Γέρ. Ιωσήφ ΒατοπαιδινόςΟρθόδοξη πίστη

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ (5)-ΑΣΚΗΣΗ, Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΑΓΙΑΣΜΟΥ

19 Μαρτίου 2009

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ (5)-ΑΣΚΗΣΗ, Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΑΓΙΑΣΜΟΥ

Μετάνοια

josef14Δυο θρασείς και αυθάδεις επαναστάσεις έκανε ο άνθρωπος στην άφρονα ιστορία του. Την πρώτη κατά του δημιουργού Θεού και τη δεύτερη κατά του εαυτού του και της φύσης του.

Δεν υπάρχει άλλος τρόπος σωτηρίας παρά μόνο η ειλικρινής μετάνοια και στις δύο αυτές επαναστάσεις για να ανακτήσει αυτά που έχασε. Τόσο η επιστροφή στο Θεό και η εξάρτηση απ’ αυτόν, όσο και η πειθαρχία στους φυσικούς νόμους και κανόνες, χρειάζονται άσκηση με αυστηρότητα και με ακρίβεια. Η απελευθέρωσή μας από την υποταγή στη βία του παραλόγου, την οποία η διεστραμμένη αγωγή μας επέβαλε ως δεύτερη φύση, χωρίς πάλη και αγώνα δεν κατορθώνεται. Αυτός είναι ο λόγος, που η πατερική γραμμή και γενικά ο αυστηρός ασκητισμός είναι απαραίτητα.

Μια μορφή της επαναστατημένης φύσης του ανθρώπου περιγράφεται από τον προφήτη Δαυΐδ. «Ανθρωπος εν τιμή ων ου συνήκε, παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς» (Ψαλμ. μη’ 21). Το πλήρωμα της διαστροφής σ’ όλη την έκτασή του! Και αν ο άνθρωπος δεν αμυνθεί με όλες του τις δυνάμεις εναντίον της παράλογης συνήθειας πεθαίνει το διπλό θάνατο. Η αυστηρότητα της ασκητικής πορείας των Πατέρων εκφράζει την επιτυχία και επανόρθωση από τον όλεθρο που προκάλεσε στη φύση μας η εκούσια άρνηση του θείου θελήματος.

Πέραν όμως των φυσικών νόμων του καθήκοντος γεννάται και άλλη υποχρέωση στη λογική μας φύση. Η απομίμηση και αντιγραφή του πρότυπου βίου του Κυρίου μας. Όλες οι πτυχές του πανάρετου βίου του Κυρίου μας για μας τελέστηκαν, για να μάθουμε πρακτικά τον τρόπο του καθήκοντος μας αφού πάθαμε ολοκληρωτική διαστροφή μετά την πτώση. Και ο νόμος της υγείας επιβάλλει την επιστροφή και ο φόρος της αγάπης περισσότερο μας προκαλεί.

Αν και η απόλυτη ενοχή και ευθύνη μας, μας υποχρεώνει να αισθανόμαστε πόσο οφείλουμε, η μακρά πείρα της εν Χριστώ ζωής φανερώνει ότι ο Θεός και σωτήρας μας συμπεριφέρεται σε μας σαν να είμαστε ίσοι με αυτόν και απόδειξη είναι ότι δεν μας επιβάλλεται δια της βίας. Ο ίδιος λέγει «όπου ειμί εγώ και ο διάκονος ο εμός έσται» (‘Ιω. ιβ’ 26) με την προϋπόθεση ότι ο διάκονος τον ακολουθεί μέχρι τέλους «αίρων τον σταυρόν αυτού» (πρβλ. Ματθ. ιστ’ 24). Τούτο θα συμβαίνει σε όσους αντιλαμβάνονται τη σωτηρία όχι ως μεταφορά σε κάποια ευτυχέστερη θέση άλλ’ ως θέωση. Αυτή όμως εξαρτάται απόλυτα από τη συμπεριφορά μας στη ζωή αυτήν, εάν κατά πάντα γίνουμε όμοιοι με αυτόν.

