Πεμπτουσία· Ορθοδοξία-Πολιτισμός-Επιστήμες

Ο φιλόσοφος λόγος των Πατέρων της Εκκλησίας (Δρ. Ιωάννης Ν. Λίλης Λέκτορας Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Ηρακλείου Κρήτης)

21 Απριλίου 2016

Ο φιλόσοφος λόγος των Πατέρων της Εκκλησίας (Δρ. Ιωάννης Ν. Λίλης Λέκτορας Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Ηρακλείου Κρήτης)

[Προηγούμενη δημοσίευση: http://www.pemptousia.gr/2016/04/i-parousia-tis-archeas-ellinikis-filosofias-kata-tous-protous-vizantinous-eones-2/]

Ο Μ. Βασίλειος συνεχίζει στα κείμενα του τη διάκριση ουσίας και ενέργειας που εγκαινίασε ο Μ. Αθανάσιος – οι Πατέρες κινούνται σε μία κοινή γραμμή – και λέγει με απλό τρόπο πως εμείς γνωρίζουμε το Θεό μόνο από τις ενέργειες του και σε καμία περίπτωση από την ουσία του, η οποία παραμένει πάντοτε απρόσιτη˙ οι ενέργειες του Θεού κατεβαίνουν στη γη[17]. Είναι προφανές πως οι Πατέρες της Εκκλησίας χρησιμοποιούν τον όρο ενέργεια, μαζί με άλλους φιλοσοφικούς όρους, για να χτυπήσουν μεγάλες αιρέσεις της εποχής τους και να προβάλλουν τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας, η οποία έχει κέντρο τη θεραπεία και τη σωτηρία των ανθρώπων. Δεν προεκτείνουν το κοσμοείδωλο των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, όπως κάνει ο Πλωτίνος, ούτε ασχολούνται διεξοδικά με την ανάλυση κλασικών κειμένων, αλλά εκφράζουν το περιεχόμενο της Αγίας Γραφής με τη φιλοσοφική ορολογία. Η διάκριση ουσίας και ενέργειας στο Θεό υπάρχει στην Αγία Γραφή, όχι φυσικά με το φιλοσοφικό όρο ενέργεια αλλά με τη συμβολική και παραβολική γλώσσα, γιατί Παλαιά και Καινή Διαθήκη τονίζουν συνεχώς πως κανείς δεν μπορεί να δει το Θεό και να ζήσει, όμως ταυτόχρονα διευκρινίζεται πως ο Θεός είναι πανταχού παρών και κρατάει τον κόσμο στα χέρια Του[18].

vuzantio

Πηγή vizantinonistorika.blogspot.com

Ένα άλλο παράδειγμα για να καταλάβουμε την παρουσία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας μέχρι τον 9ο αιώνα είναι η μετάπλαση από τους Βυζαντινούς των όρων Γενητό και αγένητο. Αυτοί οι όροι χρησιμοποιούνται από τον Πλάτωνα για να χαρακτηρίσουν τον αισθητό και τον νοητό κόσμο. Στα πλατωνικά έργα Φαίδων και Τίμαιος, γενητό είναι ο αισθητός κόσμος, ενώ αγένητο ο νοητός. Και το γενητό και το αγένητο υπάρχουν από πάντα, αλλά το γενητό συνεχώς μεταβάλλεται και αλλάζει μορφή, ενώ το αγένητο, όπως είναι η ψυχή και το θείο, παραμένει αμετάβλητο και δίνει τη μορφή και το σχήμα στο γενητό[19]. Ο Πλάτων αναλύει τους δύο όρους, καθώς περιγράφει τον κόσμο των Ιδεών και λέγει πως οι ψυχές έπεσαν μέσα στα σώματα, τα οποία είναι τάφος της ψυχής, και πρέπει κάποια στιγμή να βγουν από αυτά και να επιστρέψουν στη φωτεινή πατρίδα.

Οι Βυζαντινοί συγγραφείς χρησιμοποιούν τους δύο όρους, αλλά και πάλι με εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο. Γενητό για τους Βυζαντινούς είναι όλη η δημιουργία, την οποία ονομάζουν και κτιστό[20]. Συνεχώς τρέπεται γιατί έχει αρχή[21], και υπάρχει επειδή τη συντηρεί ο Θεός[22]. Αγένητο, το οποίο ονομάζεται και άκτιστο, είναι στα βυζαντινά κείμενα μόνο ο Τριαδικός Θεός, και είναι άτρεπτο, αναλλοίωτο και αυθύπαρκτο[23]. Βέβαια μεταξύ των γενητών – κτισμάτων υπάρχουν διαφορές. Διαφορετικό κτίσμα είναι ο άγγελος, διαφορετικό ο άνθρωπος, διαφορετικό το ζώο, ο ουρανός και η γη, η φωτιά, ο αέρας και το νερό, όμως όλα είναι γενητά, δηλαδή κτίσματα[24].

