Πεμπτουσία· Ορθοδοξία-Πολιτισμός-Επιστήμες

Ουσία, Υπόσταση και Ενέργεια, σύμφωνα με την πατερική διδασκαλία (Παντελεήμων Τομάζος, Θεολόγος υπ. ΜΔΕ Δογματικής Θεολογίας)

10 Οκτωβρίου 2018

Ουσία, Υπόσταση και Ενέργεια, σύμφωνα με την πατερική διδασκαλία (Παντελεήμων Τομάζος, Θεολόγος υπ. ΜΔΕ Δογματικής Θεολογίας)

Η ουσία ή φύση είναι το «τι ην είναι» τόσο του Θεού όσο και των κτιστών όντων [1], είναι το κοινόν που έχουν όλες οι ομοειδείς υποστάσεις [2]. Η ουσία παραμένει απροσπέλαστη στις αντιληπτικές ικανότητες του ανθρώπου [3]. Ο Μ. Βασίλειος υποστηρίζει πως όσοι επιδιώκουν να γνωρίσουν την θεία ουσία υπερβαίνουν ακόμη και τα ίδια τα δαιμόνια στην αλλαζονεία [4]. Όλα τα κτιστά λογικά, αισθητά και νοερά, όντα αδυνατούν να προσπελάσουν και να κατανοήσουν την θεία ουσία [5]. Βέβαια ο δυτικός σχολαστικός θεολόγος Θωμάς Ακινάτης, έχοντας εντελώς διαφορετικές προυποθέσεις από ότι οι ορθόδοξοι ανατολικοί πατέρες, υποστηρίζει πως ο δεδοξασμένος ανθρώπινος οφθαλμός δύναται να συλλάβει και να γνωρίσει την ουσία του Θεού [6]. Καταλαβαίνουμε λοιπόν τις τεράστιες θεολογικές διαφορές ανατολικού και δυτικού χριστιανισμού. Κάθε προσπάθεια προσπέλασης της ουσίας, είτε κτιστής είτε άκτιστης, είναι μία προσπάθεια ξεπέρασης των φυσικών ορίων του ανθρώπου, δηλαδή μία ύβρις.

Η υπόστασις είναι το ίδιον, το συγκεκριμένον όν το περικλείον την ουσία [7]. Υπόσταση, άτομο και πρόσωπο για τους πατέρες είναι ταυτόσημοι όροι που δηλώνουν το μερικό, το επιμέρους [8]. Η υπόσταση αποτελεί την έκφανση της ουσίας [9]. Στην ορθόδοξη παράδοση δεν υπάρχει η διάκριση του ατόμου σε οντικό και οντολογικό πρόσωπο. Αυτή η διάκριση είναι μία σύγχρονη φιλοσοφική νεωτεροποιία που εκπηγάζει από τον Υπαρξισμό, δίχως καμία σχέση με τον Χριστιανισμό. Οπότε ο άνθρωπος δεν καλείται να γίνει από άτομο πρόσωπο δια της σχέσεως του με το άλλο (Θεός, κόσμος, άνθρωπος). Πάντοτε η υπόσταση είναι συνάμα και πρόσωπο (προς την όψη κάποιου άλλου) γιατί σχετίζεται με άλλες υποστάσεις δια των σχέσεων ( γονείς, σύζυγοι αδέρφια , φίλοι ).

