Άγ. Ιουστίνος ΠόποβιτςΆγιοι - Πατέρες - ΓέροντεςΟρθόδοξη πίστηΣυναξαριακές Μορφές

30 χρόνια από την Κοίμηση του Οσίου Ιουστίνου Πόποβιτς

26 Μαρτίου 2009

30 χρόνια από την Κοίμηση του Οσίου Ιουστίνου Πόποβιτς

Ο π. Ιουστίνος Πόποβιτς – Ο φιλόσοφος του Αγίου Πνεύματος

avajustin1του Αθανάσιου Γιέβτιτς,

Επισκόπου πρώην Ζαζουμίου, Ερζεγοβίνης και Παραθαλασίου

Ο πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς, υπήρξε ένας από τούς μεγαλύτερους θεολόγους της εποχής μας και πνευματικός πατέρας της Εκκλησίας της Σερβίας και της Ορθοδοξίας. Όλη η βιοτή και το έργο του υπήρξε βίωση του Ευαγγελίου στην πράξη και μαρτυρία του ονόματος του Χριστού, συνεχής επιβεβαίωση ότι η σωτηρία της άνθρωπότητας βρίσκεται στό Ευαγγέλίο, που είναι ο ίδιος ο Χριστός.

Ο πατήρ Ιουστίνος γεννήθηκε το 1894 την ημέρα του Ευαγγελισμού, στην πόλη Βράνιε στήν Νότια Σερβία. Ο πατέ­ρας του λεγόταν Σπυρίδων, η μητέρα του Αναστασία και προερχόταν από οικογένεια κληρικών αριθμούσα επτά διαδοχικές γενεές ιερέων. Έλαβε το όνομα Μπλάγκογιε, δηλαδή Ευάγγε­λος, ο αγγελιοφόρος της καλής και χαρμόσυνης αγγελίας (του Ευαγγελί­ου), λόγω της ημέρας της γεννήσεως του. Όντως, όλη η επίγεια ζωή του υπήρξε ενα Ευαγγέλιο, μια αναγγε­λία του καλού και χαρμόσυνου μηνύ­ματος του Ευαγγελίου. Παντού στά λόγια του και πάντα στη ζωή του ο πατήρ Ιουστίνος το έλεγε και το ομο­λογούσε: κάθε ανθρώπινο ον, κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, όπως και κάθε πλάσμα του Θεού, είναι ένα ακατά­παυστο Ευαγγέλιο, μια αναγγελία του Ευαγγελίου. «Και μόνο με το ότι δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα του Θεού, κάθε άνθρωπος, και ιδιαίτερα ο άνθρωπος του Χριστού, είναι ένα ζωντανό Ευαγγέλιο του Θεού», έλεγε ο αββάς Ιουστίνος. Κάθε άνθρωπος επαναλαμβάνει το Ευαγγέλιο του Χριστού και γι’ αυτό ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είπε ότι «έστι δε και άλλα πολλά όσα εποίησεν ο Ιησοϋς άτινα, εάν γράφηται καθ’ εν, ουδέ αυτόν οίμαι τον κόσμον χωρήσαι τα γραφόμενα βιβλία» (Ιωάν. 21, 25). Δηλαδή ο Χριστός σε κάθε άνθρωπο συνεχίζει να γράφει το Ευαγγέλιο Του.Αφού τελείωσε τη δευτεροβάθ­μια εκπαίδευση και το ιερατικό σεμι­νάριο στο Βελιγράδι (1905-1914), ο νεαρός Μπλάγκογιε προσελήφθη ως βοηθός νοσηλευτής στο Σερβικό στρατό στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά από φοβερές μάχες το 1914-1915 και την ήττα του σέρβικου στρατού από τις δυνάμεις της συμμαχίας Αυστροουγγαρίας, Γερμανίας και Βουλγαρίας, διασχίζει με τον συντε­τριμμένο εναπομείναντα σερβικό στρατό τα απόκρημνα βουνά μεταξύ Σερβίας και Αλβανίας, και φθάνει στο Σκουτάρι, όπου λαμβάνει τή μο­ναχική κουρά, την ημέρα της εορτής του Μεγάλου Βασιλείου (1η Ιανουα­ρίου 1916), με τις ευλογίες του Μη­τροπολίτου Δημητρίου της Σερβίας, ο οποίος είχε επίσης υποχωρήσει μαζί με τον βασιλέα Πέτρο Α’ Καραγεώρ­γεβιτς και την κυβέρνηση. Λαμβάνει το όνομα του αγίου Ιουστίνου, μάρ­τυρος και φιλοσόφου, δείχνοντας με αυτό τη δίψα του για φιλοσοφία και μαρτύριο. Από το νησί της Κέρ­κυρας, όπου φιλοξενήθηκαν όλοι οι πρόσφυγες Σέρβοι, αποστέλλεται με μια ομάδα νέων Σέρβων φοιτητών, στην Ευρώπη και τη Ρωσία για συ­νέχιση των σπουδών του. Αφού πέ­ρασε εξι μήνες στην Πετρούπολη, εν συνεχεία μεταβαίνει στην Οξφόρδη, όπου παραμένει μέχρι το τέλος του 1919 και τελειώνει σπουδές θεολο­γίας. Μετά τη λήξη του πολέμου περατώνει τις σπουδές του στο Πα­νεπιστήμιο Αθηνών, όπου λαμβάνει τον τίτλο του Διδάκτορος της Πα­τρολογίας υποστηρίζοντας τη Δι­δακτορική του διατριβή «Το πρό­βλημα της προσωπικότητας και της γνώσεως κατά τον άγιον Μακάριον τον Αιγύπτιον». (Επανεκδόθηκε πρόσφατα σε απλούστερη γλώσσα μαζί με δύο άλλα παρόμοια κείμενα του με τον κοινό τίτλο «Οδός Θεο­γνωσίας» εκδ. Γρηγόρη). Κατά την ίδια περίοδο, εκδίδει επίσης το έργο του για τον Ντοστογιέφσκυ: «Η Φι­λοσοφία και η Θρησκεία του Ντοστογιέφσκυ» (Βελιγράδι, 1923).