Επανειλημμένα ο Πατέρας, στο ιερό ευαγγέλιο, μαρτυρεί ότι ο Χριστός είναι ο αγαπητός του Υιός. Και όμως ο Χριστός λέγει ότι όλοι όσοι εκτελούν το θέλημα τον Πατρός αγαπώνται άπ’ αυτόν όσο και ο Υιός του. «Ου περί τούτων δε (δηλαδή των Αποστόλων) ερωτώ μόνον, αλλά και περί των πιστευσόντων δια του λόγου αυτών εις εμέ… και εγώ την δόξαν ην δέδωκάς μοι δέδωκα αυτοίς…, και ίνα γινώσκη ο κόσμος ότι…και ηγάπησας αυτούς καθώς εμέ ηγάπησας. Πάτερ, ους δέδωκάς μοι θέλω ίνα όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσι μετ’ εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν… και εγνώρισα αυτοίς το όνομά σου και γνωρίσω, ίνα η αγάπη ην ηγάπησάς με εν αυτοίς η, καγώ εν αυτοίς» (‘Ιω. ιζ’ 20-26).

Αυτή η ομολογία που ουδέποτε ακούστηκε από στόμα κτιστό σε όλη την πανανθρώπινη ιστορία, είναι μόνη της ικανή να πληροφορήσει ότι ο εκφραστής αυτού του μεγαλείου είναι πράγματι ο μόνος Θεός και είναι περιττή κάθε άλλη έρευνα και μαρτυρία. Είναι φανερό, ειδικά στους δικούς μας καιρούς, ότι μειώθηκαν και παραχαράκτηκαν οι αληθινές διαστάσεις της θείας αποκάλυψης για την ανθρώπινη ύπαρξη και τον τελικό της προορισμό. Η πραγματική άγνοια κάθε γεγονότος εμποδίζει την κατανόηση της αξίας του και την κατάκτησή του. Για τον άνθρωπο ειδικά απαιτείται νψηλότερη προσοχή και νήψη, για να επιτύχει το στόχο του, γιατί μέσω του ανθρώπου ανακαινίζεται και όλη η κτιστή φύση, που υποτάχτηκε στη φθορά. «Τι γαρ ωφελείται άνθρωπος εάν τον κόσμον όλον κερδήση την δε ψυχήν αυτού ζημιωθή; η τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού;» (Ματθ. ιστ’ 26) κατά το λόγο του Κυρίου. Πράγματι «ο κόσμος όλος εν τω πονηρώ κείται» (Α΄ Ιω. ε’ 19). Το πονηρό έγκειται στην υποδούλωση του ανθρώπου στην αμαρτία. Η αποκατάσταση του ανθρώπου από τη συνολική διαστροφή στην πρωτόκτιστη φύση και ακόμη περισσότερο στην «περίσσειαν της χάριτος», την όλη θεία ζωή, τη μεταμόρφωση, τη θέωση, την οποία προκάλεσε η σάρκωση του Θεου Λόγου, επιτυγχάνεται με τη συνεργασία και των δύο, του Θεού και του ανθρώπου.

Εδώ θα υπενθυμίσουμε πάλι, στους φιλομαθείς, ότι χωρίς το βασικό μέσο της άσκησης τίποτε δεν κατορθώνεται. Γιατί, ως προς το Θεό υπάρχει αμετάβλητα η θετική πραγματικότητα. Ο Θεός θέλει πάντοτε και «πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α’ Τιμ. β’ 4). Στον ταπεινό άνθρωπο όμως η πραγματικότητα είναι αρνητική και θεραπεύεται μόνο με την επίμονη άσκηση. Να γιατί η Εκκλησία μετά τη λήξη των διωγμών επινόησε τη φυγή και την έρημο. Ο ασθενής και επιρρεπής στην κακία, άνθρωπος, αδυνατούσε παρόντων των αιτίων να επιτύχει στη διαρκή και συνεχή πάλη και μάχη και ως λύση προτεινόταν η αποκοπή από τα αίτια.

