Άγιοι - Πατέρες - ΓέροντεςΓέρ. Ιωσήφ Βατοπαιδινός

Ο ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ (+Γέροντος Ιωσήφ) (2)

2 Ιουλίου 2009

Ο ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ (+Γέροντος Ιωσήφ) (2)

100_3743

VatopaidiFriend: Στη μνήμη του Γέροντα Ιωσήφ του Βατοπαιδινού παραθέτουμε σε δύο συνέχειες το λόγο που διαβάστηκε στην τράπεζα της Μονής μετά την εξόδιο ακολουθία ενώπιον πολλών Μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Κύπρου, πλήθους ηγουμένων, μοναχών και λαϊκών που κατά κύματα κατέφθασαν στη Μονή. Ελάχιστη προσφορά και αντίδωρο σ’ όλους όσοι σωματικά ήταν απόντες αλλά νοερά «έκλιναν γόνυ νου και καρδίας» στο σεπτό σκήνωμα του Μεγάλου μας Γέροντα, Οδηγού και Πατέρα.

Εις τη φυσική πλέον κατάσταση όταν φθάσει ο Μοναχός, αρχίζει κατά φύση τις ενέργειες της η ένδοθεν μένουσα χάρις του Αγίου Πνεύματος προς ανακαινισμό και ανάσταση του νεκρωθέντος δια της αμαρτίας παλαιού άνθρωπου. Ο θείος φόβος, σαν η πρώτη αρχή, αυξάνει και προκαλεί τον θειο ζήλο. Ο ζήλος ερεθίζει προς ακριβέστερη φιλοπονία και ιδίως ενσυνείδητη τήρηση των θείων εντολών συνάμα δε εγείρει και την αίσθηση της ενοχής, αφού κατά καιρούς προκαλεί τη γεύση της θείας αγάπης. Μετά από αυτά ξυπνά το πένθος και τα δάκρυα, χάριτι και μόνον του Θεού, και αυτά αρχίζουν τη μάλαξη της σκληρότητος της καρδίας και οδηγούν στην ελέει Θεού κάθαρσή της.

Στην καλή αυτή πορεία, αν συμπαρίσταται πεπειραμένος οδηγός και δεν κλέψει η αμέλεια και ο εγωισμός την μετριόφρονα φιλοπονία, αρχίζει η θεία χάρις να δείχνει τήν παρουσία της αισθητότερα στο νου, διδάσκουσα την ταπείνωση και την προσευχή. Η υποταγή, η εκκοπή του ιδίου θελήματος και, γενικά, η ακρίβεια της συνειδήσεως στη σύγκριση των εμπαθών και μη νοημάτων ιδίως επί ευλογοφανών προφάσεων, και τούτο γίνεται εύκολο δια της αληθούς υπακοής, παρατείνει την ενέργεια της χάριτος, ιδίως στο νου, και αυξάνει η πνευματική γνώση, ώστε να αποτρέπεται η εύκολη απάτη της πλάνης του εχθρού, είτε στα πράγματα είτε στα νοήματα. Εδώ χρειάζεται πολλή επαγρύπνηση στην διαβολικότητα της οιήσεως, διότι είναι πολύ λεπτή και δυσδιάκριτη. Άλλος κίνδυνος εκ δεξιών είναι η δήθεν πρακτική εκδήλωση της αγάπης, ώστε να καταλύεται η ακρίβεια του τυπικού, γιατί εδώ απαιτείται η λεπτότητα της διακρίσεως. Στους καλούς υποτακτικούς δεν χρειάζονται αυτές οι λεπτομέρειες. Όλην αυτή την καλή κατάσταση προκαλεί η χάρις του Θεού, άνευ της οποίας δεν δύναται ο άνθρωπος να πράξει τίποτε.