Μετά το πέρας των σπουδών του, ο πατήρ Ιουστίνος διδάσκει Καινή Διαθήκη (Εισαγωγή και Ερμηνευ­τική), Πατρολογία και Δογματική στο Ιερατικό σεμινάριο του ,αγίου Σάββα στο Σρέμσκι, Κάρλοβιτς, Πριζρένη και Μοναστήρι μέχρι το 1934. Κατά τα έτη 1931-1932, εργά­ζεται ως ιεραπόστολος στη Σλοβα­κία για την επιστροφή στην Ορθοδοξία των Σλοβάκων, που τους είχε πριν επιβληθεί η Ουνία. Το 1932 δη­μοσιεύει στην σερβική τον πρώτο τόμο της Δογματικής του. Το 1935 εκδίδεται ο δεύτερος τόμος της Δογ­ματικής του και εκλέγεται καθηγη­τής της Δογματικής στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου του Βελι­γραδίου, όπου και παραμένει μέχρι τον πόλεμο και τη γερμανική κατο­χή τό 1941.

Οι διώξεις του από το κομμου­νιστικό καθεστώς

Κατά τη διάρκεια του πολέμου, συμμετέχει στο μαρτύριο του Σερβι­κού λαου και της Εκκλησίας του. Προς το τέλος του πολέμου διώκεται από τους κομμουνιστές, και καταφεύ­γει σε πτωχά, απόμακρα μοναστήρια, όπου καταφέρνει να συνεχίσει την αρξαμένη ήδη μετάφραση πατερικών και αγιολογικών κειμένων (Μέγα Συ­ναξαριστή) και να συντάξει τα σχόλια του στα Ευαγγέλια και τις επιστολές του Παύλου, τα όποια συνεχώς συ­μπλήρωνε και μετά τον πόλεμο και τα όποια εκδόθηκαν μεταξύ των ετών 1970-1978, σε πολλούς τόμους. Τελικά, με την επικράτηση στην εξουσία του κομμουνιστικού καθεστώτος στη Γι­ουγκοσλαβία το 1945, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται, και παρ’ ολίγο να τουφεκισθεί ως «εχθρός του λαού» από το ολοκληρωτικό καθεστώς του Ιωσήφ Μπρόζ Τίτο και της απάνθρω­πης ιδεολογίας του άθεου μαρξισμου, που κατέρρευσε τόσο τραγικά, βυθί­ζοντας εκ νέου το σερβικό λαό και τη ζωντανή Εκκλησία του σε μία άβυσσο δοκιμασιών. Στερημένος όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πολιτικών και θρησκευτικών, ο πατήρ Ιουστίνος ζούσε υπό επιτήρηση σ’ ενα μικρό γυναικείο μοναστήρι, στο Τσέλιε, κοντά στην πόλη Βάλιεβο της Σερβίας, μέχρι το τέλος της επίγειας ζωής του, το 1979. Κάθε μέρα τελούσε την Θεία Λειτουργία, και υπήρξε ο πνευματικός πατέρας των μοναζουσών, των ευλαβών πιστών και πολλών νέων φοιτητών, παραμένο­ντας ταυτόχρονα η «κεκρυμμένη συνείδησις της Σερβικής Εκκλησίας, αλλά και της μαρτυρικής Ορθοδο­ξίας εν γένει», όπως ελέχθη σχετικά από τον καθηγητή Πανεπιστημίου και Ακαδημαϊκό της Ακαδημίας Αθηνών, Ιωάννη Καρμίρη.