Η σταθερή υπόμνηση του Κυρίου μας σ’ αυτούς που θέλουν να αθλήσουν για να στεφανωθούν, η σαφής υπόδειξη του ύψιστου αξιώματος στο όποιο μας οδηγεί η δωρεά του Χριστού, αποκαλύπτεται στην εντολή του « έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειος εστιν» (Ματθ. ε’ 48) και «άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιος ειμι» (Α’ Πέτρ. α’ 16). Ο στόχος είναι η απαλλαγή και ελευθερία από τα στοιχεία του θανάτου και η κατάκτηση των θείων επαγγελιών. Οι κατά καιρούς αθλητές και ζηλωτές των υπερφυσικών μυστηρίων αγάπησαν ολόψυχα την περιεκτική φιλοπονία, στην οποία κρύβεται το νόημα του Σταυρού και κέρδισαν την ανάσταση και υιοθεσία, στις όποιες υπάρχει το πλήρωμα των θείων δωρεών .

Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΥΙΟΘΕΣΙΑΣ

«Εάν εμοί διακονή τις, εμοί ακολουθείτω, και όπου ειμί εγώ, εκεί και ο διάκονος ο εμός έσται» (Ιω. ιβ’ 26). Με τη σάρκωσή του ο Θεός Λόγος έγινε και «Υιός ανθρώπου» ομοούσιος με μας. Κάθε τί που εξεπλήρωσε στην επίγεια ζωή του, επόμενο είναι, να είναι κατορθωτό σε όλο το ανθρώπινο γενος. Εάν στον Ιησού Χριστό, κατά τον Παύλο, «κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς» (Κολ. β’ 9) και είναι αυτός το «μέτρον πάντων», παραδεχόμαστε ότι αυτό που βεβαιώνουμε για την ανθρωπότητα του Χριστσύ μαρτυρεί το πλήρωμα γενικά των δυνατοτήτων της δικής μας φύσης. Άρα δίκαια και αληθινά είναι γραμμενο ότι «όσοι έλαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι» (Ιω. α’ 12). Σε μας τους οποίους «ώφειλε κατά πάντα ομοιωθήναι» (`Εβρ. β’ 17), αν και κατ’ ουσία ήταν Θεός, δεν μειώνει τη δυνατότητα να ακολουθούμε το παράδειγμά του. «Θαρσείτε, λέγει, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιω. ιστ’ 33). Ποιον Κόσμο; Εδώ εννοεί τη διάθεση που βρίσκεται «εν τω πονηρώ», το νόμο της διαστροφής, τον παλαιό άνθρωπο και όσα οδηγούν στη φθορά και το θάνατο. Δεν νικήθηκε ο κόσμος μαγικά, με τη θεοπρεπή μόνο εξουσία χωρίς την προσφορά της ανθρώπινης θέλησης, αλλά με την εκούσια πάλη και αντίσταση. Πρώτα εκδηλώνεται η δική μας θέληση και μετά η ενέργεια της Χάρης. «Ο νικών, δώσω αυτώ καθίσαι μετ’ εμού εν τω θρόνω μου, ως καγώ ενίκησα και εκάθισα μετά του Πατρός μου εν τω θρόνω αυτού» (Αποκ. γ’ 21). Η εμμονή μας στο στοιχείο της άσκησης είναι θετική. «Νήψατε, γρηγορήσατε· ο αντίδικος υμών διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη· ω αντίστητε» (Α’ Πέτρ. ε’ 8-9). Ο σύγχρονος άνθρωπος, αφού παραδόθηκε ολόκληρος στο έρεβος του αναρχισμού, παραιτείται από κάθε πρωτοβουλία αντίστασης κατά του παραλόγου. Θεωρεί μάλιστα την υποχρεωτική αποφυγή της αμαρτίας ως ανελεύθερο μέσο που στρέφεται κατά της ελευθερίας του και αυτό ακριβώς είναι ο θρίαμβος του εχθρού μας διαβόλου!

