Πεμπτουσία· Ορθοδοξία-Πολιτισμός-Επιστήμες

Η ελληνική γλώσσα και η θέση της στην παράδοση (Γιώργος Ξεινός, Γιατρός – Λογοτέχνης)

6 Δεκεμβρίου 2016

Η ελληνική γλώσσα και η θέση της στην παράδοση (Γιώργος Ξεινός, Γιατρός – Λογοτέχνης)

[Προηγούμενη δημοσίευση: http://bit.ly/2fQgdsz]

Κά­θε μια α­πό αυ­τές ε­ξέ­φρα­σε την ε­πο­χή της χω­ρίς να προ­δώ­σει την πα­ρά­δοση, αλ­λά και χω­ρίς αυ­τή να α­πο­τε­λέ­σει ά­κα­μπτο και α­νέν­δο­το νάρ­θη­κα.

Ξε­κι­νώ­ντας α­πό τον ‘Ο­μη­ρο και φτά­νο­ντας ως τις μέ­ρες μας, η ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα έ­χει προ­σφέ­ρει ε­ξαι­ρε­τι­κά δείγ­μα­τα χρή­σης του λό­γου. Η ι­στο­ρί­α του ελ­λη­νι­κού λό­γου εί­ναι κα­τά­με­στη α­πό πα­ρα­δείγ­μα­τα α­νυ­πέρ­βλη­της δια­τύπω­σης υ­ψη­λών φι­λο­σο­φι­κών δια­νο­η­μά­των, ρη­το­ρι­κής έκ­φρα­σης, ι­στο­ρι­κής κατα­γρα­φής, θε­α­τρι­κού και λυ­ρι­κού λό­γου, αλ­λά και νο­μο­θε­τι­κού και πο­λι­τι­κού λό­γου.

easterΑ­να­τρέ­χο­ντας στον γλωσ­σι­κό αυ­τό θη­σαυ­ρό, δια­πι­στώ­νει κα­νείς ό­τι οι κορυ­φώ­σεις του δεν εί­ναι τί­πο­τε άλ­λο πα­ρά η προ­σπά­θεια της κά­θε ε­πο­χής να κατα­στή­σει με την μέ­γι­στη κα­λαι­σθη­σί­α και κα­θα­ρό­τη­τα κα­τα­νο­η­τή στον κοινό άν­θρω­πο τη δε­σπό­ζου­σα σκέ­ψη και τον ε­πι­κρα­τού­ντα δια­λο­γι­σμό. Έ­τσι κα­θέ­να α­πό τα δείγ­μα­τα αυ­τά φέ­ρει α­νε­ξί­τη­λα τη σφρα­γίδα του και­ρού του· το ι­διαί­τε­ρο ε­κεί­νο ύ­φος που το κά­νει να ξε­χω­ρί­ζει α­πό πα­ρό­μοια  και ο­μό­λογα άλ­λων ε­πο­χών. Εί­ναι αυ­τό α­κρι­βώς που το κα­θι­στά ε­ξέ­χον, αλ­λά  ταυ­τό­χρο­να και α­νε­πα­νά­λη­πτο. Για­τί πώς στ’ α­λή­θεια θα φά­ντα­ζε – παρ’ ό­λο που ε­πιχει­ρή­θη­καν πα­ρό­μοια – έ­νας εκ­κλη­σια­στι­κός ύ­μνος στο ύ­φος μιας αρ­χαί­ας τρα­γω­δί­ας[2] ή πώς θα μπο­ρούσε να α­πο­δο­θεί η ε­ρω­τι­κή διά­θε­ση ή η­ρω­ϊ­κή διά­θε­ση ε­νός δη­μώ­δους του 18ου-19ου αιώ­να στην κοι­νή αλε­ξαν­δρι­νή; Ο Θού­ριος του Ρή­γα στη γλώσ­σα των ο­μη­ρι­κών ε­πών; Κι αν γι­νό­ταν ποιος α­πό τους  συ­γκαι­ρι­νούς α­κρο­α­τές  θα μπο­ρού­σε να α­ντα­πο­κρι­θεί σ’ αυτό, και πώς;

Ε­κεί­νο που γνω­ρί­ζου­με με βε­βαιό­τη­τα, εί­ναι πως κα­τά και­ρούς άλ­λο­τε δόκι­μα και άλ­λο­τε α­δό­κι­μα ε­πι­χει­ρή­θη­κε η έκ­φρα­ση σε πα­ρελ­θό­ντα γλωσ­σι­κά πρό­τυ­πα. Αλ­λά κι ό­ταν α­κό­μα το α­πο­τέ­λε­σμα ή­ταν ε­πι­τυ­χές έ­ως και ε­ξαι­ρε­τι­κά ε­πι­τυ­χές α­πό πλευ­ράς χρή­σης του λό­γου και δια­τύ­πω­σης, τα κεί­με­να έ­μει­ναν στο πε­ρι­θώ­ριο της κοι­νω­νί­ας που συ­νέ­χι­ζε τη ζω­ή της υ­πα­κού­ο­ντας στους κα­νό­νες της ε­ξέ­λι­ξης. Οι ε­ξαι­ρε­τι­κές – ό­σες και αν υ­πήρ­ξαν – αυ­τές ε­ξαι­ρέ­σεις χω­ρίς να χά­νουν την γραμ­μα­το­λο­γι­κή και αι­σθη­τι­κή τους α­ξί­α, έ­μει­ναν έ­ξω α­πό τον βη­μα­τι­σμό της ε­πο­χής κα­τά την οποί­α πα­ρου­σιά­στη­καν και προ­σπε­ρά­στη­καν.

