Ορθόδοξη πίστη

ΟΙ ΕΝΝΟΙΕΣ «ΑΓΙΟΤΗΤΑ» ΚΑΙ «ΑΓΙΟΣ». (1)

13 Ιουνίου 2009

ΟΙ ΕΝΝΟΙΕΣ «ΑΓΙΟΤΗΤΑ» ΚΑΙ «ΑΓΙΟΣ». (1)

Εικόνα των Αγίων Πάντων από τον Ι.Ν. Αγίων Πάντων στη Σαλίνα του Κάνσας, ΗΠΑ.

Εικόνα των Αγίων Πάντων από τον Ι.Ν. Αγίων Πάντων στη Σαλίνα του Κάνσας, ΗΠΑ.

Ανδρέα Θεοδώρου

1. Διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Η αγιότητα είναι βασική ιδιότητα της ενέργειας και της φύσεως του Θεού. Σημαίνει απουσία από την πανακήρατη φύση κάθε ίχνους κακίας, στην οποιαδήποτε μορφή της. Ο Θεός είναι οντολογικά άγιος, διότι η ουσία του είναι φύσει αγαθή. Η κακία αφ’ έτερου είναι οντολογικά ανύπαρκτη. Δεν ανήκει στην κλίμακα των υπαρκτών όντων, αλλά είναι επι-φαινόμενο. Φαίνεται, δεν είναι, λαμβάνουσα την υπόσταση της εκεί, όπου τα λογικά όντα απομακρύνονται ελεύθερα από το Θεό. Όπου απουσιάζει το αγαθό, εκεί εμφανίζεται, ως συμβεβηκός περί τη φύση η αμαρτία, η όποια εξαφανίζεται, όταν εμφανιστεί πάλιν εκείνο (το αγαθό). Έτσι και το φως, όταν αναχωρεί, παραχωρεί τη θέση του στο σκοτάδι, το οποίο με τη σειρά του αφανίζεται, όταν επανεμφανιστεί εκείνο.

Στο στάδιο της θείας οικονομίας, η αγιότητα του Θεού είναι η θεία του ενέργεια στην πολλαπλή σχέση της προς τις ελεύθερες πράξεις των λογικών κτισμάτων. Από τη θεία ενέργεια απορρέει και προς αυτήν αναφέρεται κάθε ιδέα κτιστής αγιότητος. Ο Θεός, ως δημιουργός, έθεσε στα όντα την ηθική τάξη και τους ηθικούς νόμους του την τήρηση των οποίων απαιτεί, τιμωρώντας τις οποίες παραβάσεις τους. Από την άποψη αύτη ο Θεός είναι δίκαιος, και κατ’ επέκτασιν κριτής των ηθικών ενεργειών των πλασμάτων του.

Στο μυαλό μας η αγιότητα του Θεού νοείται σε συνδυασμό με την ηθική ποιότητα των ενεργειών του ανθρώπου. Ό,τι κακό παρατηρείται σ’ αυτόν, το απομακρύνουμε από την καθαρή και αμόλυντη θεία φύση. Ως γνωστόν, με τον τρόπο αυτό δουλεύει η άποφατική θεολογία, η όποια αφαιρεί από την ουσία του Θεού κάθε τι το κακό, ατελές και άναγνο, που παρατηρείται στην ηθική περιοχή του όντος. Διά των αφαιρέσεων φθάνουμε στην απόλυτη τελειότητα του Θεού. Η αγιότητα είναι έκφραση της τελειότητος αυτής.

