Πεμπτουσία· Ορθοδοξία-Πολιτισμός-Επιστήμες

Διαφορές του ομολογιακού μαθήματος των Θρησκευτικών & Θρησκειολογίας (Prof. DDr. Martin Rothgangel, Καθηγητής Θρησκευτικής Παιδαγωγικής και Κοσµήτορας της Προτεσταντικής Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστηµίου της Βιέννης)

28 Μαρτίου 2017

Διαφορές του ομολογιακού μαθήματος των Θρησκευτικών & Θρησκειολογίας (Prof. DDr. Martin Rothgangel, Καθηγητής Θρησκευτικής Παιδαγωγικής και Κοσµήτορας της Προτεσταντικής Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστηµίου της Βιέννης)

[Προηγούμενη δημοσίευση: http://www.pemptousia.gr/?p=154431]

Βέβαια, υπό αυτή την έννοια δεν θεωρεί ότι το έργο της Θρησκειολογίας εντάσσεται σ’ ένα τοπίο ουδετερότητας, και τούτο διότι «η Θρησκειολογία διαδραµατίζει τον ρόλο συντονιστή της συζήτησης». [23] Ωστόσο, και αυτό το επιχείρηµα δεν είναι πειστικό, διότι είναι πραγµατικά αµφίβολο, εάν ο συντονιστής µιας συζήτησης θα πρέπει να αναλάβει µία στάση ουδέτερη ή όχι.

Ο Klaus Hock αποδέχεται, τέλος, την θέση, ότι «το ερώτηµα περί µίας Θρησκειολογίας µε συγκεκριµένες αξιακές τοποθετήσεις ως ερµηνευτικά εργαλεία (Σηµ. τ. Μετ.: στο πρωτότυπο απαντάται ο όρος „engagierte Religionswissenschaft“) […] συζητείται εσχάτως εν µέσω ιδιαιτέρως αντιµαχόµενων µεταξύ τους απόψεων», [24] διότι απλούστατα δεν επικρατεί οµοφωνία (consensus) σχετικά µε το περιεχόµενο αυτών των αξιών: «Στηρίζεται µεθοδολογικά η Θρησκειολογία µόνο σε κοσµοθεωρητικά και αξιακά ουδέτερους κανόνες, βάσει των οποίων και µόνο διατυπώνει τα πορίσµατά της µε τρόπο επιστηµονικά αξιολογήσιµο και ελέγξιµο; Ή µήπως πρέπει η Θρησκειολογία να αναλάβει την ευθύνη της απέναντι στην κοινωνία, κάτι που συνεπάγεται ότι θα αντιπροσωπεύει συγκεκριµένες [sic!] αξίες και ότι θα συµβάλλει στη διατήρηση και πραγµάτωση των αξιών αυτών; [25] Ακόµα και αν ο Klaus Hock δεν βλέπει µεταξύ των δύο τοποθετήσεων επ’ ουδενί λόγω µία αντίθεση που δεν µπορεί να εξοµαλυνθεί, θα πρέπει να επιµείνουµε στο ότι και στις δύο τοποθετήσεις εµφανίζεται ένα χάσµα απέναντι στο Οµολογιακό Μάθηµα των Θρησκευτικών: Όσον αφορά στη δεύτερη τοποθέτηση δεν µιλούµε απλώς για το ότι κάποιος αντιπροσωπεύει “ορισµένες” αξίες, αλλά “τις χριστιανικές” αξίες, ή -χρησιµοποιώντας ορθότερη διατύπωση – για το ότι είναι ικανός να διαλέγεται και να διαθέτει κριτική σκέψη προσεγγίζοντας τα πράγµατα µέσα από µία χριστιανική προοπτική.

