Ορθόδοξη πίστη

Το δόγμα του «ψευτοπολέμου» στο Αιγαίο

20 Αυγούστου 2009

Το δόγμα του «ψευτοπολέμου» στο Αιγαίο

αερομαχία 

Και τι θέλατε; Να κάνουμε πόλεμο;

Όσο τραγικό και αν ακούγεται, η όποια κρίση δημιουργήθηκε από το δυστύχημα της 23ης Μαΐου 2006, δεν είχε ως επίκεντρο τον φόνο του Έλληνα αεροπόρου, αλλά την διαδικασία διασώσεως του Τούρκου φονιά…

Του Σάββα Δ. Βλάσση

Στις 23 Μαΐου 2006, ο Σμηναγός (Ι) Κωνσταντίνος Ηλιάκης της 343 Μοίρας φονεύθηκε όταν ένα τουρκικό F-16 συγκρούστηκε με το αεροσκάφος του. Το τραγικό δυστύχημα, οφειλόμενο στην ανικανότητα ενός θερμόαιμου Τούρκου αεροπόρου, προκάλεσε μία κρίση ορισμένων ωρών.

Κρίση, όχι επειδή φονεύθηκε ένας Έλληνας αξιωματικός (η ελληνική πλευρά δεν αντέδρασε επί της ουσίας σε κανένα επίπεδο) αλλά για την «διαχείριση» της διασώσεως του Τούρκου αεροπόρου… Οι χειρισμοί από πλευράς ΓΕΕΘΑ, άφησαν απορίες. Τουρκικά μαχητικά και ελικόπτερα CSAR εισήλθαν στο Αιγαίο κι εξετέλεσαν την αποστολή τους, μη παραλείποντας να παρενοχλήσουν και το ελληνικό ελικόπτερο που βρισκόταν στην περιοχή! Το παιχνίδι των όποιων εντυπώσεων, χάθηκε πανηγυρικά για την ελληνική πλευρά, μαζί με τον αξιωματικό της.

Η τυπική απολογητική απάντηση σε αναλόγες περιπτώσεις ανεπαρκών χειρισμών, γνωστή: «Και τί θέλατε; Να κάνουμε πόλεμο»;

Απάντηση πρόχειρη, δίχως νόημα, δεδομένου ότι εδράζεται σε εντελώς εσφαλμένο σκεπτικό.

Πρόκειται, ωστόσο, για μία φράση – κλειδί, η οποία από το 1974, τουλάχιστον, ενσαρκώνει το ελληνικό «δόγμα» αντιμετωπίσεως των τουρκικών προκλήσεων. Ένα «δόγμα», που τρεις δεκαετίες μετά, το μόνο που έχει αποφέρει είναι η σημερινή αδιέξοδη κατάσταση των καθημερινών τουρκικών προκλήσεων.

Το ελληνικό «δόγμα» βασίζεται σε μία εντελώς εσφαλμένη παραδοχή. Με τις προκλήσεις της, η Τουρκία δεν αποβλέπει σε στρατιωτική σύγκρουση με την Ελλάδα. Οι προκλήσεις – απειλές είναι ο μοχλός πιέσεως μέσω του οποίου επιδιώκεται η συστηματική υπονόμευση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και η κάμψη της ελληνικής θελήσεως για πλήρη άσκηση αυτών. Πρόκειται δηλαδή για έναν «ψευτοπόλεμο», στον οποίο, μπορεί, τυπικώς, να μην υπάρχουν εχθροπραξίες, ωστόσο, οι απώλειες «μετρούνται» στις εντυπώσεις οι οποίες δημιουργούν το πλαίσιο της μελλοντικής διαπραγματεύσεως. Και η εντύπωση όλα αυτά τα χρόνια είναι ότι η Ελλάδα αδυνατεί να αντιμετωπίσει την τουρκική πίεση σε στρατιωτικό και πολιτικό επίπεδο. Επειδή δε η ελληνική τακτική είναι τόσο δειλά αμυντική, οι πάντες τείνουν να πιστέψουν ότι η αδράνεια της Ελλάδος, όσον αφορά την πλήρη άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της, οφείλεται σε αδύναμες θέσεις, εν σχέση με τις τουρκικές.

