Πεμπτουσία· Ορθοδοξία-Πολιτισμός-Επιστήμες

Η Οικουμενική Σύνοδος όπου η Παρθένος Μαρία ομολογείται Θεοτόκος (Θεώνη Μαρίνου – Μπούρα, Θεολόγος, ΜΑ Θεολογίας)

12 Αυγούστου 2016

Η Οικουμενική Σύνοδος όπου η Παρθένος Μαρία ομολογείται Θεοτόκος (Θεώνη Μαρίνου – Μπούρα, Θεολόγος, ΜΑ Θεολογίας)

[Προηγούμενη δημοσίευση: http://bitly.com/2aVf6mD]

Ο Σωκράτης Σχολαστικός, γεννημένος μεταξύ 380-385μ.Χ., ιστοριογράφος που αποτελεί την αξιοπιστότερη πηγή για τα εκκλησιαστικά (Παπαδοπούλου, Στ., Πατρολογία Γ, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2010, σ. 610), ομολογούσε την ένωση των δύο φύσεων του Χριστού και το ένα πρόσωπο κι αυτό οδήγησε τους «παλαιούς» να ονομάζουν τη Μαρία Θεοτόκο. (Εκκλησιαστική ιστορία Ζ, 32. Hansen 381. PG 67, 812A). Διαπιστώνουμε ότι ο ιστοριογράφος Σωκράτης Σχολαστικός, προφανώς εντρυφώντας στα εκκλησιαστικά, κατέληξε στη σύνδεση του όρου «Θεοτόκος» με τη Χριστολογία και συγκεκριμένα με την ενότητα του προσώπου του Χριστού, που απαντάται ήδη στον Ειρηναίο.

13936982_1762171824021052_608514713_n_12

Συνοδικά ο όρος Θεοτόκος πρωτοαπαντάται στη Σύνοδο της Αντιόχειας το 324 ή αρχές του 325, η οποία συγκλήθηκε λόγω της κακοδοξίας του Αρείου παρά την καταδίκη του σε αλεξανδρινή σύνοδο το 320. Πρόεδρος της Συνόδου της Αντιοχείας ήταν ο νεοεκλεγέντας επίσκοπος Ευστάθιος και με ευθύνη του συνέταξε και απέστειλε σε επισκόπους «Επιστολήν εγκύκλιον», όπου μεταξύ άλλων ονομάζει τη Μαρία Θεοτόκο. Η επιστολή συντάχθηκε από τον Ευστάθιο, απηχεί όμως και τη δεύτερη Επιστολή του Αλεξάνδρου Αλεξανδρείας γραμμένη το 322 ή το 324 με την άμεση θεολογική ευθύνη του Μ. Αθανασίου, όπως υποστηρίζει  ο αείμνηστος Στυλιανός Παπαδόπουλος (Παπαδοπούλου, Στ., Πατρολογία Β, Παρουσία, Αθήνα 1990, σ. 89).

Στο ομολογιακό κείμενο  ” Έκθεση Πίστεως των διαλλαγών“’ή ορθότερα κατά τον Στυλιανό Παπαδόπουλο (Παπαδοπούλου, Στ., Πατρολογία Γ, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2010, σ. 387), ” Έκθεση Πίστεως περί της ενανθρωπήσεως” (Πάσχα 433), που έγινε  ο επίσημος δογματικός “όρος” τῆς Γ´ Οικουμενικής Συνόδου,  η Παρθένος Μαρία, ομολογείται Θεοτόκος λόγω της σάρκωσης και ενανθρώπησης του Λόγου εξ αυτής της συλλήψεως. ( “κατά ταύτην τήν τῆς ἀσυγχύτου ἑνώσεως ἔννοιαν ὁμολογῦμεν τήν ἁγίαν Παρθένον Θεοτόκον, διά τό τόν Θεόν Λόγον σαρκωθῆναι καί ἐνανθρωπῆσαι καί ἐξ αὐτῆς τῆς συλλήψεως ἑνῶσαι ἑαυτῷ τόν ἐξ αὐτῆς ληφθέντα ναόν “, PG 77, 172CD-173A). Ο Βασίλειος Τσίγκος καταλήγει πως η μελέτη των πηγών και η σύγχρονη επιστημονική έρευνα οδηγούν στό συμπέρασμα πως η συμβολή του αγίου Κυρίλλου υπήρξε πρωταγωνιστική και καθοριστική στην ανάδειξη καί προβολή του όρου “Θεοτόκος” ο οποίος καθίσταται ο δογματικός όρος της Γ´ Οικουμενικής Συνόδου (Τσίγκου, Βασιλείου, Η διαμόρφωση του όρου «Θεοτόκος» κατά τη διάρκεια των Οικουμενικών Συνόδων και η χριστολογική και σωτηριολογική σημασία του, http://www.apostoliki-diakonia.gr/gr_main/catehism/theologia_zoi/themata.asp?contents=selides_katixisis/contents_mitir.asp&main=katixisi&file=8/8.1.htm ).