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναφέρει στις ομιλίες του το έξης· «του Θεού δε μη ενεργούντος εν ημίν, αμαρτία παν το παρ’ ημών γινόμενον». Παρ’ όλον όμως ότι τα πάντα διά της χάριτος του Χρίστου επιτυγχάνομε, τίποτε πάλι δεν παρέχει η χάρις άνευ της συμπράξεως της ανθρωπινής θελήσεως. Να, λοιπόν, γιατί βλάπτουν και ζημιώνουν τον άνθρωπο τα δύο μεγάλα κακά, ο εγωισμός και η αμέλεια. Η μεν αμέλεια κατακρίνεται υπό του Θεού και ο αιχμαλωτισθείς από αυτή – τρόπον τινά – εγκαταλιμπάνεται, επειδή, ενώ γνωρίζει εκ της πείρας ότι απαιτείται η συνεργεία του μετά της χάριτος του Θεού για τη δική του ανάσταση και προκοπή, παραιτείται της συμπράξεως και προδίδει την ευλογία της θείας χάριτος, η οποία από μόνη της του χάρισε τόσα καλά. Η δε υπερηφάνεια προκαλεί την μετ’ οργής και αποστροφής έκπτωση και εγκατάλειψη παρά της χάριτος, διότι δεν ανέχεται τον σφετερισμό των δικών της δωρεών, να κλέπτονται και να ιδιοποιούνται από τον άνθρωπο τα ουράνια δώρα, που αυτή πλούσια χαρίζει.

Η καλή αυτή κατάσταση, μη διακοπτόμενη εις όλους τους δικούς της ορίζοντας, είναι και λέγεται φωτιστική και ετοιμάζει τον κάτοχο αυτής διά το τρίτο και τελευταίο στάδιο του αγιασμού και της κατά Θεόν τελειότητος. Ο Μοναχός περιορίζει αφ’ ενός τη ροπή της αγάπης του προς ο,τιδήποτε της συμπάσης κτίσεως, από την άλλη στρέφεται εξ ολοκλήρου προς τον Θεό και με ένθερμο ζήλο επιδίδεται πρακτικά στην τήρηση των θείων του εντολών. Έτσι, αιχμαλωτίζοντας παν νόημα και πρόθεση και ενέργεια στην υπακοή του Χρίστου (Πρβλ. Β΄ Κρ. 10, 5), νεκρούται ολοκληρωτικά για τον κόσμο, δεν ζει πλέον μήτε διά τον εαυτό του μήτε για κάποιον άλλον, αλλά μόνο διά τον υπέρ αυτού αποθανόντα και αναστάντα Χριστό (Πρβλ. Β’ Κρ. 5, 15). Λέγει ο Κύριος μας Ιησούς «ότι εγώ ζώ και υμείς ζήσεσθε» (Ιω. 14, 19), όπου πραγματικά ο ζων Μοναχός, ως υιός της αναστάσεως, τα άνω ποθεί, τα άνω φρονεί (Κολ. 3, 1-2), ένθα και ο Χριστός.

Ο Κύριος σκοπός του Μοναχού και όλος ο αγώνας της σκληρής ασκητικής του ζωής αποβλέπει στην εν Χριστώ θέωσή του, λαμβάνων προσωπική πείρα της εν Πνεύματι Αγίω μεθέξεως της θεοποιού χάριτος του Χριστού. Η θεωθείσα, διά της προσλήψεως υπό του Θείου Λόγου, ανθρώπινη φύση απέδειξε, κατά τη θεία Μεταμόρφωση, τη δυνατότητα να περιχωρήσει το φώς της προσδοκώμενης θεώσεως και, άρα, η βασιλεία του Θεού είναι ήδη από εδώ γνωστή και κατορθωτή. Το φως της θείας Μεταμορφώσεως του Σωτήρος δεν είναι άλλο από το φως της βασιλείας Του, που φανερώθηκε δι’ αυτού και συνεχίζει να μεταδίδεται στους ανθρώπους διά του Αγίου Πνεύματος. Αυτό, λοιπόν, βλέπουν και «οι καθαροί τη καρδία» Μοναχοί, αφού σταδιακά πέρασαν την κλίμακα της μετανοίας και χάριτι Θεού δέχθηκαν σαν πεφωτισμένοι τις θείες ελλάμψεις των ενεργειών της χάριτος.