Πέραν όμως των εντυπώσεων, είναι καλό να εξεταστεί τις ισχύει στην πράξη. Και εδώ, η πραγματικότητα είναι ότι η σταθερή διόγκωση των τουρκικών διεκδικήσεων, οδηγεί στην σταδιακή κάμψη της άλλοτε σταθερής ελληνικής αρνήσεως, για εμπλοκή σε διαδικασία διαπραγματεύσεων.

Απλοποιώντας τα πράγματα, αυτό που διαπιστώνεται είναι ότι από το 1974 η Τουρκία χρησιμοποιεί τις Ένοπλες Δυνάμεις της για την επίτευξη του πολιτικού σκοπού της, εις βάρος ενός αντιπάλου ο οποίος δεν επιδεικνύει την ίδια σθεναρή στάση. Και αυτό, διότι η ελληνική ηγεσία έχει αποδείξει ότι η υποβάλει την χρήση της ένοπλης ισχύος της σε καίριους πολιτικούς περιορισμούς, οι οποίοι εκμηδενίζουν την όποια απόδοσή της (αποτροπή). Τοιουτοτρόπως, σε πολιτικό επίπεδο, έχει ωριμάσει η «ανάγκη» για μία διαπραγμάτευση.

Η ήττα της ελληνικής πλευράς, οφείλεται εν πολλοίς στην συστηματική άρνησή της να αντιληφθεί ότι σε αυτόν τον «ψευτοπόλεμο», η χρήση της ένοπλης ισχύος για δυναμική αντιμετώπιση των προκλήσεων, δεν συνεπάγεται αυτομάτως και πραγματικό… πόλεμο. Όσον αφορά το διαβόητο «πολιτικό κόστος», αυτό είναι ένα καθαρά θεωρητικό ιδεολόγημα.

Όλα αυτά τα χρόνια, η Τουρκία έχει καταφέρει να δείξει στην διεθνή κοινότητα ότι η εμφανιζόμενη στρατιωτική αδυναμία της Ελλάδος, συνεπάγεται σαθρότητα θέσεων σε πολιτικό επίπεδο, όσον αφορά τα ελληνικά δίκαια. Στην ουσία, η Ελλάδα έχει παραχωρήσει στην Τουρκία το δικαίωμα να αμφισβητεί εμπράκτως τα κυριαρχικά της δικαιώματα, δίχως απολύτως καμμία συνέπεια! Ακόμη και στην περίπτωση που ένα τουρκικό αεροπλάνο προκαλέσει απώλειες αεροσκαφών και πληρωμάτων, όπως απεδείχθη στις 23 Μαΐου 2006.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ «ΔΟΓΜΑΤΟΣ»

Μία ιστορική αναδρομή στα γεγονότα, είναι αποκαλυπτική. Μέχρι και το 1974, οι τουρκικές προκλήσεις ήσαν περιορισμένης μορφής, με ορισμένες συγκυριακές εξάρσεις. Οι προκλήσεις απέβλεπαν στον εκφοβισμό των Αθηνών, όσον αφορά το Κυπριακό. Την εποχή εκείνη, οι είσοδοι των τουρκικών αεροσκαφών ήταν σύντομες, με αποτέλεσμα, ακόμη και αν η ελληνική πλευρά επεδίωκε κατάρριψη (απολύτως φυσιολογική και δικαιολογημένη αντίδραση) αυτή να είναι αδύνατη. Από το 1974 πλέον, οι τουρκικές προκλήσεις έχουν ως στόχο την αμφισβήτηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο. Στην Κύπρο, η επιτυχής εισβολή σηματοδότησε θρίαμβο πρώτου μεγέθους για την τουρκική πολιτική. Εύλογα, η Άγκυρα επέκτεινε τις βλέψεις της εις βάρος του παθητικού γείτονος, με επίκεντρο πλέον το Αιγαίο.