Στο συ­να­πά­ντη­μα των πα­ρα­τε­ταγ­μέ­νων στη δια­δρο­μή της γλωσ­σι­κής μας ι­στο­ρί­ας, α­νά ε­πο­χή α­να­ρίθ­μη­των α­ρι­στουρ­γη­μά­των, α­να­κα­λύ­πτε­ται και δια­πιστώ­νε­ται ένας α­ναλ­λοί­ω­τος κα­νό­νας ή­θους ο ο­ποί­ος, α­νά­λο­γα με τις α­παι­τή­σεις των και­ρών προσ­διο­ρί­ζει το γλωσ­σι­κό ύ­φος, που κα­θι­στά ε­πα­γω­γό και α­ποτε­λε­σμα­τι­κό το όρ­γα­νο της ε­πι­κοι­νω­νί­ας. Μια ε­σώ­τε­ρη και βα­θύ­τε­ρη λει­τουργί­α ε­νός στα­θε­ρού τρό­που θε­ώ­ρη­σης του κό­σμου και ε­πι­θε­ώ­ρη­σης των φαι­νομέ­νων, πα­ρέ­χει στην ε­κά­στο­τε ε­πο­χή  το μέ­τρο και το ύ­φος της έκ­φρα­σής της, που της προσ­δί­δουν την ι­διαι­τε­ρό­τη­τά της χω­ρίς ό­μως να την α­πο­κό­πτουν από τον κορ­μό του δέ­ντρου, στον γε­νε­τι­κό κώ­δι­κα του ο­ποί­ου υ­πα­κού­ει και ο οποί­ος προ­κα­θο­ρί­ζει τις όποι­ες προ­σαρ­μο­γές  και με­ταλ­λα­γές της.

Α­πό τη μια ο η­θι­κός κα­νό­νας του τρό­που, ο ο­ποί­ος προσ­διο­ρί­ζει εκ των προτέ­ρων την καλ­λιέ­πεια και την κα­θα­ρό­τη­τα του λό­γου και α­πό την άλ­λη η α­να­γκαιό­τη­τα  των δια­δο­χι­κών βιο­τι­κών με­τα­βο­λών και με­τα­μορ­φώ­σε­ων, που α­παιτούν την οι­κο­δό­μη­ση ε­πα­γω­γών διό­δων ε­πι­κοι­νω­νί­ας, ο­ριο­θε­τούν και προ­διαγρά­φουν τη με­τε­ξέ­λι­ξη της γλώσ­σας. Α­πό τη μια η πα­ρά­δο­ση, ο α­ξια­κός κώ­δι­κας, βέ­βαιος και α­τα­λά­ντευ­τος και α­πό την άλ­λη η ρο­ή και διαρ­κής αλ­λα­γή του κό­σμου.

Α­ξί­ζει εν προ­κει­μέ­νω η πα­ρα­πο­μπή στον Α­λέ­ξαν­δρο Πα­πα­δια­μά­ντη, έ­να συγ­γρα­φέ­α με βα­θύ και δρα­μα­τι­κό, θα έ­λε­γα, γλωσ­σι­κό αί­σθη­μα.

Με­τα­γρά­φω ε­δώ δύ­ο α­πο­σπά­σμα­τα α­πό το γνω­στό­τα­το δι­ή­γη­μά του «Στο Χρι­στό στο κά­στρο».

……………………………………………………………………………………….

Α)        «Ε­κεί ε­πά­νω, πριν διέλ­θω­σι την γέ­φυ­ραν, α­πό την σι­δε­ρό­πορταν του Κά­στρου η­κού­σθη­σαν φω­ναί:

“Ποιοι εί­στε; Ποιοι εί­στε;”

Και α­ντή­χη­σε βα­ρύς ο τριγ­μός των ε­σκω­ρια­σμέ­νων στρο­φέ­ων, ως να ε­δο­κί­μαζέ τις να κλεί­ση έ­σω­θεν την σι­δη­ράν πύ­λην. Η­κού­σθει δε και μι­κρός κρό­τος, ως της υ­ψώ­σε­ως σκαν­δά­λης του­φε­κί­ου. (τυ­φε­κί­ου)

“Κα­λοί! Κα­λοί! Πα­τριώ­τες!” α­πή­ντη­σεν ο μπάρ­μα-Στε­φα­νής και συγ­χρό­νως δια του βλέμ­μα­τος  ε­συμ­βου­λεύ­ο­το τον πα­πάν.

“Μπα! Αυ­τή εί­ναι η φω­νή του α­δερ­φού μου” α­νέ­κρα­ξεν ο Βα­σί­λης της Μυ­λω­νούς.

Και εί­τα ε­ντεί­νας την φω­νήν:

“Αρ­γύ­ρη ε­γώ εί­μαι! ” ε­φώ­να­ξε».

(συνεχίζεται)

 

[2] Ε­δώ θα μπο­ρού­σε να υ­πο­μνη­σθεί η ε­πι­τυ­χη­μέ­νη πα­ρά­φρα­ση σε η­ρω­ϊ­κό ε­ξά­με­τρο του Νι­κο­δή­μου Α­γιο­ρεί­του της Ευαγ­γε­λι­κής πε­ρι­κο­πής του Κα­τά Ιω­άν­νη Ευαγ­γε­λί­ου, που δια­βά­ζε­ται στον Ε­σπε­ρι­νό του Πά­σχα και της ο­ποί­ας το ά­κου­σμα τό­σο ξε­νί­ζει.