Όσο και αν φαίνεται τολμηρή η περιγραφή των υψηλών αυτών νοημάτων και της υπέρ φύσιν αυτής καταστάσεως ιδίως στη χλιαρή και άτονη γενεά μας, δεν παύει να είναι ο κύριος στόχος και η πανανθρώπινη νοσταλγία και έφεση, όπου τερματίζεται κάθε αναζήτηση και απορία της κοσμικής αβεβαιότητος. Στην καυτηριασμένη συνείδηση του πεπλανημένου και παραπαίοντος σημερινού ανθρώπου, που τον συνέχει και τον συνθλίβει η απόγνωση, δεν είναι υπερβολική και άσκοπη η συστηματική αποκάλυψη του ορθού τούτου προσανατολισμού έναντι των τόσων άλλων πλανών που μαστίζουν ιδίως τη νεότητα. Επαναλαμβάνομε συνοπτικά τον τρόπο, με τον οποίο δύναται ο κάθε άνθρωπος, αν θέλει, να φθάσει στον προορισμό του.

Η αφετηρία είναι η ορθή πίστη και η μετάνοια. Τα συνεργούντα είναι η χάρις του Θεού μέσω της Εκκλησίας διά των αγίων μυστηρίων, η καλή πρόθεση και η συνεργασία του ανθρώπου διά της υπακοής στις θειες εντολές. Επίσης, απαιτείται συνεχής μάχη και πάλη προς τα αίτια της αμαρτίας και κατά του Σατανά, ο οποίος εκβιάζει την εμπαθή διάθεση του μετανοούντος όσο εξ αιτίας των παλαιών συνηθειών δεν έχει πιωθεί εντός του η θεία χάρις, καθώς επίσης μάχη και κατά των παθών, που σκιάζουν ακόμη και την προαίρεση. Η επιμονή στην καλή απόφαση της τηρήσεως των θείων εντολών και η υπομονή στις αντιθέσεις, που λέγονται πειρασμοί, προκαλούν την αύξηση της χάριτος, η οποία εκμηδενίζει συν τω χρόνω τον παλαιόν άνθρωπο, πάθη και επιθυμίες, και οικοδομεί τον καινό διά των αρετών. Διά των αρετών τελειοποιείται ο χαρακτήρας και, γενικά, η εν Χριστώ ζωή. Σ’ αυτό το σημείο αρχίζει η υπέρ φύσιν κατάσταση του αγιασμού, όπου τις αρετές διαδέχονται τα χαρίσματα και η πλήρης «εν Θεώ αίσθηση». Διά του φωτισμού της θείας χάριτος ο άνθρωπος δέχεται αποκαλύψεις και κοινωνεί αρρήτως μετά των ακτίστων θείων ενεργειών γευόμενος αναλόγως της υπέρ νουν θεώσεώς του, που είναι το πλήρωμα της πατρικής του Θεού επαγγελίας. «Εγώ είπα, θεοί εστε και υιοί Υψίστου πάντες» και «όσοι έλαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεου γενέσθαι» (Ιω. 1, 12).

Εως εδώ αναφέραμε συντόμως το πρακτικό μέρος της κατά Χριστόν ζωής, καθώς και τα αποτελέσματά του, για ν’ αποδείξομε εν συνεχεία ότι αυτό είναι κατ’ ουσίαν το μοναχικό ιδεώδες και ανάλογη η προσωπική επιδίωξη του Μονάχου. Ουδέποτε όμως ο Μοναχός είναι ατομιστής η ακοινώνητος, όπως η σκοπίμως παρερμηνεύεται κάποτε.

