Πεμπτουσία· Ορθοδοξία-Πολιτισμός-Επιστήμες

Η ωριμότητα του Σελήμ απέναντι στην εκδήλωση της ασπλαχνίας των γονιών του (Ηρακλής Ψάλτης, φιλόλογος)

20 Οκτωβρίου 2016

Η ωριμότητα του Σελήμ απέναντι στην εκδήλωση της ασπλαχνίας των γονιών του (Ηρακλής Ψάλτης, φιλόλογος)

[Προηγούμενη δημοσίευση: http://bit.ly/2dGOESE]

Εγωισμός εκδηλώνεται. Ο πατέρας του Σελήμ είναι εγωιστής. Αγαπά τον μεγάλο του γιό, τον Χασάν, ο οποίος του μοιάζει, αγαπά δηλ. μια νεότερη «εκδοχή» του εαυτού του[547]. Απορρίπτει ό,τι δεν αποτελεί πιστό «αντίγραφό» του· γι΄αυτό δεν θα διστάσει λίγο αργότερα να καταγγείλει και αυτόν, τον αγαπημένο του γιο, για λιποταξία, γιατί δεν διαθέτει την δική του γενναιότητα. Ζητά να τιμωρηθεί και ο γενναίος Σελήμ, μετά από την επιστροφή του από τα πεδία των μαχών, γιατί παρανόμως αντικατέστησε τον μεγαλύτερο αδελφό του και «προστάτευσε» λιπόστρατο[548]. Ο εγωισμός τον «τυφλώνει» και δεν του επιτρέπει να προσφέρει αγάπη στα παιδιά του.
Η ασωτία συναντάται. Ο πατέρας του Σελήμ ζει χωρίς ηθικούς φραγμούς μετά τον θάνατο του γιού του. Γίνεται μέθυσος, έκλυτος, φιλήδονος και αδιάφορος για οτιδήποτε άλλο[549]. Η σχέση του με τον γιό του, τον Σελήμ, θυμίζει σ’ ένα χριστιανό αναγνώστη την παραβολή του άσωτου υιού (Λουκ. 15, 11-24), αλλά ανεστραμμένη, αφού οι (ανεστραμμένες) αναλογίες είναι πολλές. Ο γιός, ο Σελήμ, είναι καλός, φεύγει, στρατεύεται, για να μην εκτεθεί η οικογένειά του και ιδίως ο πατέρας του, τον οποίο υπεραγαπά, αλλά η αγάπη του αυτή δεν έχει ανταπόκριση. Επιστρέφει από τα πεδία των μαχών, στα οποία διακρίνεται και αντί για το καλωσόρισμα και το γεύμα του «μόσχου του σιτευτού» τον περιμένει η απόρριψη και η φυλάκιση λόγω της καταγγελίας τού πατέρα του.