Η έμπρακτη και πανάρετη του Κυρίου μας βιοτή είναι ο ακριβής κανόνας της πανανθρώπινης ζωής και έτσι «παν στόμα φράζεται και καθίσταται υπόδικος άπας ο κόσμος τω Θεώ». Η εκούσια παράβαση του θείου θελήματος από τον άνθρωπο, θεμελίωσε την πρακτική αποστασία με διπλή πλέον ενοχή· έναντι των φυσικών νόμων της ύπαρξής μας, η οποία εξαρτάται οντολογικά από το πρώτο αίτιο της καταγωγής μας και έναντι του δημιουργού και Πατέρα μας Θεού, που προσβάλαμε και υποτιμήσαμε.

Η διπλή αυτή ανθρώπινη ενοχή έγινε εκούσια, χωρίς βία. Η επανόρθωση έπρεπε να γίνει έμπρακτα από τον παραβάτη. Η φιλάνθρωπη όμως οικονομία του σωτήρα μας Χριστού μετρίασε την πικρία της δίκαιης ποινής. Ανέλαβε το ρόλο του υπεύθυνου και αφού εφάρμοσε απόλυτα την υποταγή με την ενανθρώπησή του μετάλλαξε την υπεύθυνη δουλεία της εξάρτησης στη φιλότιμη απομίμηση του πανάγαθου βίου του. «Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού!» (Ρωμ. ια’ 33).

Απαραίτητο μέσο στον άνθρωπο για να προσέλθει στους όρους και τρόπους της ανάστασής του είναι η ορθή και υγιής πίστη προς το Θεό. Η είσοδος σ’ αυτήν την πίστη είναι η φανέρωση του Θεού, που από αγάπη αποκαλύπτεται.

Και πριν τη σάρκωση, ο Θεός Λόγος εμφανιζόταν δια συμβόλων και ενεργειών μέσω των πιστών του δούλων, των δικαίων και προφητών. Όταν όμως ήλθε «το πλήρωμα του χρόνου», φανερά και με παρρησία έζησε μαζί μας και μας δίδαξε έμπρακτα την οφειλόμενη αλήθεια και αυτό πλέον έγινε το πανανθρώπινο καθήκον. «Αποκριθείς δε Σίμων Πέτρος είπε· συ ει ο Χριστός ο Υιός του Θεού του ζώντος. Και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτώ· μακάριος ει, Σίμων Βαριωνά, ότι σάρξ και αίμα ουκ απεκάλυψέ σοι, αλλ’ ο Πατήρ μου ο εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. ιστ’ 16-17). «Γνωρίζω δε υμίν, αδελφοί, το ευαγγέλιον το ευαγγελισθέν υπ’ εμού ότι ουκ έστι κατά άνθρωπον· ουδέ γαρ εγώ παρά ανθρώπου παρέλαβον αυτό ούτε εδιδάχθην, αλλά δι’ αποκαλύψεως Ιησού Χριστού» (Γαλ. α’ 11-12). «Ημίν δε ο Θεός απεκάλυψε δια του Πνεύματος αυτού» (Α’ Κορ. β’ 10). «Ο ην απ’ αρχής, ο ακηκόαμεν, ο εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών,… και αι χείρες ημών εψηλάφησαν, περί του λόγού της ζωής…»(Α’ Ιω. α’ 1). Παρουσιάσαμε τις μαρτυρίες αυτές της Αγίας Γραφής για την επικύρωση της αλήθειας της αποκάλυψης, για να γίνει κατά πάντα πιστευτή. Δεν υπάρχει, λοιπόν, άλλος δρόμος προς τη θεία επίγνωση παρά μόνο η ακριβής τήρηση όλων όσων πρόσταξε ο Χριστός ως ο μόνος σωτήρας του κόσμου .
Συνεχίζεται…