Στό μοναστήρι Τσέλιε, ο πατήρ Ιουστίνος συνέχισε εκ νέου το δημι­ουργικό του έργο σ’ όλους τους τομείς της Θεολογίας : Ερμηνευτική, Πα­τρολογία, Λειτουργική, Ασκητική και Δογματική. Συνένωσε στον ίδιο του τον εαυτό, σ’ ένα βαθμό ο όποιος είναι σπάνιος στην εποχή μας, την κα­θολικότητα του ασκητικού βίου, της λειτουργικής ζωής και πράξεως και την ανανέωση της πατερικής παραδό­σεως και θεολογίας. Λόγω των πνευ­ματικών και θεολογικών διαστάσεων των έργων του, θεωρήθηκε ομόφωνα, ακόμη και κατά τη διάρκεια της επί γης ζωής του, ως ο νέος πατήρ της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού. Παράλληλα κήρυξε άφοβα στο λαό το Ευαγγέλιο του Θεανθρώπου Χρι­στού, το Ευαγγέλιο της σωτηρίας του ανθρώπου και του κόσμου. Έβγαινε, όταν μπορούσε, από τα τείχη του μο­ναστηρίου για να πάει στις ενορίες και στις επισκοπές της Σερβίας, αλλά υπέστη για το λόγο αυτό πολλές δο­κιμασίες, διωγμούς, συλλήψεις, ανα­κρίσεις από την κομμουνιστική ηγεσία. Ο κλήρος και ο λαός τον αγαπούσε, τον σεβόταν και τον άκου­γε με μεγάλη προθυμία.

Εννοείται ότι δεν του δόθηκε εκ νέου η δυνατότητα να διδάξει στο Πανεπιστήμιο, αλλά εδέχετο κρυφά πολλούς καθηγητές και φοιτητές του Πανεπιστημίου, και όχι μόνο θεολό­γους, οι όποιοι ζητούσαν συνομιλίες και συμβουλές. Πολλοί από τους νέους απευθύνονταν σ’ αυτόν, γιατί ενδιαφερόταν για τα προσωπικά τους θέματα και για τα ζωτικά προβλήμα­τα της σύγχρονης εποχής. Για το λόγο αυτό είχε πολλούς μαθητές. Ο αββάς Ιουστίνος είχε επίσης πολλούς φίλους στην Ευρώπη και την Αμερι­κή, οι οποίοι του προμήθευαν μυστι­κά πολλές πρόσφατες και σημαντικές εκδόσεις θεολογικών και φιλοσο­φικών έργων. Δεν παρέμεινε αδιάφο­ρος στα προβλήματα του σύγχρονου οικουμενισμού, και το ενδιαφέρον του αυτό αποδεικνύεται με το έργο του «Η Ορθόδοξος Εκκλησία και ο οικουμενισμός (στα σερβικά, ρωσσικά και ελληνικά. Θεσσαλονίκη 1974). Βε­βαίως με πολλή προσοχή παρακολουθούσε τη ζωή και συνεργασία των Ορθοδόξων εκκλησιών. Είναι γνω­στό ότι έγραψε κριτικές παρατηρή­σεις του στο θέμα και την θεματολο­γία της προετοιμαζόμενης αγίας και μεγάλης Συνόδου της ΟρθοδοξΙας.