Την εποχή εκείνη, οποιαδήποτε κατάρριψη τουρκικών αεροσκαφών ήταν απολύτως «αποδεκτή», με βάση τις τεταμένες διμερείς σχέσεις. Όπως είχαν αποδείξει τα γεγονότα στην Κύπρο, καμία από τις δύο πλευρές δεν επιθυμούσε πολεμική σύρραξη. Όμως, ένα θερμό επεισόδιο με αρνητική κατάληξη για την τουρκική πλευρά, θα έθετε αποτελεσματικό φραγμό στην τουρκική προκλητικότητα.

Η Αθήνα δεν το τόλμησε. Η αδυναμία καταπολεμήσεως της καταστάσεως εν τη γενέσει της, προκάλεσε την διαιώνισή της.

Θερμά επεισόδια σημειώθηκαν αρκετά, αρχής γενομένης από την αερομαχία της 20ής Ιουλίου 1974, όταν ο Δινόπουλος κατέρριψε ένα τουρκικό F-102 και υποχρέωσε ένα άλλο σε συντριβή. Το συμπέρασμα ήταν ότι όποτε υπήρχε δυναμική ελληνική αντίδραση, αυτομάτως παρατηρείτο τουρκική αναδίπλωση, δίχως, βεβαίως, καμία επέκταση της «κρίσεως» και ασφαλώς κανένα «πολιτικό κόστος».

Πολύ σύντομα όμως, η τουρκική πλευρά αντιλήφθηκε ότι ο αντίπαλος δεν είχε συγκεκριμένη πολιτική αντιμετωπίσεως. Κατανόησε ότι οι όποιες δυναμικές αντιδράσεις δεν ήταν προσχεδιασμένες ή μελετημένες. Ως εκ τούτου, σταδιακώς, οι είσοδοι τουρκικών μαχητικών στο FIR Αθηνών, όσο και οι πτήσεις στον εθνικό εναέριο χώρο, κατέστησαν ρουτίνα. Τα ελληνικά αεροσκάφη συνήθισαν να έρχονται σε επαφή με τα τουρκικά, δίχως να λαμβάνουν εντολή καταρρίψεως, σε οποιαδήποτε εχθρική ενέργεια, είτε αυτή ήταν η παραβίαση του εθνικού εναερίου χώρου, είτε η αντίδραση με ελιγμούς που οδηγούσε σε εικονική εμπλοκή.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, απωλέσθη η αξιοπιστία της ελληνικής αποτροπής.

Η υποβάθμιση της ελληνικής αποτροπής, είχε την αφετηρία της σε εσφαλμένες πολιτικές αντιλήψεις. Αμέσως μετά το 1974, η Αθήνα εξακολουθούσε να πιστεύει στην «Σύμμαχία» του ΝΑΤΟ. Θεωρούσε ότι δυναμική αντίδραση στις τουρκικές προκλήσεις, θα είχε «πολιτικό κόστος» από τις αντιδράσεις των Συμμάχων, εμποδίζοντας ταυτόχρονα την προσπάθεια επανεντάξεως, για την οποία εκλιπαρούσε.

Σε μία περίοδο που η Ελλάδα απολάμβανε διεθνή ηθική αναγνώριση έναντι της τουρκικής επιθετικότητος, οποιαδήποτε ελληνική δυναμική ενέργεια θα γινόταν αντιληπτή ως αμυντική και απολύτως δικαιολογημένη. Η Τουρκία, βλέποντας την ανυπαρξία πυγμής, σε συνδυασμό με ανοίγματα «καλής θελήσεως» από το 1976, αντιλήφθηκε ότι ο γείτονάς της, έπειτα από κάποια πίεση, δεν έχανε το ενδιαφέρον του για μια «τελική» διαπραγμάτευση. Παράταση της εντάσεως σε στρατιωτικό επίπεδο, διαπιστώθηκε ότι απέφερε συνεχή διολίσθηση των ελληνικών θέσεων, όσον αφορά την βάση – έκταση αυτής της «τελικής» διαπραγματεύσεως.

