Πεμπτουσία· Ορθοδοξία-Πολιτισμός-Επιστήμες

Η μετά-νοια στα Πασχαλινά διηγήματα του Παπαδιαμάντη

15 Απριλίου 2015

Η μετά-νοια στα Πασχαλινά διηγήματα του Παπαδιαμάντη

[προηγούμενη δημοσίευση:http://www.pemptousia.gr/?p=94253]

Στο διήγημά του Ο Αλιβάνιστος ο θάνατος του ήρωα είναι «κοινωνικός», ο μπαρμπα-Κόλιας είχε απομακρυνθεί από τους συγχωριανούς του για πολλές δεκαετίες: …στις π τριάκοντα τν δν εχε κατέλθει ες τν πόλιν, κ μόναζεν ες μίαν καλύβην, μλλον σπηλιάν, τς ποίας τ στόμιον εχε κτίσει μ τς χεράς του. βοσκεν λίγας αγας, κα δν συνανεστρέφετο κανένα νθρωπον, παρ μόνον τν Μπαρέκον, τν μέγαν αγοτρόφον το βουνο, στις εχε κοπάδι π χίλια γίδια. Ες ατν διδε τ λίγον γάλα του, λαμβάνων ς ντάλλαγμα λίγα παξιμάδια, παστ ψάρια, κα πότε κανν τρίχινον φόρεμα μάλλινον σκέπασμα.

pa2diam2

Και στο διήγημα Το Χριστός Ανέστη του Γιάννη, το κείμενο ξεκινά με το φαιδρό πρόσωπο ενός από τους «ληστές του Δηλεσίου» -ο οποίος συμμετείχε στη σφαγή των Άγγλων και Ιταλών περιηγητών μαζί με άλλους από την ομάδα  των Αρβανιτάκηδων· η σφαγή στο Δήλεσι συνέβη τη Μεγάλη Πέμπτη του 1870 και οδήγησε σε πτώση της κυβέρνησης Ζαΐμη και σε σοβαρό διπλωματικό επεισόδιο με Αγγλία και Ιταλία- ο συγκεκριμένος ληστής: Τν ραν πο τος τουφεκοβολοσαν τ᾿ ποσπάσματα, λλοχεον πισθεν πυκνν θάμνων κα βράχων τ παλληκάρι κενο τς Ρούμελης, σως διότι τ ταμπούρι του το φαίνετο πολ σφαλές, τίς οδε τί εχε σκεφθ, τί σοβαρν εδεν, τί στεον κουσε παρά τινος γείτονος συντρόφου του, κ᾿ γέλασεν, πως ο νθρωποι γελον. Συγχρόνως, ν καρε, το λθε τ βόλι. Τν ηρε καίριον ες τν λαιμόν, κα τν φκεν ες τν τόπον. Συνειρμικά στη συνέχεια ο αφηγητής μεταφέρεται στο φαιδρό πρόσωπο του ήρωα του διηγήματος,  του Γιάννη του Λέκα. Άρα, ανάσταση δεν υπάρχει, αν δεν έχει προηγηθεί  θάνατος.

Και στα τρία  πασχαλινά διηγήματα υπάρχει ένα κλίμα ευθυμίας. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Ο «άγιος» των ελληνικών γραμμάτων γνωρίζει ότι η μεγαλύτερη γιορτή της ανατολικής χριστιανοσύνης συνδέεται αναπόσπαστα με το χαρμόσυνο γεγονός της Αναστάσεως του Κυρίου. Αυτό  αποτελεί τη σύνοψή του και τη στέρεη βάση της πίστης όλων των χριστιανών, αφού «εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὸν ἄρα τὸ κήρυγμα ἡμῶν, κενὴ δὲ καὶ ἡ πίστις ὑμῶν», σύμφωνα με τον Απόστολο των εθνών (Α΄ Κορ. 15, 14).

Στο Εξοχική Λαμπρή αποδίδεται με τον καλύτερο τρόπο το κλίμα ευθυμίας που υπάρχει στους χριστιανούς και το γλέντι που ακολουθεί μετά την β΄ Ανάσταση:

Περ τν μεσημβρίαν, μετ τν Β´ νάστασιν, ο χωρικο τ στρωσαν π τς πλατάνους, παρ τν δροσερν πηγήν.

ς τάπητας εχον τν χλόην κα τ χαμολούλουδα, ς τράπεζαν πτέριδας κα κλάδους σχοίνων.

δροσερ αρα κίνει μετ θρο τος κλνας τν δένδρων, κα Φταμηνίτης μ τν λύραν του ντέδιδε φθόγγους λιγυρούς. …

Ετα ρχισαν τ σματα. ν πρώτοις τ Χριστς νέστη, στερον τ θύραθεν. μπαρμπα-Μηλις θελήσας ν ψάλ κα ατς τ Χριστς νέστη, τ γύριζε πότε ες τν μαν κα πότε ες τ κλέφτικο.