Ενέργεια είναι δραστική κίνηση της ουσίας, ουσιώδης κίνηση της βουλήσεως του Θεού πρός τον κόσμο και η φυσική και έμφυτη κίνηση και δύναμη κάθε ουσίας [10]. Δεν υφίστανται ουσία ανενέργητος ούτε ενέργεια ανούσιος [11], που σημαίνει πως εάν απορρίψουμε την ενέργεια οδηγούμαστε αναγκαστικά στην άρνηση της φύσεως [12]. Επίσης ενέργεια λέγεται τόσο η κίνηση της νοερής ψυχής όσο και οι πράξεις, όπως το περιπατείν, το εσθίειν, το πίνειν, το λαλείν και τα λοιπά. Επιπροσθέτως, ενέργεια καλούνται και τα φυσικά πάθη, όπως η πείνα, η δίψα και τα λοιπά [13]. Εν κατακλείδι αξίζει να σημειωθεί πως, για τους πατέρες, η ενέργεια είναι της φύσεως [14] και όχι προσωπική ή υποστατική, όπως ισχυρίζονται διάφοροι σύγχρονοι θεολόγοι και φιλόσοφοι. Πολλές φορές συγχέεται η προαίρεση με την υποστατική ενέργεια. Προαίρεση είναι ο διαφορετικός τρόπος χρήσεως του φυσικού αυτεξουσίου κάθε έλλογου όντος. Ο όρος υποστατική ενέργεια είναι αδόκιμος και άτοπος. Τα άτομα κοινωνούν πάντοτε δια των φυσικών ενεργειών της φύσης τους και όχι δια των προσώπων τους, αλλιώς τα πρόσωπα θα αλλοιώνονταν και θα εξαφανίζονταν.

Πρόσωπο ή υπόσταση είναι μία ανεπανάληπτη ιδιαιτερότητα, ουσία μετά διαφορετικών συμβεβηκότων. Έτσι άλλος είναι ο Πέτρος και άλλος είναι ο Παύλος. Το κοινό μεταξύ Πέτρου και Παύλου είναι πώς είναι και οι δύο άνθρωποι, λογικοί, θνητοί, δεκτικοί επιστήμης. Αμφότεροι έχουν κοινές φυσικές ενέργειες, που είναι κοινές σε όλους τους ανθρώπους, και κοινή ουσία. Δεν μπορεί όμως ο Πέτρος να κοινωνήσει υποστατικά με τον Παύλο, γιατί έτσι θα χαθεί η υποστατική ανεπανάπηπτη ιδιαιτερότητα και των δύο. Το πρόσωπο υπάρχει για να ξεχωρίζει και να διαφοροποιεί του ανθρώπους μεταξύ τους. Είναι πλέον πασιφανές πως είναι αδύνατον να υπάρξει κοινωνία προσώπων παρά μόνον κοινωνία φύσεως.

 

Παραπομπές:

1. Ν. Ξιώνης, Προλεγόμενα Θεολογικής Ανθρωπολογίας. Προχριστιανική, ετερόδοξη και ορθόδοξη θεώρηση του ανθρώπου ως προσώπου, εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 2007, σελ. 121
2. Π. Χρήστου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία, Πατέρες και Θεολόγοι του Χριστιανισμού Α’, εκδοτικός οίκος Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 185
3. o.π.
4. Μ. Βασίλειος, Ανατρεπτικός του Απολογητικού του Ευνομίου Α’, PG 29, 540Α
5. Μ. Βασίλειος, Ανατρεπτικός του Απολογητικού του Ευνομίου Α’, PG 29, 544B
6. Θωμάς Ακινάτης, Σούμα Θεολογική, εξελληνισθείσα υπό Ιωάννου Καρμίρη Τόμος Α’, τυπογραφείον Παρασκευά Λεωνη, Αθήνα 1935, σελ. 173
7. Π. Χρήστου, ο.π.
8. Ιωάν. Δαμασκηνός, Διαλεκτικά, PG 94, 613 Α
9. Γρηγ. Νύσσης, Κατ’ Ευνομίου Γ’, PG 45, 761B
10. Ιωάν. Δαμασκηνός, Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, PG 94, 949A
11. Αρχ. Ν. Ιωαννίδης, Θεολογία και Γραμματολογεία από τον Θ’ αιώνα και εξής, εκδόσεις Έννοια, Αθήνα 2014, σελ. 43
12. Μάξ. Ομολογητής, Εξήγησις της κινήσεως, PG 90, 121 C
13. Ιωάν. Δαμασκηνός, Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, PG 94, 952Α
14. Ιωάν. Δαμασκηνός, Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, PG 94, 952Β