Ως εκ τούτου, η πρώτη ελληνική «επίθεση φιλίας» στην δεκαετία του 1970, έπεσε στο κενό, οδηγώντας σε αποθράσυνση του εχθρού. Ενώ οι Έλληνες αεροπόροι ελάμβαναν διαταγές για «ψυχραιμία», η αντίπαλη αεροπορία, παρότι σε κακό χάλι εξαιτίας του εμπάργκο των ΗΠΑ που την είχε φέρει στα πρόθυρα διαλύσεως, ενέτεινε τις προκλήσεις της.

Οι Τούρκοι, απεδείχθη ότι μπορούσαν να «διαβάζουν» και να «μετρούν» σωστά τον άτολμο, ηττοπαθή και αφελή πρώην ραγιά.

Παρά τους λεκτικούς λεονταρισμούς, ούτε στην δεκαετία του 1980 η Αθήνα μετέβαλε στάση. Ο λαός πίστευε ότι για όλα έφταιγαν το «ΝΑΤΟ και οι Αμερικανοί», ενώ η ίδια η Αθήνα ήταν αυτή που ενθάρρυνε με την στάση της τον καθημερινό βιασμό της. Αμέσως μετά την κρίση του 1987, εξαιτίας του ζητήματος των πετρελαίων, η Ελλάδα αντέδρασε όπως ήταν αναμενόμενο: νέα «επίθεση φιλίας», δεσμευόμενη οικειοθελώς για διακοπή των πετρελαϊκών ερευνών.

Το 1994 ήλθε η πρώτη μεγάλη δικαίωση της τουρκικής πολιτικής. Το έτος αυτό επικυρώθηκε και τέθηκε σε ισχύ η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θαλάσσης, που είχε υπογραφεί το 1982 στο Μοντέγκο Μπέυ. Η Ελλάδα δεν άσκησε μονομερώς τα όποια δικαιώματα αποκτούσε. Το τέλμα σε μία διαρκώς επεκτεινόμενη σειρά κρισίμων ζητημάτων (χωρικά ύδατα, εναέριος χώρος, υφαλοκρηπίδα, πετρέλαια) εδραίωνε την εικόνα μίας χώρας περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας.

Η εικόνα της χώρας συμπληρώθηκε μετά το φιάσκο των Ιμίων το 1996 και την αποθέωση του «δόγματος». Αυτή την φορά, με την ανοχή της παρουσίας εχθρικού στρατιωτικού τμήματος σε εθνικό έδαφος. Το κύρος της χώρας καταβαραθρώθηκε. Ο γείτονας βρήκε (γκρίζες ζώνες) και οι προκλήσεις, πέραν του εναερίου χώρου, επεκτάθηκαν σαφώς και στα εθνικά χωρικά ύδατα.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, το νέο μεγάλο «άνοιγμα» προσεγγίσεως που απέληξε στο Κοινό Ανακοινωθέν της Μαδρίτης το 1997, είχε το αναμενόμενο αποτέλεσμα: νέα αποθράσυνση και επέκταση των διεκδικήσεων, με παράλληλη κορύφωση των προκλήσεων. Οι ρητές αναφορές για «σεβασμό της κυριαρχίας της κάθε χώρας» και «σεβασμό των Αρχών του Διεθνούς Δικαίου και των Διεθνών Συνθηκών», πήγαν περίπατο με την πρώτη υπέρπτηση τουρκικού αεροπλάνου από ελληνικό νησί.

Αλλά εδώ ακριβώς, φαίνεται ότι κρύβεται το μυστικό της «αντοχής» των ελληνικών πολιτικών ηγεσιών.

Αντιδρούν σαν να μην υφίσταται η καθημερινή τουρκική προκλητικότητα, την οποία, αφού έχουν «νομιμοποιήσει» με την αδράνειά τους, δεν μπαίνουν πλέον στον κόπο ούτε καν να καταγγείλουν. Άλλωστε κάτι τέτοιο, θεωρούν, ότι θα χαλούσε το «καλό κλίμα» στις διμερείς σχέσεις! Η Αθήνα θεωρεί ότι η καθημερινή τουρκική προκλητικότητα δεν έχει σχέση με την επίσημη τουρκική πολιτική. Συμβαίνει όμως το ακριβώς αντίθετο. Θεωρεί ότι η ένταση οφείλεται στους «εθνικιστές» στρατιωτικούς και όχι στους «συνετούς» πολιτικούς. Αρέσκεται να αναζητεί σενάρια για τις ισορροπίες και την συνεχή διαπάλη εξουσίας στο εσωτερικό μέτωπο της γείτονος, την στιγμή που αυτό είναι απολύτως αραγές έναντι της υποστάσεως του Ελληνισμού σε κάθε επίπεδο.

