι, δημιουργούνται οι πρώτες ιεραποδημίες και προσκυνηματικές περιηγήσεις στα ιερά χώματα της Παλαιστίνης.

     Η ιερότητα δεν είναι µόνο θέµα χώρου, αλλά και χρόνου[3]. Ως εκ τούτου, ορισμένες µέρες θεωρούνται ιδιαιτέρως κατάλληλες, για να προσκυνήσει κανείς ένα συγκεκριμένο τόπο. Αυτό έχει ως συνέπεια να είναι αθρόα η προσέλευση των Ελλήνων κατά τις άγιες ηµέρες του Πάσχα[4], µια και θεωρείται πως σε αυτή τη χρονική περίοδο µπορεί κανείς να βιώσει στη μεγαλύτερή τους ένταση τα γεγονότα των Παθών και της Αναστάσεως του Κυρίου. Ταυτόχρονα το γεγονός της εμπειρίας και αφής του Αγίου Φωτός[5] από τους Ορθοδόξους προσδίδει ακόµα µεγαλύτερη σηµασία σε ένα τέτοιο ταξίδι και το καθιστά µιαν ανεπανάληπτη ευλογία και εµπειρία.

            Τα προσκυνηµατικά ταξίδια προς τους Αγίους Τόπους, όπως επικράτησε να ονοµάζεται ολόκληρη η Παλαιστίνη, αρχίζουν ήδη από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης της Χριστιανικής Εκκλησίας και κυρίως από τον 3ο αιώνα μ.Χ. και ιδιαίτερα από το 326 μ.Χ., όταν η Αγία Ελένη βρήκε τον Τίμιο Σταυρό. Από τότε άρχισε η συγκέντρωση σ’ αυτήν την πόλη πολλών ιερών κειμηλίων και έργων τέχνης της παλαιοχριστιανικής εποχής και μεταγενέστερα της βυζαντινής κληρονομιάς. Ο Αρχιεπίσκοπος  Ιεροσολύμων Μακάριος υπέδειξε στη μητέρα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, Ελένη, τις περιοχές στις οποίες θα κτίζονταν οι ναοί και τα άλλα προσκυνήματα. Όλη η διαδικασία ανέγερσης των ναών έγινε βάσει ενός προγράμματος,  που είχε ως θεμέλιο τις θεολογικές προϋποθέσεις και τις ποιμαντικές ανάγκες της εποχής[6] και ακολουθούσε ένα τυπικό, το οποίο προέρχεται από τους μοναστικούς κύκλους της Ανατολής[7].

Η εποπτεία των Προσκυνηµάτων ανατέθηκε από το Πατριαρχείο Ιεροσολύµων στους µοναχούς – αδελφούς της περιοχής, οι οποίοι είχαν την ευθύνη για τη συντήρηση και προστασία τους. Ταυτόχρονα, στο πλαίσιο της ποιμαντικής τους διακονίας, είχαν την ευθύνη της ξενάγησης και της φιλοξενίας των προσκυνητών, περιηγητών και επισκεπτών στα διάφορα πανδοχεία και  προσκυνηµατικούς ξενώνες, που είχαν ιδρυθεί κοντά στα προσκυνηµατικά κέντρα της περιοχής. Αρμόδιο για τη λειτουργία των Προσκυνημάτων στην Ιερουσαλήμ ήταν το Τάγμα των Σπουδαίων, ένα ειδικό μοναχικό τάγμα, από το οποίο προέκυψε αργότερα η «Αγιοταφική Αδελφότητα»[8], ο νόμιμος ορθόδοξος κηδεμόνας και προστάτης των Προσκυνημάτων[9].

[Συνεχίζεται]
[1] Ψαλµ. ρλα’ 13: «ὅτι ἐξελέξατο Κύριος τὴν Σιών, ᾑρετίσατο  αὐτὴν εἰς κατοικίαν ἑαυτῷ».

[2] Βλ. Σωτήριος Ν. Καδάς, Τα πρoσκυνητάρια των Αγίων Τόπων, Δέκα ελληvικά χειρόγραφα 16ου -18ου αι., Θεσσαλονίκη 1986, σ. 33.

[3] Βλ. Jill Dubisch, Το θρησκευτικό πpoσκύvηµα στη σύγχρovη Ελλάδα, µια εθνογραφική προσέγγιση, εκδ. Αλεξάνδρεια, σ. 105.

[4]Ψαλµ. ρκα΄ 5: «κεῖ γὰρ ἀνέβησαν αἱ φυλαί, φυλαί Κυρίου, µαρτύριον τῷ σραήλ τοῦ
ἐξοµολογήσασθαι τῷ ὀνόµατι Κυρίου», εννοώντας εδώ ο ψαλµωδός ότι συνηθίζεται κατά τις
µ
εγάλες εορτές, σύµφωνα µε τον νόµο, να προστρέχουν οι Ιουδαίοι στα Ιεροσόλυµα. Κάτι
α
νάλογο συµβαίνει µε τους Ορθοδόξους το Πάσχα, οι οποίοι καταφεύγουν ιδιαιτέρως τότε
στην Α
γία Πόλη.

[5]  Βλ. Σωτήριος Ν. Καδάς, Τα πρoσκυνητάρια των Αγίων Τόπων, Δέκα ελληvικά χειρόγραφα 16ου -18ου αι, ό.π., σ. 172.

[6] Βλ. Ο θησαυρός της Ορθοδοξίας, 2000 χρόνια, Ιστορία – Μνηµεία – Τέχνη, Τόµ.Β΄, Πατριαρχεία και Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2000, σ. 170.

[7] Ιωάννης Μ. Φουντούλης, Λειτουργικη Α΄.  Εισαγωγή στη Θεία Λατρεία, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 30, όπου: «Η ανάδειξη των Αγίων Τόπων ως νέο προσκυνηµατικό κέντρο είχε ως συνέπεια τη συρροή προσκυνητών από όλον τον κόσµο και την εγκατάσταση µοναχικών αδελφοτήτων στην Παλαιστίνη και το Σινά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δηµιουργηθεί στα Ιεροσόλυµα ένα λειτουργικό κέντρο, που επηρέασε σηµαντικά τη λειτουργική πράξη, τις ιερές τελετουργίες, το τυπικό των άλλων  εκκλησιών».

[8] Βλ. Ο θησαυρός της Ορθοδοξίας,  ό.π., σ. 168.

[9] Βλ. Μητροπολίτου Τρίκκης και Σταγών Διονυσίου, Κύπρος – Άγιοι Τόποι, Αθήναι 1962, σ. 90: «Μόνο όποιος ζήσει στον τόπο αυτό μπορεί να σχηματίσει ιδέα για τα εμπόδια και να εκτιμήσει  το έργο που έχει γίνει: Να φυλαχθούν όλα τα προσκυνήματα, ενώ τα εμπόδια πληθαίνουν και οι τάξεις της ιερής φρουράς αραιώνουν. Λείπουν οι άνθρωποι που θα γεμίσουν τα κενά και θα πάρουν τη σημαία της διαδοχής και των αγώνων στα χέρια τους. […] Να κατευθύνονται οι νέοι με τη συναίσθηση της αποστολής τους στους Αγίους Τόπους. Να πυκνωθούν οι τάξεις της Αγιοταφικής Αδελφότητος, να συμπληρωθούν τα κενά, για να συνεχίσει το θρησκευτικό και εθνικό της έργο».