Ο επιδιωκόμενος στόχος της τελειώσεως του Μονάχου, στην υπερφυσική θέση της κατά Θεόν τελειότητος, είναι η αγάπη, την οποία πάντοτε καλλιεργεί μέσα στα πλαίσια της μοναστικής του ζωής. Πως είναι δυνατό σε ένα μοναστικό πρόγραμμα, του οποίου βάση είναι η αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον, να απουσιάζει η κοινωνικότητα και η αλληλεγγύη; Ο Μοναχός είναι πιστό μέλος της Εκκλησίας και πολύ νωρίς επεστρατεύθη ιδίως κατά τις αρχές της εξαπλώσεώς της. Αλλά και πολύ μεταγενέστερα και έως της σήμερον συναντάται η φιλοξενία και αγάπη στα μοναστικά ιδρύματα.

Εκδηλώνοντας οι Μοναχοί την αγάπη τους δεν αρκέσθησαν σε ωρισμένους τύπους φιλανθρωπίας, όπως θα νόμιζε κανείς, αλλά επεκτείνοντο εις πάσαν μορφήν ανάγκης του πλησίον, είτε ως άτομου είτε ως επί το πλείστον κοινωνίας. Στα οργανωμένα μοναστικά Ιδρύματα υπήρχαν πάντοτε νοσοκομεία, γηροκομεία, χωρίς να λείπουν και τα εκπαιδευτήρια για τα γράμματα και τις τέχνες, ιδίως όταν απουσίαζε η κοινωνική πρόνοια εκ μέρους των κρατικών αρχών. Παραλείπω να αναφέρω λεπτομέρειες δια τις κατά καιρούς εξαίρετες δυσκολίες ή θεομηνίες, οπότε κορυφαίοι Πατέρες πλησίαζαν την κοινωνία και ανελάμβαναν έργα φιλανθρωπίας, υπηρετούντες προσωπικώς στις διανομές τροφών, ή στα νοσοκομεία και θεραπευτήρια.

Τι να πρωτοαναφέρωμε, έπειτα διά την υπόλοιπη διακονία και προσφορά στην όλη εκκλησιαστική μας παράδοση και λεπτομέρεια; Το σύνολο, σχεδόν, της εκκλησιαστικής μεγαλοπρέπειας ανήκει στην πρόνοια και το μόχθο των Μοναχών – Πατέρων. Αυτοί, είτε σαν απλοί φορείς της μετανοίας, καθώς και ξεκίνησαν, είτε ως μέλη του ανωτέρου κλήρου, όπου επεστρατεύθησαν, εφαρμόζοντες το πλήρωμα της αγάπης -μετά από την προς τον Θεό – και προς τον πλησίον, εκόσμησαν και επλούτησαν την Εκκλησία. Πολλοί είναι επίσης οι Μοναχοί, οι οποίοι χάριτι Χριστού ήσαν και είναι χαρισματούχοι, όπως είναι και το χάρισμα της προφητείας. Αυτοί, ως ιστάμενοι μεταξύ γης και ουρανού, συμφιλιώνουν τους ανθρώπους μετά του Θεού, πότε μεσιτεύοντες προς την θεία Δικαιοσύνη υπέρ παντός του κόσμου ή ενός εκάστου ιδιαιτέρως και πότε γνωρίζοντες στον κόσμο το θείο θέλημα, που είναι και η σπουδαιοτέρα αποστολή και το αναγκαιότερο καθήκον. Πού έγιναν τα υπερφυσικά γεγονότα των θαυματουργιών, οι ποικίλες ιάσεις και οι λύσεις των αναρίθμητων δυστυχιών κατά τις βιαιότητες των στοιχείων της φύσεως εξ αίτιας των αμαρτιών του κόσμου; Πού αλλού έξω από τα μοναστικά περιβάλλοντα απεκαλύφθη το θείο θέλημα και φανερώθηκαν οι θείες βουλές; Σε ποίους κινδύνους εκ των πολυωνύμων αιρέσεων δεν συμπαραστάθηκαν και δεν προμάχησαν υπέρ της Εκκλησίας οι Μοναχοί; Ποιοι κράτησαν απαραχάρακτα την ιερά μας παράδοση και με ζήλο και αυτοθυσία υπεραμύνθηκαν υπέρ της αληθείας της ορθής μας πίστεως; «Επιλείψει ημάς ο χρόνος διηγουμένους» (πρβλ. Εβρ. 11, 32) περί των πολλών τούτων περιπτώσεων και της λοιπής λεπτομέρειας, αν λεπτολογήσομε τη μεγάλη εκκλησιαστική μας πολυτέλεια. Αλλά το θέμα μας δεν είναι αυτό.