Με εύθυμη διάθεση και με «κατανόηση» αποδίδεται και η «αδυναμία» του παπά-Κυριάκου, δηλαδή η δυσπιστία στην ακεραιότητα του συνεφημερίου του και η απροσδόκητη αποχώρησή του από την Ακολουθία της Αναστάσεως.

Στο διήγημά Ο Αλιβάνιστος όλη η περιρρέουσα ατμόσφαιρα του διηγήματος προσδίδει ευθυμία: ο τραυλός λόγος της θείας Μολώτας : Πς λγε παπάς; … Δν τλώου καβούλγια, επεν Μολώτα, θ μεταλάβου

ο νεαρός Σταμάτης, το ορφανό, που εκτελεί  θελήματα στη πόλη για να ζήσει,  αστειεύεται και με τις τρεις γυναίκες: θεσε τν δεξιν χερα ντς το τυλιγμένου πανίου, τ ποον κράτει, λαβεν να μαρον πργμα, καί, θέλων ν παίξ, τ ρριψεν ες τν ποδιν τς Μολώτας, τις κάθητο κόμη π τς πέτρας.

! φωτι πο σ !… καμεν ατη, ναπηδήσασα ρθή, κα τινάζουσα τν ποδιάν της·

και με τον Αλιβάνιστο: Σταμάτης, μ δυνάμενος ν κρατήσ τ γέλια, ρχισε μ τ φανάρι τ ποον κράτει, ν κάμν κινήματα ς ν λιβάνιζε, πρς τ βάθος ες τ μέρος που στατο τ σύμπλεγμα το Μπαρέκου κα το μπαρμπα-Κόλια.

 Ακόμα και η εκ βαθέων -de profundis- αποκάλυψη της Μολώτας προκαλεί τα γέλια της Αφέντρας: Μολώτα κυψεν, ταπείνωσε τν φωνν κα επε:

Σν μουν γ μικλ κολίτσι, ατς μ θελε γυνακα. Πλν λλωστήσω, κ πιαστ φωνή μου, μ ηλε σουλουπώματα, πηγάδι, στεν σοκάκι, μ … (κυψεν ες τ ος τς φέντρας, κ ψιθύρισε μ φωνν μόλις κουομένην)· μ φίλησε…

φέντρα πνιξε βαθύν, ργυρόηχον γέλωτα.

Ανάσταση δεν νοείται χωρίς την πρώτη ανείπωτη χαρά των μαθητών Του, όταν έμαθαν και είδαν ζωντανή την «Αλήθεια» και αργότερα όλων αυτών που «παραδίδονται» στην αποκαλυπτική αλήθεια Του.

Και στα τρία υπάρχει η «μεταστροφή», το «θαύμα», η «ανακαίνιση». Ο παπα-Κυριάκος – Εξοχική Λαμπρή– αφού αποχωρεί αιφνιδιαστικά από την Αναστάσιμη Ακολουθία, όταν αρχίζει να κατηφορίζει προς την κοιλάδα και λίγο πριν πιεί νερό συνειδητοποιεί τον εκτροχιασμό του : Τότε λθεν ες ασθησιν.

-Τί κάμνω γώ, επε, πο πάω;

Κα ποιήσας τ σημεον το σταυρο·

μαρτον, Κύριε, επεν, μαρτον! μ μ συνερισθς.

πανέλαβε δέ:

Ἐὰν κενος κλεψεν, Θες ς τν… συγχωρήσ… κ κενον κ μέ. γ πρέπει ν κάμω τ χρέος μου.

σθάνθη δάκρυ βρέχον τν παρειάν του.

Κύριε, επεν λοψύχως, μαρτον, μαρτον! Σ παρεδόθης δι τς μαρτίας μας, κα μες σ σταυρώνομεν κάθε μέρα.

Ο μπαρμπα- Κόλιας –Ο Αλιβάνιστος- μετά από την εκούσια απομόνωση χρόνων «επιστρέφει» το βράδυ της Ανάστασης στην κοινωνία, στην εκκλησιαστική κοινότητα: Μετ τν πόλυσιν, μα ο νδρες ξλθον, Σταμάτης συναντήσας τν Κόλιαν τν χαιρέτισε:

Χριστς νέστη, μπαρμπα-Κόλια! Καλ ρα τον πο σ ηρα χτές.

Κα γέρων ρημίτης πήντησεν:

ληθς νέστη, βρέ! Δν εμαι λιβάνιστος!