Προ της τελευτής του, ολοκλήρωσε τον τρίτο τόμο της Δογματικής (εξε­δόθη στα σερβικά στο Βελιγράδι το 1978), και συμπλήρωσε την Ερμηνεία του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου. Το εργο του αββά Ιουστίνου περιλαμβά­νει στο σύνολο του περίπου 40 τό­μους, εκ των οποίων οι 30 έχουν ήδη εκδοθεί μέχρι σήμερα στα σερβικά. (Μεταξύ αυτών, τρεις έχουν εκδοθεί στα ελληνικά, δύο στα γαλλικά και ένας στα αγγλικά). Σε χειρόγραφο και σε μαγνητοσκοπημένες ταινίες, παραμένουν ακόμη περίπου δέκα τόμοι, εκ των οποίων τρεις τόμοι με τις ομιλίες του έχουν εκδοθεί στα σερ­βικά. Πρόκειται για μια σειρά ομιλιών στα Ευαγγέλια, στις Κυρια­κές του έτους, στη Μ. Τεσσαρακο­στή, τη Μ. Εβδομάδα, το Πάσχα, την Πεντηκοστή και τις κινητές εορ­τές.

Ο πατήρ Ιουστίνος κοιμήθηκε εν ειρήνη ακριβώς την ήμερα των γενε­θλίων του στα 85 του χρόνια, ημέρα του Ευαγγελισμού, την ίδια μέρα που ήλθε σ’ αυτό τον κόσμο, γράφοντας έτσι και με τη γέννηση και με τον θάνατό του το Ευαγγέλιο, το καλό και χαρμόσυνο μήνυμα της ζωής και σωτηρίας. Κηδεύτηκε από ένα σημα­ντικό αριθμό επισκόπων και κλη­ρικών και πλήθος ορθοδόξου λαού, ανθρώπους που προσήλθαν απ’ όλα τα έθνη. Σέρβους, Έλληνες, Ρώσους και Γάλλους, γιατί πολλοί μεταξύ αυτών, και ιδιαίτερα οι μοναχοί του Αγίου Όρους, τον θεωρούσαν άγιο. Μέχρι σήμερα έχουν ήδη ζωγραφισθεί αρκετές εικόνες του που υπάρ­χουν στη Σερβία, την Ελλάδα, την Αμερική και τη Γαλλία, και μοναχοί του Αγίου Όρους έχουν συγγράψει τροπάρια και κοντάκια της Ακολου­θίας του. Ο τάφος του, στό μοναστή­ρι Τσέλιε, έγινε τόπος προσκυνήμα­τος για πολλούς ευλαβείς Ορθοδόξους, οι οποίοι έρχονται απ’ όλες τις Βαλκανικές χώρες και την Ευρώπη. Ήδη έχουν συμβεί αρκετά θαύματα καί θεραπείες με τις προσευχές του. Ελπίζουμε ότι σύντομα θα ενταχθεί στο Συναξαριστή των άγιων της Όρθοδόξου Εκκλησίας της Σερβίας.

