Άγιοι - Πατέρες - ΓέροντεςΓέρ. Ιωσήφ ΒατοπαιδινόςΟρθόδοξη πίστη

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ (3)-ΑΣΚΗΣΗ, Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΑΓΙΑΣΜΟΥ

17 Μαρτίου 2009

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ (3)-ΑΣΚΗΣΗ, Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΑΓΙΑΣΜΟΥ

ΜΟΡΦΕΣ ΤΗΣ «ΕΝ ΘΕΩ» ΑΣΚΗΣΕΩΣ

Προσευχή

josef12Η άσκηση, όπως αναφέραμε προηγουμένως, αποβλέπει στην εκπλήρωση του σκοπού και του νοήματος της χριστιανικής μας ιδιότητας. Το παν στην πρακτική μορφή της άσκησης έγκειται στην πραγμάτωση συμφωνίας της θέλησης και της ζωής μας με το θέλημα και τη ζωή του ίδιου του σωτήρα και Θεού μας. «Μείνατε εν εμοί καγώ εν υμίν» (Ιω. ιε’ 4). Είναι η απόλυτη συμφωνία και συνάντηση. Ενας από τους πιο σπουδαίους όρους αυτής της συμφωνιας είναι η προσευχή και γι’ αυτό αποτελεί την κορυφή όλων των αγωνιστικών εργασιών. Είναι μάλλον το κέντρο από το οποίο κάθε άλλη ενέργεια παίρνει τη δυναμή της και επιτυγχάνει την επικυρωσή της.

Ο Κύριός μας, η αυτοαλήθεια, μας πληροφορεί ότι «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (‘Ιω. ιε’ 5). Και ο αποτελεσματικός τρόπος επαφής μας μαζί του είναι η προσευχή. Ο ίδιος μας προκαλεί: «Αιτείτε…, ζητείτε…, κρούετε και ανοιγήσεται υμίν» (Ματθ. ζ’ 7). Κανένας, λοιπόν ας μη εγκαταλείψει τον άθλο της προσευχής. Κάθε αρετή, που φανερώνει τήρηση των θείων εντολών είναι επαινετή και ωφέλιμη. Η προσευχή όμως είναι το μέσο που έχει τη μεγαλύτερη αξία στην επαφή με το δημιουργό μας. Δίκαια οι θεόσοφοι Πατέρες μας την κράτησαν και τη συνιστούσαν σε μας ανεπιφύλακτα. Αλλωστε πως ο Παύλος λέγει το «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α’ Θεσ. ε’ 17) αν δεν είχε τόση σημασία;

Το «χωρίς εμου ου δύνασθε ποιείν ουδέν» αποκαλύπτει την πληρότητα της αδυναμίας μας και άρα βιαζόμαστε να συναντήσουμε το σωτήρα μας. Και ο πρακτικώτερος τρόπος αυτής της συνάντησης είναι η προσευχή. Και η αναγκαιότητα της μοναστικής αποταγής, που οι μοναχοί παντοτε επεδίωξαν με ζήλο, κατανοείται στο σημείο αυτό. Και στην περίοδο της Π.Δ, την περίοδο της παράδοσης και του Νόμου, όσοι ευαρέστησαν το Θεό δια μέσου της προσευχής δικαιώθηκαν. Προσευχής που γινόταν, με τόσο πόνο και επιμονή, ώστε να αποτελεί πλέον κανόνα γι’ αυτούς που θέλουν να ανακτήσουν όσα έχασαν.

Η προσευχή μπορεί να έχει πολλές μορφές στην έκταση και την έκφρασή της. Μορφοποιείται ανάλογα με την περίσταση ή ανάγκη που επικρατεί. Κάθε άνθρωπος που χρειάζεται αντίληψη και βοήθεια στρέφεται προς το « δυνάμενον σώζειν Θεόν» και μορφοποιεί την προσευχή του βάσει της ανάγκης που επικρατεί. Παράκληση, ικεσία, δέηση, έντευξη, εξομολόγηση, ευχαριστία, δοξολογία και ότι άλλο παρουσιάζει η πιεστική ανάγκη.

Η κορυφαία όμως θέση της προσευχής είναι η συνάντηση με το σωτήρα Θεό, που γίνεται από αγάπη. Αυτή χαρακτηρίζεται «καθαρά προσευχή» και αυτό είναι το ζητούμενο από τους ήρωες της αποταγής. Είναι ισόβια και έμπονη, και οι φλογεροί εραστές του νοητού Νυμφίου «διώκουσιν ει και καταλάβουσιν εφ’ ω και κατελήφθησαν» (Φιλ. γ’ 12).
Εγκράτεια-νηστεία