Εκεϊίνο, που μάλλον επείγει να θίξομε είναι όχι τόσο η πλευρά της γνώσεως στη θεία αποκάλυψη γενικά, όσο ο τρόπος της πρακτικής επιτυχίας στον ανθρώπινο βίο και προορισμό. Το βαθύτερο νόημα αυτού του σκοπού, στην πρακτική του πλευρά, είναι το πως θα δει κανείς με κάθε λεπτομέρεια το νόμο της διαστροφής στη διεφθαρμένη πεπτωκυία φύση και πως, μετά από αυτόν το φαύλο κύκλο, προκύπτει ο δεύτερος, τα βάθη του Σατανά. Δηλαδή η ακούραστη και πονηρότατη διαβολικότητα του εχθρού, που ακατάβλητα επιβουλεύεται τον άνθρωπο, ιδίως σήμερα, που έπεισε τους ανθρώπους και αρνούνται την ύπαρξή του, πράγμα το όποιο είναι γι’ αυτόν ο μεγαλύτερος θρίαμβος. Πέρα λοιπόν της ασθενείας, στην οποίαν υπεβλήθη η φύση υποταγείσα στον θάνατο και τη φθορά, προστέθηκε και η τυραννία του διαβόλου, που ως θεός του αιώνος τούτου καταδυναστεύει το εν τη παρούση ζωή γένος των ανθρώπων. Περί τούτου σαφέστερον παντός άλλου μας πληροφορεί ο Παύλος λέγων, «ου γαρ τα νοήματα αυτού αγνοούμεν» (Β’ Κρ. 2, 11). Αλλού πάλιν, αναφερόμενος στη δεινότητα της πάλης του στον προκείμενο ημίν αγώνα, σημειώνει «ηθέλησα άπαξ και δις ελθείν προς υμάς και ενέκοψεν ημάς ο σατανάς» (Α’ Θεσ. 2, 18). Και ο Απόστολος Πέτρος γράφει «νήψατε, γρηγορήσατε- ο αντίδικος υμών διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α’ Πετ. 5, 8).

Αυτής της αδυσώπητης και ανύστακτης πάλης τα μυστικά και τα συστήματα και όλο το γνόφο των πονηρών και δολίων και καταχθόνιων και αοράτων αυτών πνευμάτων, τους δόλους, τις παγίδες και τα πανουργεύματα, προς άμυνα των οποίων ο Παύλος μας συνιστά την χρήση πανοπλίας (Εφ. 6,11) και μεθόδου, οι Μοναχοί αναδείχθηκαν πάντοτε οι επιδέξιοι χειριστές και νικητές και θριαμβευτές και παρέδωσαν στην Εκκλησία όλη τη σχετική λεπτομέρεια των μυστικών αυτού του πολυπλεύρου αγώνα. Η ευγενής προσφορά των Μοναχών συνεχίζεται στον πρακτικό τομέα και στους υπόλοιπους τομείς της νοητής πάλης.