faneromeni

Φωτο: Σπύρος Δρόσος

Με πειστικά επιχειρήµατα οι θρησκειολόγοι αποκρούουν την παραπάνω κατηγορία, ότι δηλ. σε επίπεδο γνωσιολογίας και επιστηµολογίας εντελώς απλοϊκά ακολουθούν µία στάση ουδετερότητας. Αδίκως έχει αποδοθεί στους θρησκειολόγους µία τέτοια ελλιπής και προβληµατική επιστηµολογία.[26] Η ουσιαστική διαφορά συνίσταται και µόνο στο ότι οι πολιτισµολογικά προσανατολισµένοι θρησκειολόγοι, σε αντίθεση µε ένα “Οµολογιακό” δηλ. “Χριστιανικό” Μάθηµα των Θρησκευτικών, δεν διατυπώνουν κανονιστικές κρίσεις µέσα από µία χριστιανική προοπτική· το σηµείο αναφοράς τους προέρχεται από τον Διαφωτισµό ή από άλλα πνευµατικά ρεύµατα – µέσα στα οποία συγκαταλέγεται επίσης και ο Χριστιανισµός. Όσον αφορά στο ζήτηµα της γνωσιολογίας και της επιστηµολογίας, υφίσταται οπωσδήποτε ένα σηµείο αφετηρίας της θρησκειολογικής έρευνας, το οποίο όµως: πρώτον, δεν κινείται αναγκαία σ’ ένα χριστιανικό πλαίσιο, κάτι που την ίδια στιγµή είναι αναγκαίο για ένα οµολογιακά ή οικουµενικά προσανατολισµένο Μάθηµα των Θρησκευτικών· δεύτερον, δεν υπάρχει µεταξύ των θρησκειολόγων οµοφωνία σχετικά µε το εάν επιτρέπεται να τεκµηριώνουν τις απόψεις τους στηριζόµενοι σε αξιακό σύστηµα και να συµµετέχουν “µεροληπτικώς”, (Σηµ. τ. Μετ: δηλ. λαµβάνοντας συγκεκριµένη τοποθέτηση) στους διαθρησκειακούς διαλόγους. [27]

Ο Bochinger, θρησκειολόγος από το Bayreuth, εντοπίζει την ουσιώδη διαφορά µεταξύ της θεολογικής και θρησκειολογικής προσέγγισης ως ακολούθως:

«Στόχος της θρησκειολογικής έρευνας είναι να καταστήσει δυνατή µία όσο το δυνατόν πιο ανοιχτή πρόσβαση σε “ξένα” (Σηµ. τ. Μετ.: απόµακρα σε σχέση µε τα δεδοµένα της οικείας θρησκευτικής παράδοσης) αντικείµενα επισηµαίνοντας αναλυτικά όλα τα στάδια µέσα από τα οποία αυτά παρουσιάζονται. Ακόµη και µία έγκριτη έρευνα από την πλευρά του επιστηµονικού κλάδου της Ιεραποστολικής δεν ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή· η Ιεραποστολική θα πρέπει να δώσει µία απάντηση στο ερώτηµα, ποια είναι η σχέση που αναπτύσσει το ξένο απέναντι στο οικείο και ποιες είναι οι θεολογικές συνέπειες που προκύπτουν µέσα από τη σχέση αυτή. Η εξέταση όµως του ίδιου αυτού ερωτήµατος προσκρούει στην ποιότητα και τα ενδιαφέροντα µιας έγκριτης θρησκειολογικής έρευνας – και µάλιστα ανεξάρτητα από το εάν η θρησκειολογική έρευνα εντάσσεται ακαδηµαϊκά-διοικητικά σε µία Θεολογική ή σε µία µη Θεολογική Σχολή».[28] Το Μάθηµα των Θρησκευτικών, µε τη µορφή που έχει πάρει σήµερα, δεν κατανοείται ως ένα ιεραποστολικό έργο. Δεν είναι όµως αυτό το σηµείο σύγκρισης εν προκειµένω. Ωστόσο, συνιστά µία συνεχόµενη ευθύνη και έργο της Θρησκευτικής Εκπαίδευσης, η οποία θέλει να ακολουθεί την αρχή του διαλόγου, να παρέχει σαφείς απαντήσεις στο ερώτηµα, πώς σχετίζεται το ξένο απέναντι στο οικείο. Εδώ φαίνεται ξεκάθαρα ότι υπάρχει ένα όριο ως προς τη σηµασία και τον ρόλο που µπορεί να διαδραµατίσει η Θρησκειολογία µέσα στο Μάθηµα των Θρησκευτικών.