Ο Θεός είναι άγιος. Έτσι τον είδαν και τον έψαλλαν οι άγγελοι σύμφωνα με το όραμα του Ησαΐα: «΄Αγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη της δόξης αυτού» (στ’ 3). Και επειδή ο Θεός δεν αρέσκεται σε υπερβολές (προς τι άλλωστε;), η αγιότητα του είναι εκφρασμένη απλά σε θετικό βαθμό. Όπως είναι εκφρασμένη και η αγιότητα του Χριστού: «άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιος ειμί» (Α’ Πέτρ. α’, 16), και ως και του Πνεύματος του Θεού, το οποίο προσωνυμείται απλά «άγιον» («Πνεύμα άγιον»), τόσο στη σειρά της Αγ. Τριάδος, όσο και στις πολλές μαρτυρίες της θείας Γραφής. Βεβαίως υπάρχουν και προσωνυμίες σε βαθμό υπερθετικό: την Τριάδα αποκαλούμε «Παναγίαν» («Παναγία Τριάς ελέησον ήμας…»), όπως «Παναγία» προσαγορεύεται και η Μητέρα του Χριστού. Τα επισημαίνω αυτά, γιατί εδώ στη γη συμβαίνουν άλλα πράγματα. Ορισμένοι από τους εκκλησιαστικούς εκπροσώπους του Χριστού φέρουν τίτλους τρανταχτούς, φημιζόμενοι επίσημα ως «άγιοι» όχι απλά σε θετικό βαθμό (όπως ο Θεός), αλλά σε βαθμό υπερθετικό επί υπερθετικού, π.χ. «Παν-αγιώ-τατος» (!), «Παν-ιερώ-ιατος» (!), «Παν-οσιολο-γιώ-τατος»(!), κ.λ.π. Τη λαμπρότητα των επισκοπικών τίτλων τους, αποκύημα ιστορικών συγκυριών (που μπορούσαν να είναι διατυπωμένοι ηπιότερα, σύμφωνα με το ευαγγελικό πνεύμα της μετριοφροσύνης και της ταπεινώσεως, η οποία ανακλά στο πρόσωπο τους ως φορέων του επισκοπικού τους αξιώματος και εκπροσώπων του Χριστού), την αποδέχονται άσμενοι, έναβρυνόμενοι σ’ αυτήν, ενώ στην ουσία δεν είναι τίποτε άλλο από ευτελείς και αχρείοι δούλοι του Θεού, οφειλέτες στην τέλεση του διατεταγμένου χρέους, και τίποτε περισσότερο (Λουκ. ιζ’ 10).

Το ιερό Σύμβολο της Πίστεως αποκαλεί την Εκκλησία «αγίαν»: «Εις μίαν, αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν». Την αγιότητά της η Εκκλησία αντλεί από την αόρατη και μυστική της κεφαλή, το Χριστό: «καθώς και ο Χριστός ηγάπησε την εκκλησίαν και εαυτόν παρέδωκεν υπέρ αυτής, ίνα αυτήν αγιάση…, ίνα παραστήση αυτήν εαυτώ ένδοξον την εκκλησίαν, μη εχουσαν σπίλον ή ρυτίδα ή τι των τοιούτων, αλλ’ ίνα η αγία και άμωμος” (Εφ. ε’ 26, 27). Περαιτέρω είναι αγία η Εκκλησία, γιατί και η χάρη του Αγ. Πνεύματος, που την εμπνέει και την οδηγεί είναι αγία, όπως άγιος είναι και ο σκοπός της, δηλαδή η αγιοποίηση των αμαρτωλών μελών της. Τη μεταφυσική αγιότητα της Εκκλησίας δεν μειώνει το γεγονός, ότι τα μέλη της, άνθρωποι ατελείς και έμπερίστατοι, είναι αμαρτωλά. Γι’ αυτό ακριβώς υπάρχει η Εκκλησία, για ν’ αγιάζει τα ασθενή μέλη της και να τα οδηγεί στην ηθική και πνευματική τους τελειοποίηση.

Άγια, τέλος, είναι και άλλα μεγέθη πνευματικά και υλικά. Άγιος είναι ο Νόμος του Θεού (Ρωμ. ζ’, 12), ως συγκεκριμένη έκφραση του αγίου του θελήματος, η τήρηση του οποίου δεσμεύει κάθε άνθρωπο. Άγιες είναι οι θείες Γραφές (Ρωμ. α’ 2), στις οποίες είναι καταχωριμένη η αλήθεια, την οποία φανέρωσε στον κόσμο ο σαρκωθείς Λόγος του Θεού. Άγιος είναι και ο χριστιανικός ναός μαζί με όσα υπάρχουν σ’ αυτόν, τα αφιερωμένα στη λατρεία του Θεού. Άγια είναι και τα ιερά μυστήρια, και προ πάντων η θεία Ευχαριστία, διά των οποίων αναγεννάται και τρέφεται πνευματικά ο άνθρωπος, και άλλα πολλά.