Δεν πολεμούν μόνον οι πονηροί δαίμονες εναντίον της προόδου των Χριστιανών, αλλά και ποικίλα άλλα αίτια και παράγοντες, είτε εκ των φυσικών νόμων έχοντες τις αφορμές είτε εκ των παρά φύσιν έξεων -πάθη και επιθυμίες του παλαιού άνθρωπου-, καταπιέζουν. Η μεθοδική αντίσταση στον αόρατο αυτό πόλεμο και η ανάλογη κατάρτιση, που απαραιτήτως χρειάζεται καθένας στρατευόμενος στην επουράνιο Βασιλεία του Χριστού, είναι λάφυρο και όφελος από τη μοναστική πείρα και αγωνιστικότητα και ζωή. Στη μοναχική ζωή οφείλεται η γνώση της λεπτομέρειας του πνευματικού νόμου, που είναι το αλάνθαστο κριτήριο των θείων βουλών και κριμάτων, και με βάση αυτή τη γνώση η στρατευόμενη Εκκλησία μας – συν τη θεία χάριτι – ρυθμίζει τη ζωή των τέκνων της. Ιδού λοιπόν και η λύση του μυστηρίου, γιατί τα πλήθη των Χριστιανών να καταφεύγουν πάντοτε στις ερήμους και τα μοναστήρια παρά τον απαιτούμενο σχετικό κόπο και τις υπερβολικές θυσίες.

Στις σύντομες αυτές σημειώσεις μας, σχεδόν, τίποτε δεν αναφέρομε εν συγκρίσει με το μέγεθος και τη σπουδαιότητα του έργου και της προσφοράς των Μοναχών. Απλά και μόνο θίξαμε σε ελάχιστα σημεία το θέμα χάριν των σημερινών ανεύθυνων, που αδυνατούν να αξιολογήσουν σημαντικές πραγματικότητες, αλλά και τους δυναμένους να κατανοήσουν παρακωλύουν· «ου πάντες- γάρ – χωρούσι τον λόγον τούτον, αλλ’ οις δέδοται» (Μθ. 19, 11).

Αυτοί, οι ανεύθυνοι και αδαείς, όταν ερωτώνται ποιοι γίνονται Μοναχοί, απαντούν συνήθως ερμηνεύοντες στενά τα περί «κλίσεως», όσοι δηλαδή αισθάνονται κάποια «κλίσι». Αυτό πιστεύεται γενικώς, ιδίως αν λάβομε υπ’ όψη το ρήμα του Κυρίου μας «ουδείς δύναται ελθείν προς με, εάν μη η δεδομένον αυτώ εκ του πατρός μου» (Ιω. 6, 65).

Και τώρα ο λόγος είναι σε ποιους δίδεται αυτό εκ του Πατρός. Ο Θεός, είναι γνωστόν ότι, ουδέποτε προτιμά περισσότερο των άλλων κάποιον και ουδένα αποβάλλει, καθώς πολλάκις δίνεται το δικαίωμα να νομισθεί με τη στενή έννοια του όρου «κλίσις». Και η λέξη «κλίσις» είναι ανθρωποπρεπής έκφραση διαφορετικού περιεχομένου. Στις θεοπρεπείς τέλειες ιδιότητες υπάρχει και η γνώση, κατά την οποίαν ο Θεός γνωρίζει τα πάντα και προ της γενέσεώς των καθώς και μετά και έως του τελικού σκοπού, προς τον όποιο το κάθε τι είναι υπ’ Αυτού προωρισμένο. Εις όσους λοιπόν από τα λογικά όντα – βλέπει ο Θεός ότι – περισσεύει η καλή πρόθεση και προτιμούν την προς Αυτόν στροφή και υπακοή, σ’ αυτούς δίδει τη χάρη Του και τους ενισχύει να φέρουν εις πέρας τον καλό αυτό σκοπό. Δι’ αυτούς λέγεται ότι έχουν την κλίση, εκ διαμέτρου αντιθέτως προς αυτούς οι όποιοι δεν προτιμούν αυτή την εκλογή. Η διαφορά είναι ακριβώς ότι δεν γίνεται καμμιά ιδιαίτερη κλίση από τον Θεό, διότι αυτό θα ήταν μια αδικία άλλους να προβάλλει και άλλους να αγνοεί, πράγμα που δεν ταιριάζει στη θεία τελειότητα. Εκ τούτου συμπεραίνεται ότι η υψηλότερη εκλογή εξαρτάται από την πρόθεση του ανθρώπου και όχι από κανένα ιδιαίτερο προορισμό.