Το συγγραφικό εργο του π. Ιουστίνου

Εκτος των δογματικών και ερμη­νευτικών έργων του, πολλά θεολογι­κά έργα του πατρός Ιουστίνου εκτείνονται στους τομείς της Πατρολο­γίας, της ασκητικής και της Λειτουργικής καθώς επίσης και προσφέρουν απάντηση στις ερωτήσεις, οι όποιες έχουν τεθεί από τη χριστιανική φι­λοσοφία, και ιδιαίτερα την Ορθόδοξη ανθρωπολογία. Η δεύτερη μελέτη του στον Ντοστογιέφσκυ αφιερώνε­ται ακριβώς σ’ αυτή την ερώτηση περί του άνθρωπου, διότι ο πατήρ Ιουστίνος αφιέρωσε πολύ μόχθο στο έργο του Ντοστογιέφσκυ, τον οποίο θεωρούσε, σε σχέση με τη Βίβλο, τον «Ιώβ του σύγχρονου κόσμου». Αυτή η προβληματολογία του άνθρωπου σύμφωνα με τον Ιώβ και τον Ντοστο­γιέφσκυ ήταν θέμα πύριας σημασίας στην καρδιά του πατρός Ιουστίνου, ο όποιος έβρισκε στον Θεάνθρωπο Χρι­στό την μοναδική λύση στο αβυσσα­λέο πρόβλημα του ανθρώπου. Το υποστήριξε ανέκαθεν και το επιβε­βαίωσε: «Είμαστε για τον Θεάνθρω­πο, γιατί είμαστε για τον άνθρωπο»! «Χωρίς τον Θεάνθρωπο Χριστό, δεν υπάρχει άνθρωπος, άλλά μόνο ένας κατώτερος άνθρωπος, ένα ανθρωπά­ριο (υπ-άνθρωπος), μια τραγική ύπαρξη στερημένη της λογιότητός του και του αιωνίου περιεχομένου της», δηλαδή της αιωνίου ζωής και θεώσεως.

Αυτή η επιμονή στο θέμα του ανθρώπου, σ’ όλες τις φιλοσοφικές και θεολογικές διαστάσεις, παρέμεινε χαρακτηριστικό των λοιπών έργων του πατρός Ιουστίνου, και ειδικότερα της Δογματικής του. Αλλά θα πρέπει επίσης ν’ αναφέρουμε τη συλλογή των φιλοσοφο-θεολογικών πραγμα­τειών, προ και μεταπολεμικών, η οποία εξεδόθη στο Μόναχο το 1957 με τον τίτλο «Φιλοσοφικοί Γκρεμοί». Χαρακτηριστικοί είναι ορισμένοι από τους τίτλους που συνθέτουν αυτή τη συλλογή και υπογραμμίζουν όλη την πολυπλοκότητα αυτής της ανοιχτής ανθρωπολογίας, της χριστιανικής ορθοδόξου, η οποία αγκαλιάζει ολό­κληρη την ανθρώπινη ύπαρξη: «Ο παράδεισος μου και η κόλαση μου», «Καταδικασμένοι στην αθανασία», «Πένθος για τον Χριστό», «Ντοστογιέφσκυ και Μωρίς Μέτερλινκ», «Αγιότης ως φωτισμός» κ.λπ. Επιση­μαίνουμε επίσης την πολύ γνωστή στην Ελλάδα συλλογή των άρθρων του πατρός Ιουστίνου, «Άνθρωπος και Θεάνθρωπος» (πού μεταφράστη­κε και στα γαλλικά), τίτλος ο οποίος θα μπορούσε να χαρακτηρίσει το σύ­νολο της φιλοσοφίας του, καθώς σ’ αυτό το σημείο, το ενιαίο και ταυτό­χρονα διπλό, αναφέρεται όλη του η θεολογική σκέψη και η ζώσα φιλοσο­φία του. Συνίσταται στη μαρτυρία του Σταυρού και της Αναστάσεως στον Θεό και τον άνθρωπο, στη συ­νάντησή τους και ένωση τους άνευ συγχύσεως, άνευ ελαττώσεως, και άνευ απώλειας μέσα στον Θεάνθρωπο Χριστό, τον Υιό-Λόγο και αιώνιο Δη­μιουργό, αλλά επίσης και Σωτήρα, ο οποίος σώζει και θεοποιεί τον άνθρω­πο προσδίδοντας του το αιώνιο νόημα και θεανθρώπινο περιεχόμενο.

Επ’ αυτού ο πατήρ Ιουστϊνος τό­νιζε ως εδάφιο-κλειδί το προς Εφεσίους (στ. 12-13): «Μέχρι καταντήσωμεν εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλι­κίας του πληρώματος του Χριστού», με το οποίο εκφράζεται η ουσία όλων των προσπαθειών του ανθρώπου, τόσο των προσωπικών όσο και των κοινών, των θρησκευτικών και των φιλοσοφικών, των ανθρωπίνων και των ανθρωπιστικών. Ο πατήρ Ιουστίνος έκανε μία βαθειά κριτική επί του ρηχού και επιπόλαιου Ευρωπαϊ­κού Ουμανισμού, ανίκανου να βγάλει την ανθρώπινη ύπαρξη από τα αδιέ­ξοδα της σφαίρας του θανάτου και της φθοράς, για να προτείνει στην θέση του έναν άλλο χριστιανικό, βιβλικό-πατερικό Ουμανισμό, πιο πλήρη και πιο ανθρώπινο, ο οποίος συνενώνει την θεολογία και την ορθό­δοξη ανθρωπολογία σ’ ένα ενιαίο Θε-ανθρωπισμό.