Στο ηθικοπνευματικό πεδίο η αγιότητα εκφράζεται ως κατάσταση, στην οποία φτάνει ο άγιος, ως τέλειος και ολοκληρωμένος χριστιανός. Είναι αγιότητα σχετική, συγκρινόμενη με την απόλυτη αγιότητα του Χριστού, τον οποίο δεν εσπίλωσε κανένα ίχνος αμαρτίας (Α’ Πέτρ, β’ 22), και ο οποίος δεν είχε καν τη δυνατότητα ν’ αμαρτήσει, λόγω της συνθέσεως του θεανδρικού προσώπου του.

Όπως εύκολα νοείται, η αγιότητα δεν είναι τέλεια από την αρχή και στατική, φυτευμένη στη φύση του ανθρώπου, αλλά κατάσταση δυναμική και εξιλεωτική. Δεν γεννιέται κανείς άγιος, αλλά γίνεται. Το πρώτο αποτελεί αντίφαση. Αρετή και στάση είναι πράγματα αντιφατικά Για να γίνεις άγιος πρέπει να διανύσεις πολύ δρόμο να δουλέψεις επίμονα κι εντατικά, φυσικά πάντοτε με τα όπλα του φωτός (Ρωμ. ιγ’ 12) και με τη χάρη του Θεού να πολεμήσεις την ευπερίστατη αμαρτία (Εβρ. ιβ’ 1) και τις μεθοδείες του διαβόλου (Εφ. ζ’ 11)· να καθαρίσεις επιμελώς το σώμα και τη ψυχή σου από πάθη αμαρτωλά (Α’ Κορ. ζ’ 1), από επιθυμίες και σκέψεις και λογισμούς πονηρούς, από τη φιληδονία της σάρκας και την κακία στην όποια μορφή της, που κουβαλάει μέσα του κάθε άνθρωπος, για να φθάσεις «εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ. δ’ 13). Παράλληλα πρέπει να κοσμήσεις τη ψυχή σου με τις ουρανοδρόμες αρετές, την ταπείνωση, την πίστη και την αγάπη. Όταν φτάσει κανείς ν’ αγαπά σωστά το Θεό (Ματθ. κβ’ 37), τότε αγγίζει τα όρια της σχετικής αγιότητος.

Με άλλα λόγια, η θεία «εικών», που υπάρχει στην πλάση κάθε ανθρώπου (Γεν. α’ 27) και εντοπίζεται στο λογικό, το νοερό και το αυτεξούσιο της ψυχής του στη θετική της φορά στο αγαθό και το Θεό, πρέπει να γίνει «ομοίωσις», που σημαίνει να μοιάσει κανείς, σε μια πορεία εξελικτική, μ’ εκείνο που είναι ο Θεός, το οποίο απηχείται στη ψυχή του και δημιουργεί πνευματική συγγένεια με τον πλαστουργό του. Αυτό ισοδυναμεί με τη χαρισματική θέωση του πιστού. Ο άγιος είναι ο θεωμένος άνθρωπος, ο θείας φύσεως κοινωνός (Β’ Πέτρ. α’ 4), ο οικείος Θεού (Εφ. β’ 20). Η θέωση είναι το όριο στο οποίο εξαντλείται, και με το οποίο ταυτίζεται η αγιότητα του ηθικού όντος. Το μέγεθος αυτό, αρχόμενο από την παρούσα ζωή, θα ολοκληρωθεί μελλοντικά στην αιώνια θεία βασιλεία.

Συνεχίζεται στο (2)

pdf-logo