Δεν υπάρχουν και οι δυο κατηγορίες από πάντα και το γενητό – κτιστό αλλάζει απλώς μορφή, όπως έλεγε ο Πλάτωνας, αλλά το γενητό δημιουργείται εξολοκλήρου από τον άκτιστο Τριαδικό Θεό, ο οποίος είναι ο μόνος που υπάρχει από πάντα. Καταλαβαίνουμε πως για τους Πατέρες της Εκκλησίας α) η ψυχή είναι και αυτή δημιούργημα του αγένητου, δηλαδή άκτιστου, Τριαδικού Θεού και δεν είναι συγγενής με το θείο, όπως την ήθελε ο Πλάτωνας και β) και τα νοητά (νους, ψυχή) είναι γενητά (κτιστά) εκτός βέβαια από τον νοητό Τριαδικό Θεό[25]. Ο Πλάτωνας αναφέρει τους όρους γενητό και αγένητο για να περιγράψει τον κόσμο των Ιδεών, βασικό σημείο της διδασκαλίας του, ενώ οι Πατέρες της Εκκλησίας για να περιγράψουν τη βιβλική αλήθεια πως μόνο δύο πράγματα υπάρχουν, ο Θεός και η δημιουργία, η οποία συνεχώς ζωοποιείται από τον άκτιστο Θεό, στην προσπάθεια τους να απαντήσουν σε μεγάλους αιρετικούς της εποχής τους. Δεν έχουμε τη συνέχιση της φιλοσοφίας του Πλάτωνα στο Βυζάντιο, αλλά τη χρησιμοποίηση της πλατωνικής γλώσσας, εύχρηστης κατά πάντα, για να ντύσουμε τη θεολογική αλήθεια.

                                                                                                                                                                                             [Συνεχίζεται]

 

