Πεμπτουσία· Ορθοδοξία-Πολιτισμός-Επιστήμες

Ο φύλακας του Κάστρου

21 Απριλίου 2016

Ο φύλακας του Κάστρου

11_mesa

Papadiamantis_exΤαράτσα ήταν ένα ψηλό σημείο που προεξείχε πάνω από τη σιδερένια πύλη, κτισμένο με τις πολεμίστρες αλλά και με την απαραίτητη ζεματίστρα, δηλαδή εκείνη τη μικρή τρύπα πάνω από την πύλη· αυτό ήταν και το τελευταίο όπλο των κατοίκων εναντίον όποιου είχε καταφέρει να ζυγώσει τόσο απειλητικά κοντά στην πύλη και επιχειρούσε να την παραβιάσει. Από κει του έριχναν ζεματιστό νερό ή ζεματιστό λάδι. Κιόσκι ήταν το μικρό περίπτερο, όπου μαζεύονταν και συνεδρίαζαν, ή απλώς περνούσαν την ώρα τους, οι F36προεστοί, με το μακρύ τσιμπούκι τους, φορώντας τις στολές τους με τα στολισμένα μανίκια και τις κεντητές ζώνες.

Και για τρίτη φορά φώναξε:

-Ε! πορτάρη! ε! σεις προεστοί!

Αυτή τη φορά ακούστηκε βραχνό το βαρύ και οξύ τρίξιμο των σιδερένιων μοχλών της πύλης. Αλλά, κατά περίεργο τρόπο η πύλη συνέχιζε να παραμένει κλειστή, σαν να μετάνιωσε εκείνος που επρόκειτο να την ανοίξει. Συγχρόνως ακούσθηκε μια φωνή από ψηλά, πάνω από την πύλη:

F37– Ε, συ! Πώς βιάζεσαι τόσο, τσόμπανε; έχε υπομονή, να κατεβάσουμε το γεφύρι. Ή μήπως θέλεις να σ΄ ανεβάσω και σένα με το σχοινί, όπως ανέβασα τον παραγιό σου την αυγή;

– Τον ανέβασες με το σχοινί; είπε αυθόρμητα ο βοσκός.

– Έφερε το γάλα του κυρ Αναγνώστη, του προεστού κι ο κυρ Αναγνώστης το θέλει φρέσκο, κατάλαβες. Εγώ έριξα το σχοινί, για να βάλει την καρδάρα στον γάντζο να την τραβήξω κι η αφεντιά του δέθηκε ο ίδιος, χωρίς να μου το πει. Σαν βαρύ το γάλα, είπα, σαν άρχισα να τραβώ το σχοινί. Σαν το ανέβασα ως τα μισά, βλέπω τη μούρη του παραγιού σου και με κοίταζε και γελούσε σαν μαϊμού. Είπα να του παίξω καμιά δουλειά, ν΄ αφήσω το σχοινί, που να του φανεί ο ουρανός σφοντύλι… να σου τον φτιάσω εγώ κοπανιστή… Μα ας έχει χάρη·  λυπήθηκα το γάλα του κυρ Αναγνώστη, ειδεμή, ένα τσομπανόπουλο  λιγότερο, ένα περισσότερο, δε θα χαλάσει, κατάλαβες, η Πόλη.

F38– Δε με μέλει εμένα γι΄ αυτά, του φώναξε απ΄ αντίκρυ ο βοσκός, που είχε αρχίσει να δυσφορεί με την πολυλογία του φύλακα, ο οποίος, αόρατος πίσω από τον τοίχο, βλέποντας όμως τον βοσκό πίσω από την πολεμίστρα, ευχαριστιόταν να τον πειράζει, καπνίζοντας το κοντό τσιμπούκι του. Είχε φαίνεται αξιώσεις να γίνει δημογέροντας κι έτρεφε περιφρόνηση για το γένος των βοσκών.

– Και για ποια πράγματα σε μέλει εσένα; απάντησε ο φύλακας, μιμούμενος τη φωνή του τσοπάνη.

– Άκουσε να σου πω! Πού είσαι; έκραξε εκείνος ανυπόμονος. Τρέχα να πεις στους προεστούς, το καλό που σας θέλω! Να μην κατεβάσετε το γεφύρι! Το καλό που σας θέλω! Ακούς;

F39– Να μην κατεβάσουμε το γεφύρι; επανέλαβε μηχανικά ο φύλακας πίσω από την πολεμίστρα.

– Να μην το κατεβάσετε! φώναξε με μεγαλύτερη ένταση ο βοσκός.

– Και γιατί; Εσύ θα μας προστάξεις; Μήπως ονειρεύτηκες τίποτε;

Και ήταν έτοιμος, όπως προηγουμένως καθυστερούσε ν΄ ανοίξει την πύλη του φρουρίου, απλώς για να βασανίσει τον βοσκό, επειδή νόμισε ότι ήθελε να μπει στο Κάστρο για δική του δουλειά, έτσι τώρα ν΄ ανοίξει την πύλη και να κατεβάσει με τη βοήθεια του μοχλού τη γέφυρα μια ώρα αρχύτερα, σε πείσμα του βοσκού, που του έλεγε να την κρατήσει υψωμένη. Ο μπαρμπα-Δήμος, έτσι ονομαζόταν ο φρουρός, ήταν η παραξενιά κι η αντιλογία προσωποποιημένη.

Άκουσε την αφήγηση της ιστορίας

%ftoxos__agios11%