Θα είχαμε κάθε λόγο να ισχυρι­σθούμε ότι ο πατήρ Ιουστίνος παρέ­μενε παραδόξως ένας θεολόγος «ανθρωπολόγος» (με άλλα λόγια σω-τηριολόγος, άρα ευαγγελικός θεολό­γος, επειδή στήριξε την ανθρωπολο­γία του στον Χριστό). Δεν ήταν ως εκ τούτου μόνο «θεοκεντρικός», ήταν ένας θεολόγος πρώτα απ’ όλα χριστολογικός και χριστοκεντρικός, καθώς θεωρούσε και βίωνε όλη τη σχέση και την επίλυση του ζητήματος του Θεού και του ανθρώπου μόνο μέσα από τον Θεάνθρωπο Χριστό, εκείνον που είναι «ο κατ’ εξοχήν καινός και ο κατ’ εξοχήν είς και μοναδικά καινός υπό τον ήλιον» σύμφωνα με τα λόγια του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού (Migne ΡG 94, 984) και επίσης σύμφω­να με τον απόστολο Παύλο και τον άγιο Μάξιμο τον Όμολογητή: « ο Χριστός είναι το μέτρον των πάντων και τα πάντα εν πάσι», και δεν θα πρέπει ούτε να μετρούμε ούτε να εξηγούμε τον Χριστό με οτιδήποτε ούτε με οποιονδήποτε, γιατί «ο Χριστός είναι το μέτρον και η εξήγηση των πάντων» (Προς ΈφεσΙους και Κολοσσαείς και αγίου Μαξίμου προς Θαλάσσιον 60 καί 65).

Ο πατήρ Ιουστίνος κατέστη συνε­χιστής, πιστός και ταυτόχρονα δημι­ουργικός, του κηρύγματος, του απο­στολικού μηνύματος και της ζω­ντανής Παραδόσεως των αγίων Πατέ­ρων, τα οποία μεταδίδει, βιώνει και μελετά μέσα από μια προσωπική προβληματική, συνοδικο-εκκλησιαστική και σύγχρονη, συνεχώς επίκαιρη για τον Ευαγγελικό άνθρωπο, τον δημι­ουργημένο κατ’ εικόνα του Θεού, έκπτωτο αλλά πραγματικά σεσωσμένο εν Χριστώ και δοξασμένο εντός της Εκκλησίας ως θεανθρωπίνης ενώσε­ως μεταξύ Θεού και ανθρώπου εν Χριστώ, με τη χάρη και τις ενέργει­ες του Παναγίου Πνεύματος, του Παρηγορητικού. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο αββάς Ιουστίνος υπήρξε μαθητής και αυθεντικός διάδοχος του μεγάλου αποστόλου Παύλου και των πιο μεγάλων Πατέρων της Ορθόδοξης Ανατολής, αγίου Αθα­νασίου του Μεγάλου, των Καππαδοκών, του αγίου Ιωάννου του Χρυσο­στόμου, του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Άλλωστε, ο απόστολος Παύλος υπήρξε ανέκαθεν γι’ αυτόν ένας οδηγός, ένα μοντέλο ζωής, ένα παράδειγμα και ένας εμπνευστής για τη διάδοση του θείου κηρύγματος και για τη βίωση του Ευαγγελίου του Χριστού.

Γι’ αυτό, άλλωστε, ο τίτλος τον όποιο διάλεξε για τα σχόλια του στις επιστολές του μακαρίου αποστόλου Παύλου, είναι «Συμπόρευση μαζί με τον απόστολο Παύλο» και εννοεί τόσο την επίγεια όσο και την αιώνια ζωή.

(Περιοδικό ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ, τ. 15), Αύγουστος-Νοέμβριος 2004