[17]Μ. Βασιλείου, Ἐπιστολή 234, 1 PG 32, 869 AB : «Ἡμεῖς δε ἐκ τῶν ἐνεργειῶν γνωρίζειν λέγομεν τον Θεόν ἡμῶν, τῇ δε οὐσίᾳ αὐτῇ προσεγγίζειν οὐχ ὑπισχνούμεθα. Αἱ μέν γάρ ἐνέργειαι αὐτοῦ προς ἡμᾶς καταβαίνουσιν, ἡ δε οὐσία αὐτοῦ μένει ἀπρόσιτος»˙ Μ. Βασιλείου, Ἀνατρεπτικὸς 1, 14, PG 29, 544BC : «Ἐκ δὲ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ ἀναγομένους ἡμᾶς, καὶ διὰ τῶν ποιημάτων τὸν ποιητὴν ἐννοοῦντας, τῆς ἀγαθότητος αὐτοῦ καὶ τῆς σοφίας λαμβάνειν τὴν σύνεσιν. Τοῦτο γὰρ ἐστι τὸ γνωστὸν τοῦ Θεοῦ, ὅ πᾶσιν ἀνθρώποις ὁ Θεὸς ἐφανέρωσεν». Για το θέμα βλ. περισσότερες πληροφορίες Γεωργίου Μαρτζέλου, Οὐσία καἰ ἐνέργειαι τοῦ Θεοῦ κατά τόν Μέγαν Βασίλειον. (Συμβολή εἰς τήν ἰστορικοδογματικήν διερεύνησιν τῆς περί Θεοῦ οὐσίας καί ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ διδασκαλίας τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας). Εκδόσεις Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 199, σελ. 98 και εξής.
[18]Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική θεολογία Γ΄, (ανακεφαλαίωση και αγαθοτοπία, έκθεση του οικουμενικού χαρακτήρα της χριστιανικής διδασκαλίας), εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 84, και κυρίως η παραπομπή 24, (όπου υπάρχουν και πολλές αναφορές σε χωρία της Αγίας Γραφής που δείχνουν πως ο Θεός είναι απρόσιτος, όμως ο άνθρωπος μετέχει στη δόξα Του για να ζήσει) και σελ. 104.
[19]Πλάτωνος, Φαίδων, 80b : « …τῷ μεν θείῳ καί ἀθανάτῳ καί νοητῷ καί μονοειδεῖ καί ἀδιαλύτῳ καί ἀεί ὡσαύτως κατά ταυτά ἔχοντι ἐαυτῷ ὁμοιότατον εἶναι ψυχήν, τῷ δε ἀνθρωπίνῳ καί θνητῷ καί πολυειδεῖ καί ἀνοήτῳ καί διαλυτῷ κατά ταυτά ἔχοντι ὁμοιότατον αὖ εἶναι σῶμα». Πλάτωνος, Τίμαιος 52ab : « Τούτων δε οὔτως ἐχόντων ὁμολογητέον ἐν μεν εἶναι τό κατά ταυτά εῖδος ἔχον, ἀγέννητον καί ἀνώλεθρον, οὖτε εἰς ἐαυτό εἰσδεχόμενον ἄλλο ἄλλοθεν οὖτε αὐτό εἰς ἄλλο ποι ιόν, ἀόρατον δε καί ἄλλως ἀναίσθητον, τοῦτο ὅ δη νόησις εἰληχεν ἐπισκοπεῖν˙ τό δ’ ὁμώνυμον ὅμοιον τε ἐκείνῳ δεύτερον, αἰσθητόν, γεννητόν, πεφορημένον ἀεί, γιγνόμενον τε ἐν τινι τόπῳ καί πάλιν ἐκείθεν ἀπολλύμενον, δόξη μετ’ αἰσθήσεως περιληπτόν». 
[20]Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, [B. Kotter, Walter – De Gruyter 1973, t. II (Patristische Texte und Studien 12) 8 123 – 132: « Χρὴ γὰρ εἰδέναι, ὅτι τὸ ἀγένητον διά τοῦ ἐνός Νυ γραφόμενον τὸ ἄκτιστον ἥτοι τὸ μη γενόμενον σημαῖνει, το δε ἀγέννητον διὰ τῶν δύο Νυ γραφόμενον δηλοῖ τὸ μη γεννηθέν».
[21]Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς ο.π. 41 2 – 3 : «Ὥν γαρ ἡ ἀρχή τῆς γενέσεως ἀπὸ τροπῆς ἥρξατο, ἀνάγκη ταῦτα τρεπτὰ εἶναι»˙ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἰωάννου μοναχοῦ πρεσβυτέρου τοῦ Δαμασκηνοῦ κατά Μανιχαίων, [B. Kotter, Walter – De Gruyter 1981, t. IV (Patristische Texte und Studien 22)] 24 24 – 26  : «Τροπὴ γὰρ ἐστὶ τὸ ἐκ τοῦ μὴ ὅντος εἰς τὸ εἶναι ἐλθεῖν. Ὥν δε τὸ εἶναι ἀπό τροπῆς ἥρξατο, τρεπτά πάντως καὶ ἀλλοιωτά»˙ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Κατά Μανιχαίων, ο.π. 68 44 – 46  : « Τὸ ἄναρχον ἄτρεπτον, τροπὴ γἀρ ἐστι τὸ μὴ πρότερον ὅντα ὕστερον γενέσθαι. Ὥν δε τὸ εἶναι ἀπὸ τροπῆς, τρεπτά εὶσι φύσει˙ ὥν δε εἶναι οὐκ ἀπὸ τροπὴς ἥρξατο, ἀλλ’ ἄναρχον, ἄτρεπτα φύσει».