Το Νοέμβριο του 448 σε ενδημούσα σύνοδο που συγκάλεσε στην Κωνσταντινούπολη ο Φλαβιανός, διακηρύχτηκε ομόφωνη αφοσίωση στις Συνόδους Νικαίας (325) κι Εφέσου (431), στη Β Επιστολή του Κυρίλλου προς Νεστόριο και στην Έκθεση πίστεως των διαλλαγών. Στα κείμενα της ενδημούσας συνόδου εμπεριέχονται δηλώσεις για την ασύγχυτη και άτρεπτη ένωση των δύο φύσεων από τη στιγμή της συλλήψεως, την καθ’ υπόστασιν ένωση και τον όρο Θεοτόκος (Παπαδοπούλου, Στ., Πατρολογία Γ, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2010, σ. 616).

Στον όρο πίστεως στη Δ Οικουμενική Σύνοδο στη Χαλκηδόνα αναφέρεται: “Ἑπόμενοι τοίνυν τοῦς ἁγίοις Πατράσιν, ἕνα καί τόν αὐτόν ὁμολογεῖν Υἱόν τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν συμφώνως ἅπαντες ἐκδιδάσκομεν, τέλειον τόν αὐτόν ἐν θεότητι καί τέλειον τόν αὐτόν ἐν ἀνθρωπότητι, Θεόν ἀληθῶς καί ἄνθρωπον ἀληθῶς τόν αὐτόν ἐκ ψυχῆς λογικῆς καί σώματος, ὁμοούσιον τῷ πατρί κατά τήν θεότητα, καί ὁμοούσιον ἡμῖν τόν αὐτόν κατά τήν ἀνθρωπότητα, κατά πάντα ὅμοιον ἡμῖν χωρίς ἁμαρτίας· πρό αἰώνων μέν ἐκ τοῦ Πατρός, γεννηθέντα κατά τήν θεότητα, ἐπ’ ἐσχάτων δέ τῶν ἡμερῶν τόν αὐτόν δι’ ἡμᾶς καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν ἐκ Μαρίας τῆς Παρθένου τῆς Θεοτόκου κατά τήν ἀνθρωπότητα, ἕνα καί τόν αὐτόν Χριστόν, Υἱόν, Κύριον Μονογενῆ, ἐν δύο φύσεσιν ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, αδιαιρέτως, ἀχωρίστως γνωριζόμενον, οὐδαμοῦ τῆς τῶν φύσεων διαφορᾶς ἀνῃρημένης διά τήν ἔνωσιν, σωζομένης δέ μᾶλλον τῆς ἰδιότητος ἑκατέρας φύσεως καί εἰς ἕν πρόσωπον καί μίαν ὑπόστασιν συντρεχούσης, οὐκ εἰς δύο πρόσωπα μεριζόμενον ἤ διαιρούμενον, ἀλλ’ ἕνα καί τόν αὐτόν υἱόν Μονογενῆ, Θεόν, Λόγον, Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καθάπερ ἄνωθεν οἱ προφῆται περί αὐτοῦ καί αὐτός ἡμᾶς ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἐξεπαίδευσε καί τό τῶν Πατέρων ἡμῖν παραδέδωκε Σύμβολον ” .

[Συνεχίζεται]