Πεμπτουσία· Ορθοδοξία-Πολιτισμός-Επιστήμες

Οι άγιοι είναι πολιτικοί

10 Ιουλίου 2015

Οι άγιοι είναι πολιτικοί

α) «Όλοι όσοι θέλουν να ε­πη­ρεάσουν άλλους ανθρώ­πους, ασκούν πο­λι­τική και είναι πολιτικοί. Πολιτική σημαίνει να προσπα­θείς να ορ­γα­νώσεις την πόλιν με ένα νέο τρόπο σκέψης. Οι άγιοι είναι πο­λι­τικοί. Ποτέ δεν πίστεψα ότι μπορείς να διαχωρίσεις την πίστη προς τους αγίους από τη διανόηση». Αυτά έλεγε το 1994 σε συνέντευξή του ο άγγλος βυζα­ντι­νο­­­λό­­­γος Steven Runciman (1903-2000) στις δημοσιογράφους Χρύσα Αράπο­γλου και Λαμπρι­νή Θωμά για λογα­ρια­σμό της ΕΤ3, όταν του ζήτησαν να σχο­λιάσει το γεγονός, ότι αρκετοί άγιοι στο Βυζάντιο ανακατεύτηκαν στην πολιτική.

β) Στη συνέχεια, ο Runciman αντιδιαστέλλοντας το μυστηριακό χα­ρα­κτήρα της Ορθόδοξης Εκκλησίας από τους Ρωμαιοκαθολικούς και τους Προ­τε­στάντες, που θέλουν να τα τακτοποιήσουν όλα νομικά και να τα εξη­γή­σουν λογικά, όπως έλεγε, κατέληξε: «Από τη στι­γμή που προ­σπα­θείς να εξη­γή­σεις τα πά­ντα, καταστρέφεις ου­­σια­στι­κά αυτό που θα έπρε­πε να α­πο­τε­λεί την αν­θρώ­πινη διαίσθηση, αυ­­τή που συνδέει τη δια­νόηση με τους α­γί­ους και την αίσθηση του Θεού».

 γ) Τα λεγόμενα του άγγλου βυζαντινολόγου ξαφνιάζουν, ηχούν πα­­­­ρά­δοξα και γεννούν εύλογα ερωτήματα: Τι σχέση μπορεί να έχει η α­γιό­τητα με την πολιτική; Ή, πώς συνδέονται οι άγιοι με την πολιτική; Συ­νεκδοχικά όμως, αναδύονται και άλλα ερωτήματα: Αν κάποιος δεν είναι έτοιμος να διακονήσει το λαό με πνεύμα δικαιοσύνης και αυταπάρ­νη­σης, αλλά και να θυσιάσει, αν χρειασθεί, αξιώματα, πλού­τη, δόξα, τιμές, κα­θώς και το ναρκισσισμό του για το κοινό καλό, το «συμφέρον της πόλης», μπορεί να ασκεί πολι­τι­κή;

δ) Οι άγιοι της Εκκλησίας διαχρονικά ήταν έτοιμοι να ξεβολευτούν, να κάψουν την «κα­λύβα» τους, να «βάλουν το κεφάλι τους στο ντορβά» να πάνε κόντρα στο ρεύμα, ακόμη και να μαρτυρήσουν για τη συλλογική και ορθόδοξη πίστη τους. Και η εμμονή στην πίστη αυτή δεν α­ποσκο­πού­σε στο ατομικό συμφέρον ή την ατομική σωτηρία, αλλά στη δια­­σφά­λι­ση της πνευμα­τι­κής ελευθερίας και της εν Χριστώ σωτηρίας ό­λων των μελών της Εκκλησίας. Και όταν οι άνθρωποι δεν κατανοούσαν την παράδοξη συμπε­ρι­φορά τους, προσποιούνταν τους «σαλούς» και πλανεμένους.

ε) Στις 13 Ιανουαρίου η Εκκλησία τιμά τον άγιο Μάξιμο τον Καυ­σο­κα­­λύβη που έζησε στο ΄Αγιον ΄Ορος κατά τον 14ο αιώνα. Η ζωή του εντυ­πω­σίαζε τους συγχρόνους του, αφού είχε στοιχεία «δια Χριστόν σαλό­τη­τας». ΄Εφθασε μέχρι τα ανάκτορα, όπου μίλησε με παρρησία, αλλά και τον επισκέ­φ­θη­καν δύο αυτοκράτορες, ο Ιωάννης Στ΄ ο Καντα­κου­ζη­νός και ο Ιωάννης Ε΄ ο Παλαιολόγος, στους ο­ποί­ους προ­είπε τον εμ­φύ­λιο πό­λεμο που επρόκειτο να τους διαιρέσει (1347 -1352).

agipol2

στ) Ο άγιος Μάξιμος Καυσο­κα­λύ­βης «δεν εκατοίκησεν εις ένα το­πον· αλλ’ εμετατοπίζετο εκ τόπου εις τόπον και όπου επήγαινεν, έ­φτιαχ­νε απο χόρτα καλύβαν μικράν, όσον να χωρή μόνον το πολύαθλον σώμα του, και μετ᾿ ολίγον την έκαιε, και επή­γαινεν εις άλλον μέρος και έφτι­αχνεν άλλην. Τόση δε υπέρ άνθρωπον ή­ταν η ακτημοσύνη του, ώστε δεν α­­πέ­κτησε ποτέ ούτε δικέλλαν, ούτε σκα­λι­στήρι, ούτε τορβάν, ούτε σκαμνί, ού­τε τράπεζαν, τσουκάλι ή αλεύρι, ή λάδι, ή κρασί, ή ψωμί, ούτε κανένα άλ­λο από τα αναγκαία εις την ζωήν του ανθρώπου, αλλ᾿ ως άϋλος σχε­δόν, περνούσε την ζωήν του».

ζ) Αξιώθηκε του χαρίσματος της διακρίσεως των πνευμάτων και δίδασκε, ότι εκείνος που επηρεάζεται από το πνεύμα της πλάνης, οργί­ζε­ται και θυμώνει, δεν γνωρίζει παντελώς την ταπείνωση, δεν ξέρει, μήτε το α­λη­­θινό πένθος και δάκρυο, «αλλά πάντοτε καυχάται εις τα κα­τορ­θώ­μα­τα και δοξάζεται και χωρίς συστολήν και φόβον Θεού ευρί­σκε­ται με τα πά­θη». Αντίθετα, εκείνος που εμφορείται από τη χάρη του Θεού συγκε­ντρώ­νει τον νου, γίνεται προσεκτικός και ταπεινός, έχει ψυχή ευκο­λο­κα­τά­νυκτη και μάτια ήρεμα και γεμάτα δάκρυα. «΄Οσον δε πλησιάζει εις αυτόν η χάρις, τόσον τον ημερώνει εις την ψυχήν, και την παρηγορεί δι᾿ εν­θυ­μήσεων των Αγίων Παθών του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και της απείρου του φιλανθρωπίας». Το πώς μπορεί να σχετίζεται η ζωή του  Καυ­σο­κα­λύβη αγίου με τη σύγχρονη «πολιτική», ας το σκεφθεί ο καλό­γνω­μος αναγνώστης κάνοντας τις αναγωγές του.