orimotitaΗ βία πολύμορφη. Εκδηλώνεται και ως ψυχολογική αλλά και -στην «ακραία» έκφρασή της- ως πόλεμος. Τόσο η μητέρα όσο και ο πατέρας τού ασκούν ψυχολογική βία, η πρώτη για να μείνει κοντά της -κτητική η αγάπη της[550]- και ο δεύτερος για να του προσφέρει την πολυπόθητη αγάπη του[551]. Ο πόλεμος παρουσιάζεται τόσο ως πρόβλημα ενδο-στρατιωτικό, στις σχέσεις δηλαδή που αναπτύσσονται μεταξύ στρατιωτών και αξιωματικών στο στράτευμα[552], όσο και ως κοινωνικό, αφού αποθηριώνει τον άνθρωπο και η ανθρώπινη ζωή δεν έχει καμία αξία στη διάρκειά του[553].
Η κλοπή διαπράττεται. Σ΄ αυτήν την περίπτωση παίρνει τη μορφή του σφετερισμού των στρατιωτικών διακρίσεων. Ο λιποτάκτης χιλίαρχος προβιβάζεται τρεις βαθμούς, επειδή ήταν συγγενής μιας ευνοούμενης του Σερασκέρη, ενώ ο πραγματικός ήρωας που με κίνδυνο της ζωής του έσωσε την τουρκική σημαία, ο Σελήμ, υποβιβάζεται και στέλνεται σε απόσπασμα για χειρωνακτικές εργασίες[554]. Η αναξιοκρατία θριαμβεύει.
Το ψέμα αξιοποιείται. Η νεότερη γυναίκα τού πατέρα του συκοφαντεί τον Σελήμ σ΄αυτόν, ότι ο μικρότερος παρέσυρε τον μεγάλο, τον Χασάν, σ΄ αυτήν την επιλογή, τη λιποταξία, για να πληγώσει την φιλοτιμία του[555]. Και ο Σελήμ στην προσπάθειά του να προστατεύσει την υπόληψη της οικογένειάς του και την τιμή του μεγαλύτερου αδελφού του προσέρχεται στο στρατιωτικό συμβούλιο και δίνει ψευδή προφορική ομολογία, γιατί ο πραγματικός λόγος της μη στράτευσης του Χασάν ήταν η απροθυμία, η άρνησή του να συμμετέχει στον πόλεμο[556].
Η ομοφυλοφιλία αιωρείται. Ο πρώτος γιος, ο Χασάν, φαίνεται να έχει μια «ιδιαίτερη» σχέση με έναν πλούσιο νέο, όπως αφήνει να διαφανεί ο δούλος του[557].
Μαζί λιποτακτούν και καταφεύγουν στα βουνά, καταδιώκονται από αιμοβόρους χωροφύλακες, αντιστέκονται και ενώ ο σύντροφός του διαφεύγει, ο ίδιος τραυματίζεται θανάσιμα.
Η σωτηρία αναζητείται στην αγάπη, τη «συνεννόηση» των ψυχών, την εξομολόγηση, τη γνωριμία του Άλλου, τον σεβασμό στους γονείς, τη μόρφωση, την εργατικότητα και τη φυγή/επαφή με τη φύση.
Η αγάπη προσφέρεται. Ο ήρωας, ο Σελήμ, την εισπράττει από την μητέρα του, τον μεγάλο του αδελφό, τον Χασάν, τον Σακήρμπαμπα, τον γέρο υπηρέτη τους, τη Μελέικα, τη σύζυγό του και απελεύθερη της μητέρα του, τους Ρώσους, την Παυλόφσκα, τον Φράγκο γιατρό και τον αφηγητή. Η αγάπη αυτή τον βοηθά να επιβιώνει, να στέκεται όρθιος στις δυσκολίες, να προσεγγίζει «αντικειμενικότερα» την πραγματικότητα, να είναι αισιόδοξος για ένα καλύτερο αύριο. Επίσης, αγάπη προσφέρουν και εισπράττουν η μητέρα του Σελήμ, η αγορασμένη σκλάβα της, η Μελέικα, η οποία και απελευθερώνεται, ο Σακήρμπαμπας και η Παυλόφσκα. Και ο ίδιος ο αφηγητής μοιράζει εξίσου την αγάπη ή τη συμπάθειά του σε Έλληνες και Τούρκους[558]. Η σημασία της αγάπης για τη ζωή και τη σωτηρία του ανθρώπου σύμφωνα με τον Μάξιμο τον Ομολογητή είναι τεράστια : Αὕτη ἐστὶν ἡ θύρα, δι᾿ ἧς ὁ εἰσερχόμενος, εἰς τὰ Ἅγια γίνεται τῶν ἁγίων, καὶ τοῦ ἀπροσίτου κάλλους τῆς ἁγίας καὶ βασιλικῆς Τριάδος καθίσταται ἄξιος θεατὴς γενέσθαι[559].

(συνεχίζεται)

 