«Μεταλαβούσα η Εύα της του φυτού παρηκόου βρώσεως παρεισάγει την φθοράν». Να, η πρώτη πύλη της εξόδου και της αποστασίας μας από τη ζωή. Και το αντίδοτο; Αμέσως το μεταδίδει η εγκράτεια, το απαραίτητο χαλινάρι στο αρχικό μας ολίσθημα. Γι’ αυτό ο πάνσοφος διδάσκαλος, ο Παύλος διατάσσει: «Πας δε ο αγωνιζόμενος πάντα εγκρατεύεται» (Α’ Κορ. Θ’ 25) και «υποπιάζω μου το σώμα και δουλαγωγώ, μήπως άλλοις κηρύξας αυτός αδόκιμος γένωμαι» (Α’ Κορ. θ’ 27). Η μαρτυρία αυτή είναι η πιο σπουδαία απόδειξη της οφειλόμενης αγωνιστικότητας, που την ενεργεί η σύντροφος της ζωής μας άσκηση. Θέλοντας να επιτύχουμε τον κύριο στόχο τον προορισμού μας δεν υποχωρούμε σε κανένα σημείο της άσκησης, που έχουμε προγραμματίσει. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. ε’ 8). «Ούτω τρέχομεν, ίνα καταλάβωμεν» (πρβλ. Α’ Κορ. θ’ 24). Αυτό να έχουμε υπόψη μας: «Ει πως καταντήσωμεν εις την εξανάστασιν των νεκρών» (πρβλ. Φιλ. γ’ 11). Οφείλουμε «μηδεμίαν εν μηδενί διδόντες προσκοπήν, ίνα μη μωμηθή η διακονία» (Β’ Κορ. στ’ 3).

Γι’ αυτό το λόγο και ο διδάσκαλος και σωτήρας μας Ιησούς έθεσε τα θεμέλια της ασκητικής μας αγωγής όταν αναχωρούσε μετά το βάπτισμα στον Ιορδάνη ποταμό στην έρημο. Εκεί ως πρώτο βήμα της εξυγίανσής μας έβαλε τη νηστεία. «Και ήγετο εν τω Πνεύματι εις την έρημον… και ουκ έφαγεν ουδέν εν ταις ημέραις εκείναις» (Λουκ. δ’ 2).

Και στην περίοδο τον μωσαϊκού νόμου η εγκράτεια με τη νηστεία είχε την πρώτη θέση στην περιεκτική αγωνιστικότητα. Τη νηστεία χρησιμοποιούσαν στους διάφορους αγώνες όλοι οι δίκαιοι και οι προφήτες και γενικά όσοι είχαν πρόθεση να γνωρίσουν το θείο θέλημα ή να απαλλαγούν από κινδύνους και περιπέτειες ή, το σπουδαιότερο, να επιτύχουν άφεση, συγχώρηση των παραπτωμάτων και να συμφιλιωθουν με το Θεό.

Το κέντρο της πανανθρώπινης χρεοκοπίας και προδοσίας βρίσκεται στη φιλαυτία. Είναι ένας από τους γίγαντες των παθων, που δια της φιληδονίας εισάγει και επιβάλλει το σύνολο του παραλόγου και της διαστροφής. Αλλο σωσίβιο από αυτά τα πάθη δεν υπάρχει από την εγκράτεια και τη νηστεία. Αυτός είναι ο λόγος, που το μεγαλύτερο μέρος της χριστιανικής αγωνιστικότητας βρίσκεται σ’ αυτές τις δύο αρετές. Κατά τους Πατέρες είναι ο πρώτος σταθμός.

Όσοι θέλουν να απαλλαγούν από την εξουσία τον παλαιού ανθρώπου και από όλο το σύμπλεγμα της διαστροφής, ας κρατήσουν την εγκράτεια και τη νηστεία ως τη μόνη λύτρωση και ας επισυνάψουν συγχρόνως και την προσευχή. Είναι αναρίθμητα τα παραδείγματα των αγωνιστών μέσα στους αιώνες, που με αυτά τα μέσα πέτυχαν με το παραπάνω το σκοπό που επεδίωκαν.

Να και η αψευδής, η αληθινή μαρτυρία του μεγάλου ήρωα της ιερώτατης αυτής πάλης -του προφήτη Δαβίδ- που μας προσκαλεί στο θρίαμβο. «Τα γόνατά μου ησθένησαν από νηστείας και η σάρξ μου ηλλοιώθη δι’ έλαιον» (Ψαλμ. ρη’ 24). Μαζί με τη νηστεία συνιστά και άλλους τρόπους κακοπάθειας ως κατάλληλα όργανα φιλοπονίας. Με αυτά πλήττεται η φιληδονία που οδηγεί στο θάνατο. «Ο Θεός θάνατον ουκ εποίησεν ουδέ τέρπεται επ’ απωλεία ζώντων» (Σοφ. Σολ. α’ 13). Τα δεινά και το θάνατο γέννησε η φιλαρέσκεια και φιλαυτία που ήταν εκλογή και προτίμηση τον ανθρώπου μετά τη πτώση. Η πρακτική κατάργηση αυτών των στοιχείων και των μέσων της φθοράς και του θανάτου είναι ακριβώς το αντίθετο. η φιλοπονία. Ονομάζεται και σταυρός αλλά και «στενή και τεθλιμμένη οδός η απάγουσα προς την ζωήν» (Ματθ. ζ’ 14).

Για να αποδείξει ο σωτήρας και λυτρωτής μας το απαραίτητο της θεραπείας και της κατάργησης των αιτίων της δικής μας φθοράς και του θανάτου, εφάρμοσε τις εντολές και ο ίδιος, όταν με την κένωσή του βρισκόταν μαζί μας, διδάσκοντας την πρακτική μέθοδο της ανάπλασής μας. Πόσο έγινε η άσκηση κανόνας και δόγμα ζωής ας μη αμφιβάλλει κανένας.
Συνεχίζεται…