Πιστεύεται, επίσης, ότι και μόνη η λογική κρίση και απόφαση του ανθρώπου να προτιμήσει το ανώτερο μπορεί να προκαλέσει τη θεία συμπαράσταση, διότι το κατ’ ευδοκία πρώτο θέλημα του Θεού είναι «πάντας σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α’ Τμ. 2, 4). Και απόδειξη τούτου το ότι διά της πίστεως και των θείων μυστηρίων πάντες οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως φύλου και καταγωγής, ενδύονται εξ ίσου τον Χριστό και όλη τη θεία χάρη και δύναμη. Πού βρίσκεται λοιπόν το περισσόν στους δήθεν κεκλημένους; Περισσόν ναι, αλλ’ εις πάντας και επί πάντας τους πιστεύοντας, γιατί ακριβώς διά τούτο επεδήμησεν η Ζωή ημών, ο θείος Λόγος, «ίνα ζωήν έχωμεν και περισσόν έχωμεν» (Πρβλ. Ιω. 10, 10) άπαντες και όχι μόνο μερικοί. Μετά, βρίσκομε τον Ιησού μας να μας υποδεικνύει τρόπους ενισχύσεως σε όλες τις απορίες και περισσότερο στην πνευματικότερη ζωή. «Τούτο γαρ εστι θέλημα του Θεού, ο αγιασμός υμών» (Α’ Θεσ. 4,3), λέγει ο Παύλος. Και ο Πέτρος πάλι «κατά τον καλέσαντα υμάς άγιον και αυτοί άγιοι εν πάση αναστροφή γενήθητε, διότι γέγραπται· άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιος είμι» (Α’ Πετ. 1, 15). Επίσης είναι γραμμένο «ειρήνην διώκετε μετά πάντων και τον αγιασμόν, ου χωρίς ουδείς όψεται τον Κύριον» (Εβρ. 12, 14).

Η εντολή του Κυρίου μας να ζητούμε πρώτον τη βασιλεία των ουρανών (Μθ. 6, 33) και έπειτα ο,τιδήποτε άλλο μας απασχολεί, φανερώνει ότι επείγεται πρώτον η φροντίδα δια τον αγιασμό. Διότι εδώ ως βασιλεία των ουρανών δεν νοείται η ιστορική κατάπαυση των δικαίων κατά την παλιγγενεσία, αλλά η χάρις του Αγίου Πνεύματος, η οποία μας οδηγεί στον αγιασμό που καθώς μαρτυρείται αλλού «τούτο εστι το θείον θέλημα». Όταν συναντούμε διάφορες δυσκολίες στην πορεία μας προς αυτή τήν επιτυχία, ο Ιησούς μας παρακινεί να κρούομε, να αιτούμε, να ζητούμε (Μθ. 7, 7) και πάντως θα εισακουσθούμε. Επιλέγει δε ότι τα φαινόμενα ημίν αδύνατα ανθρωπίνως παρά τω Θεώ είναι δυνατά (Λκ. 18, 27), αρκεί να προηγείται η δι’ αυτά πρόθεση. Δεν θα αναφερθώ στη επιμονή του Κυρίου μας να μη εκκακήσωμεν ευχόμενοι (Λκ. 18,1) και ζητούντες και θα εισακουσθούμε πάντως, διότι είναι τόσο γνωστά εις όλους τους πιστούς,

Το συμπέρασμα τώρα ποιον είναι εις όσα σημειώσαμε, παρά το ότι δεν υπάρχει κλίση ειδική προς τους φιλόθεους, αλλά μόνο αγαθή προαίρεση εκ μέρους των. Αυτήν και βραβεύει πρόθυμα η θεία χάρις, επαινούσα πάντοτε την αγαθή μερίδα, η οποία ποτέ δεν θα αφαιρεθεί από όσους θα την προτιμήσουν (Πρβλ. Λκ. 10, 42).

( Ιωσήφ Μοναχού, Λόγοι Παρακλήσεως, Άγιον Όρος 1984, σ. 11-28)