Πεμπτουσία· Ορθοδοξία-Πολιτισμός-Επιστήμες

Οι φιλοσοφικοί όροι και η χρήση τους στην έκφραση του χριστιανικού δόγματος (Δρ. Ιωάννης Ν. Λίλης Λέκτορας Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Ηρακλείου Κρήτης)

3 Σεπτεμβρίου 2016

Οι φιλοσοφικοί όροι και η χρήση τους στην έκφραση του χριστιανικού δόγματος (Δρ. Ιωάννης Ν. Λίλης Λέκτορας Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Ηρακλείου Κρήτης)

[Προηγούμενη δημοσίευση: http://bitly.com/2c2R4Xi]

Σε αυτό το πλαίσιο και ο κάθε κληρικός της χριστιανικής Εκκλησίας μπορούσε να χρησιμοποιεί τους αρχαίους φιλοσοφικούς όρους όπως ήθελε, εφόσον δεν υπήρχαν πλέον οι φιλοσοφικές σχολές που τους  γέννησαν. Να μην τους χρησιμοποιήσει δεν γίνονταν, καθώς οι πόλεις της αχανέστατης βυζαντινής αυτοκρατορίας είχαν ως πρώτιστο συνεκτικό άξονα την ελληνική γλώσσα, η οποία δεν μπορούσε ποτέ να χωρίσει από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία (οι όροι «ἀγέννητον», «γεννητὸν», «ἐνέργεια», «βούληση» συνδέονταν άμεσα με συγκεκριμένες διδασκαλίες φιλοσοφικών σχολών που ζούσαν στην αχανέστατη αυτοκρατορία μέσω διαφορών δασκάλων φιλοσόφων).

φδγ12

Συνεπώς ήταν πολύ εύκολο οι φιλοσοφικοί όροι, έξω πλέον από τις φιλοσοφικές σχολές και πολύ μακρυά χρονικά από την αρχαία Αθήνα, να χρησιμοποιηθούν αυθαίρετα από μη φιλοσοφικούς χώρους, όπως η χριστιανική εκκλησία – οι αιρετικοί ήταν κληρικοί της εκκλησίας – και σε αυτό το πλαίσιο να αλλοιώσουν επικίνδυνα το αγιογραφικό περιεχόμενο του χριστιανικού δόγματος. Αυτονοήτως και η επίσημη Εκκλησία ήταν υποχρεωμένη να χρησιμοποιήσει τους ίδιους φιλοσοφικούς όρους για να εκφράσει ορθώς το χριστιανικό δόγμα, απαντώντας στους αιρετικούς, όχι μόνο γιατί τους είχαν χρησιμοποιήσει οι αιρετικοί, αλλά και γιατί η ελληνική γλώσσα ήταν, όπως ήδη αναφέραμε, ο ένας εκ των δύο απαραίτητων συνεκτικών και ενοποιητικών κρίκων της αυτοκρατορίας. Αν ο Μέγας Αλέξανδρος δεν είχε ωθήσει τον ελληνισμό εκτών των στενών ορίων των πόλεων – κρατών της κλασικής αρχαιότητος, το χριστιανικό δόγμα από τον 325 μ.Χ. και εξής, δεν θα είχε χρησιμοποιήσει τους αρχαίους φιλοσοφικούς όρους ως μέσον για την επαρκέστερη διατύπωση της διδασκαλίας του.

Ο ακριβής συνειρμός μεταξύ αρχαίων αθηναϊκών «τειχών» της κλασικής αρχαιότητος και ελληνόφωνου χριστιανισμού της βυζαντινής αυτοκρατορίας με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε με επάρκεια τη χρήση της φιλοσοφίας σε όλες τις περιόδους της βυζαντινής περιόδου, και στις δόξες της και λίγο πριν την πτώση της. Ο αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, κατηγορεί τους αντιησυχαστές Βαρλαάμ, Ακίνδυνο και Γρηγορά πως δεν προβαίνουν στη διάκριση μεταξύ «οὐσίας» και «ἐνέργειας» στον Τριαδικό Θεό, με αποτέλεσμα να μην παρουσιάζουν τον βιβλικό Θεό δημιουργό, που «ἐνεργεῖ» δημιουργώντας τον κόσμο, παρά μόνο έναν Θεό ως αποτέλεσμα νοητικών συλλογισμών, χωρίς να δικαιολογείται η «ἐνεργητικὴ» του σχέση με τον δημιουργημένο κόσμο. Πρέπει όμως να ομολογήσουμε πως εκείνη την ώρα, του 14ου αιώνα, ο Αριστοτέλης θα συμφωνούσε περισσότερο με τον Βαρλαάμ και λιγότερο με τον αγ. Γρηγόριο τον Παλαμά, καθώς η αριστοτελική «οὐσία» δεν έχει το περιεχόμενο της «ἀκτίστης οὐσίας» που απέδωσε τον 4ο αιώνα μ.Χ. η βυζαντινή θεολογία για τον Τριαδικό Θεό, αλλά μόνο της «κτιστῆς οὐσίας» (αν θα μπορούσαμε να κάνουμε μία τέτοια αναχρονιστική σύγκριση) που έδωσε η ρωμαιοκαθολική θεολογία όταν συνάντησε τον Αριστοτέλη – συγκεκριμένα όταν ο Θωμάς ο Ακινάτης εισήγαγε τον Αριστοτέλη στο δυτικό χριστιανικό δόγμα – καθώς για τον Αριστοτέλη μόνο οι «κτιστὲς οὐσίες» υπάρχουν, και στην «μορφή» των «δευτέρων οὐσιῶν», που τώρα δεν τις βλέπουμε μπροστά μας, αλλά και στη «μορφή» των «πρώτων οὐσιῶν», όπως τις βλέπουμε στον παρόντα κόσμο˙ όμως και οι δύο είναι κτιστές.

[Συνεχίζεται]