3. Δυνατότητες και προοπτικές για τον ρόλο της Θρησκειολογίας στο Οµολογιακό Μάθηµα των Θρησκευτικών: Η Θρησκειολογία ως κλάδος των επιστηµών του πολιτισµού (Kulturwissenschaft, Cultural Studies) και ως κλάδος της Θεολογίας (;)

Ο όρος “θεολογική Θρησκειολογία” αποφεύγεται σχεδόν εξ΄ολοκλήρου στον χώρο της θρησκειολογικής έρευνας. Μία παλαιότερη διατύπωση της αµφίβολης θέσης του Sundermeier «Σχετικά µε τη σηµασία του Μαθήµατος της Θρησκειολογίας και της Ιεραποστολικής για τις σπουδές στην Προτεσταντική Θεολογία και για την εκκλησιαστική πράξη» εγκαταλείφθηκε αµέσως, όταν ο ίδιος ο Sundermeier αντικατέστησε τον όρο αυτό.[29] Όµως εναλλακτικές λύσεις για τον ίδιο όρο, όπως “Θρησκειολογία µε θεολογικά κριτήρια” ή “Θρησκειολογία ως θεολογικός κλάδος” παρουσιάζονται – παραθέτω ένα κείµενο του Grünschloss – «πολύ εύκολα ως προκλητικές λέξεις, µε τις οποίες, τρόπον τινά, γίνεται µία εκ νέου επίκληση πνευµάτων που έχουν αποβιώσει εδώ και χρόνια – και όπου είναι δυνατόν εµφανίζονται (οι όροι αυτοί) ως ένα “έργο επιστροφής στις θεολογικές ρίζες” για το σύνολο των θρησκειολογικών κλάδων».[30] Κατά βάση, η δικαιολογηµένη υποψία συνίσταται στο ερώτηµα «εάν εν προκειµένω δεν πραγµατοποιήθηκε µία οικείωση/ενσωµάτωση της θρησκειολογικής έρευνας µέσα στο πλαίσιο αρχών της χριστιανικής Θεολογίας, από την οποίαν τελικά η Θρησκειολογία είχε χειραφετηθεί µε επιτυχία κατά το πρώτο µισό του 20ού αιώνα».[31]

(συνεχίζεται)

 

[23] Ό.π., σελ. 54.
[24] Ό.π., σελ. 54.
[25] Ό.π., σελ. 54.
[26] Πρβλ.: F. Stolz, Grundzüge der Religionswissenschaft, Göttingen 21997, σσ. 39-44; Chr. Bochinger, „Wahrnehmung von Fremdheit. Zur Verhältnisbestimmung zwischen Religionswissenschaft und Theologie“, στο: G. Löhr, Identität…, 57-77, ιδιαίτερα: σελ. 65.
[27] Πρβλ. στο σηµείο αυτό: U. Berner: „Die Theologie wird sich der Dialog-Forderung als solcher nicht verschließen können. Demgegenüber wird es in der Religionswissenschaft wohl immer umstritten bleiben, ob der interreligiöse Dialog zu ihren Aufgaben oder nur zu ihren Gegenständen gehört.“ (του ιδίου., „Die Religionen der Antike und ihre Relevanz für Religionswissenschaft und Theologie“, στο: G. Löhr, Identität…, σσ. 13-32, εδώ: σελ. 13).
[28] Chr. Bochinger, „Wahrnehmung…“, σελ. 76.
[29] A. Grünschloß, „Religionswissenschaft…“, εδώ: σελ. 125 µε την παραποµπή Νο. 3; πρβλ. σελ. 158 µε την παραποµπή Νο. 98.
[30] Ό.π., σελ. 126.
[31] Ό.π., σελ. 125.