[22]Μ. Ἀθανασίου, Κατά Ἀρειανῶν 1, 20 PG 26, 53A : «Τὰ μὲν γὰρ ἄλλα οἶα ἐστί τὰ γενητὰ οὑδέν ὄμοιον κατ’ οὑσίαν ἔχει πρὸς τὸν πεποιηκότα˙ ἀλλ’ ἔξωθεν αὐτοῦ ἐστι χάριτι καὶ βουλήση αὐτοῦ τῷ Λόγω γινόμενα, ὥστε πάλιν δύνασθαι παύεσθαί ποτε, εἰ θελήσειεν ὁ ποιήσας˙ ταύτης γὰρ ἐστι φύσεως τὰ γενητά»˙ Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Εὶς τὸ Κατά Ἱωάννην Εύαγγέλιον 1 PG 73, 88B : «Ἐπειδὴ δε τὸ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εὶς τὸ εἶναι παρενεχθέν ἀνάγκη καὶ φθείρεσθαι, καὶ τὴν ἀρχῆν ὅλως ἔχον εἰς τέλος ἐπείγεται (μόνη γὰρ τῇ θεία κατά πάντα ὑπερκειμένη φύσει τὸ μήτε ἀπὸ ἀρχῆς ἧρχθαί τινος, καὶ ἀτελευτήτως εἶναι πρέπει). σοφίζεται τρόπον τινά τὴν ἐν τοῖς πεποιημένοις ἀσθένειαν ὀ δημιουργὸς, καὶ μηχανᾶται πὼς ἐκ τέχνης αὐτοῖς τὸ αΐδιον».
[23]Γρηγορίου Νύσσης, Περί κατασκευῆς ἀνθρώπου, PG 44, 184C : «Συνομολογεῖται γὰρ παντῇ τε καὶ πάντως τὴν μεν ἄκτιστον φύσιν καὶ ἄτρεπτον εἶναι καὶ ἀεί ὡσαύτως ἔχειν, τὴν δε κτιστήν ἀδύνατον ἄνευ ἄλλοιώσεως συστῆναι. Αὐτή γὰρ ἠ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι πάροδος κίνησις τι ἐστὶ καὶ ἀλλοίωσις τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι κατά τὸ θεῖον βούλημα μεθισταμένου»
[24]Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Διαλεκτικά, [B. Kotter, Walter – De Gruyter 1969, t. I (Patristische Texte und Studien 7)] α΄ Περὶ οὐσίας φύσεως καὶ μορφῆς 12 – 16 : «Πολλά δε εἰσι τὰ κτίσματα καὶ πολλήν ἔχουσι πρὸς ἄλλήλα τη διαφορὰν˙ ἄλλο γὰρ κτίσμα ὁ ἄγγελος καὶ ἄλλο ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἕτερον βοῦς καὶ ἄλλο κύων, καὶ ἕτερον οὐρανὸς καὶ ἄλλο γῆ, καὶ ἕτερον πῦρ καὶ ἄλλο ἀὴρ καὶ ἕτερον ὕδωρ˙ καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν πολλὰ εἴδη εἰσὶν ἐν τοῖς κτίσμασιν».
[25]Σχετικά με το θέμα βλ. Βασιλείου Ν. Τατάκη, Η βυζαντινή φιλοσοφία (σε μετάφραση από τη γαλλική έκδοση Εύας Καλπουρτζή με εποπτεία και βιβλιογραφική ενημέρωση Λίνου Μπενάκη) από την Εταιρεία Σπουδών νεοελληνικού πολιτισμού και γενικής παιδείας Αθήνα 1977, σελ. 119˙ Νίκου Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Γ΄, εκδ. Π. Πουρναρά Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 103 και εξής˙ Θεολογία, κτισιολογία, εκκλησιολογία κατά τον Μέγαν Αθανάσιο. Σημεία πατερικής και οικουμενικής θεολογίας. Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 176, 202, 205, 217 220˙ Ορθοδοξία και αίρεση στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς του δ΄, ε΄, στ΄ αιώνα, εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 271˙ Γεωργίου Μαρτζέλου, Οὐσία καὶ ἐνέργειαι τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν Μέγαν Βασίλειον. (Συμβολή εἰς τὴν ἰστορικοδογματικήν διερεύνησιν τῆς περὶ οὐσίας καὶ ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ διδασκαλίας τῆς ὁρθοδόξου ἐκκλησίας). Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 59, 69, 82, 94, 115, 164˙ Η θεοπτία του Ησαία κατά την ορθόδοξη παράδοση, δημοσιευμένο στο Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός. Μελετήματα δογματικής θεολογίας τόμος Α΄, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 45˙ G. Florovsky, The Concept of Creation in Saint Athanasius, στο Studia Patristica 2 (1962), σελ. 56 ε.˙ The Idea of Creation in Christian Philosophy, στο Eastern Churches Quartely 8 (1949), σελ. 58 ε.˙ Ιωάννου Πλεξίδα, Πρόσωπο και φύση. Προβληματισμοί γύρω από την έννοια του προσώπου στη σκέψη του Ιωάννη Δαμασκηνού. Εκδόσεις Νησίδες, 2001, σελ. 54 ε.