[547] Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.216: «καὶ πρὸ πάντων προσπαθοῦσα νὰ εἶμαι τὸ ἕνα με τὸν μεγάλο μας ἀδελφό, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχεν ὁ γέρος πολλὴν ἀδυναμίαν. Τὸν ἔμοιαζεν ὡς τὴν τρίχα τὸν πατέρα μας, μὰ ἦταν πολὺ μαλακός, πολὺ καλόκαρδος νέος».
[548] Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.231: «-Ἐδῶ καὶ τόσα χρόνια, εἶπεν ὁ κριτής, ἐκκρίθης καὶ κατεδικάσθης, διότι ἔκρυψες ἕνα λιπόστρατον καὶ ἐγέλασες τὸν Βασιλέα. Λιπόστρατος ἦταν ὁ ἀδελφός σου, μηνυτὴς ὁ ἴδιος ὁ πατέρας σου. Θὰ καθήσης ἕνα χρόνο φυλακή. Διότι ὁ ἴδιος ὁ πατέρας σου ξανανέωσε τὴν κρίσι σου πάλιν».
[549] Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σσ.228-229: «Μήτε τὰ κτήματά τους ξεύρει, μήτε τὸ σπίτι του πονεῖ, μόνον κάθεται ἀπ᾿ τὸ πρωὶ ὡς τὰ μεσάνυχτα μὲ τὴν μποτίλια τοῦ ῥακιοῦ μπροστά του, κάθεται σὰν τόπακας μέσ᾿ στὸ χαρέμι.(…)Νὰ εἶσαι ἀπὸ ποὔποτε νὰ τὸν ἰδῆς μέσ᾿ στὸ χαρέμι τώρα, γέρον ἄνθρωπο μὲ γένεια σὰν τὸ χιόνι, νὰ κάθεται νὰ «σεριανίζῃ» πὼς χορεύουνε γυμνὲς ἐμπρός του οἱ σκλάβες ποὺ τοῦ ἔφερεν ἐκείνη, νὰ καταδέχεται νὰ τὸν φιλοῦν καὶ τὸν χαϊδεύουν, καὶ νὰ τοῦ λέγουν τὰ τραγούδια ποὺ τοὺς ἔμαθεν ἐκείνη, μόνον καὶ μόνον γιὰ νὰ τὸν κάμνῃ ἔκδοτο εἰς τὸ πιοτὸ καὶ τὲς ἀκολασίες».
[550] Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.214: «-Tό βλέπω πὼς δὲν μ᾿ ἀγαπᾷς ἐμένα, μὲ εἶπεν ἡ μητέρα μου μίαν ἡμέραν, ἐνῷ ἐχάιδευε τὰ μαλλιά μου. Καϋμένο παιδί! Δὲν τὸ ξεύρεις πὼς ὁ πατέρας ἔχει τώρα καὶ ἄλλην γυναῖκα, πῶς ἐμᾶς δὲν θέλει πιὰ νὰ μᾶς γνωρίζει! Ἂν πᾷς κ᾿ ἐσὺ μαζί του, ἐγὼ θ᾿ ἀποθάνω! Τὸ ξεύρεις;».
[551] Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.215: «Πρῶτα πρῶτα ἔτρεξα νὰ ἀγκαλιασθῶ τὸν πατέρα μου. Τώρα πλέον δὲν θὰ μὲ περιπαίζῃ. Τώρα θὰ τὸν ἀρέσω. Ὅσην χαρὰ ἄλλην τόσην λύπην ἐπῆρα, ὅταν μὲ εἶδε κ᾿ ἐξύνισε τὸ αὐστηρό του πρόσωπο, καὶ εἶπε πὼς δὲν ἠξεύρω νὰ περπατῶ σὰν ἀγόρι!».
[552] Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σσ.221-223.
[553] Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σσ.235-236.
[554] Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.222: «Ὅταν ἐθεραπεύθη ἡ πληγή μου κ᾿ ἐβγήκα ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο, βλέπω τὸν κίτρινο χιλίαρχο τὸν λιποτάκτη – ποὺ νὰ τὸν γνωρίσω! Τὸν ἐπροβίβασεν ὁ Σερασκέρης τρεῖς βαθμοὺς καὶ τὸν ἐκρέμασαν ἕνα τρανὸ παράσημο, διότι ἔσωσε τὴν σημαία μέσ᾿ ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν! Μόλις μ᾿ ἀνεγνώρισε, μὲ γνεύει νὰ τὸν πλησιάσω.- Σήμερα, εἶπε, πηγαίνει ἓν᾿ ἀπόσπασμα εἰς τὸ Βαλκάνι νὰ κτίση ὀχυρώματα. Θὰ πᾷς καὶ σὺ μαζὶ νὰ σκάφτης καὶ νὰ κουβαλᾷς χῶμα! Ἄιντε νὰ μὴ σὲ ἰδοῦν τὰ μάτια μου ἄλλη φορὰ δῶ πέρα. Αὐτὴ ἦτον ἡ ἀνταμοιβὴ καὶ τὸ παράσημό μου!»
[555] Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.229.
[556] Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.219: «¨Ἐπειδὴ ὁ μεγαλείτερός μου ἀδελφὸς εἶναι ἀπαραίτητος εἰς τὴν οἰκογένειάν μας, ἔρχομ᾿ ἐγὼ νὰ τὸν ἀντικαταστήσω κατὰ τὸ δικαίωμα τὸ ὁποῖον μὲ δίδει ὁ νόμος καὶ ἡ συνήθεια τοῦ τόπου¨».
[557] Γ.Μ. Βιζυηνός, όπ. παρ., σ.228: «- Ὁ ἀδελφός μου ψὲς τὸ βράδυ ἦταν μὲ τὸν ἀφέντη σου, τοῦ λέγω. Ξέρεις ποῦ εἶναι τώρα; -Πάλε μ᾿ ἐκεῖνον εἶναι, ἀπήντησεν αὐτὸς κ᾿ ἔκλεισε πονηρὰ τὸ μάτι.
-Μὰ ποῦ εἶναι; Στὸ κονάκι σας; -Θεὸς φυλάξοι! λέγει αὐτός, τέτοια φτερουγιασμένα πουλιὰ μέσ᾿ στὸ κλουβὶ τί θέλουν;».
[558] Α. Σαχίνης, Παλαιότεροι πεζογράφοι: Α.Ρ. Ραγκαβής, Δ. Βικέλας, Γ. Βιζυηνός, Κ. Παλαμάς, Γ. Βλαχογιάννης (Αθήνα: Εκδόσεις Εστία, 1982)σ.160.
[559] Μάξιμος Ομολογητής, «Καὶ περὶ ἀρετῆς καὶ κακίας» Ἑκατοντάς πρώτη, P.G. 90, 1193.