Με μια τέτοια αλλοπρόσαλλη στάση, στην αυγή του 21ου αιώνος, ο απολογισμός δεν εμφανίζεται και τόσο ενθαρρυντικός για την Ελλάδα. Οι πάντες σε διεθνές επίπεδο, αμφισβητούν τις ελληνικές θέσεις για το εύρος των χωρικών υδάτων και του εναερίου χώρου, επιβραβεύοντας πανηγυρικά την τουρκική στρατηγική. Στο ΝΑΤΟ οι Έλληνες αξιωματικοί έχουν καταστεί περίγελος όταν αναφέρονται στις καθημερινές παραβιάσεις του ελληνικού εναερίου χώρου. Κανείς ξένος δεν μπορεί να κατανοήσει πως μια χώρα έχει ξεπέσει τόσο. Σε οποιαδήποτε περίπτωση χώρας με αυτοπεποίθηση και εθνική αξιοπρέπεια, μετά την πρώτη προειδοποίηση, συνέχιση των παραβιάσεων του εθνικού εναερίου χώρου θα οδηγούσε με βεβαιότητα σε κατάρριψη. Βεβαίως, εδώ τίθεται ένα άλλο μεγάλο ερώτημα: βρέθηκε όλα αυτά τα χρόνια κανείς στρατιωτικός που να έθεσε ευθέως το ζήτημα στις πραγματικές του διαστάσεις, στην πολιτική ηγεσία;

Δίχως κανένα κόστος σε στρατιωτικό επίπεδο, η Τουρκία έχει σχεδόν καταφέρει την κάμψη της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας. Έχει επιβάλει το πλαίσιο ενός ατύπου διαλόγου περί των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Πρόκειται για την διαδικασία των διερευνητικών επαφών, στις οποίες ουσιαστικώς, αναζητείται μέσω ανεπίσημων διαπραγματεύσεων, η εξεύρεση κοινού εδάφους για την απλή επίσημη ανακοίνωση του συμβιβασμού. Οι τάσεις διολισθήσεως της ελληνικής πλευράς, όσον αφορά τα όρια εναερίου χώρου και χωρικών υδάτων, γίνονται γνωστές από τις κατά καιρούς διαρροές.

Δεν μπορεί όμως να μην παρατηρηθεί ότι το γενικότερο κλίμα προσεγγίσεως των δύο χωρών σε πολιτικό επίπεδο, δεν έχει μεταβάλει διόλου την τουρκική στάση σε στρατιωτικό επίπεδο. Μέσω διαφόρων ΜΟΕ επιχειρήθηκε μια κάποια «ομαλοποίηση» και σε αυτό, πλην όμως η δραστηριότητα των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων δεν παρουσιάζει καμία διαφοροποίηση. Ωστόσο, δεν δείχνει να συμβαίνει το ίδιο και με τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, oι οποίες διαρκώς βομβαρδίζονται από την πολιτική ηγεσία με προτροπές για λιγότερο «σκληρή» αντιμετώπιση των τουρκικών προκλήσεων.

Έτσι θα έλθουμε στην 23η Μαΐου 2006. Δύο ελληνικά μαχητικά σπεύδουν σε αναγνώριση τουρκικών αεροσκαφών. Ένας Έλληνας αεροπόρος χάνεται. Θα γίνει τότε το αδιανόητο. Ο Νο2 ζητά οδηγίες… Ο Νο1 χάνεται από εχθρική αντίδραση και ο Νο2 απλώς παρακολουθεί.

Ανεπίτρεπτη στάση η οποία όμως δεν μπορεί να αποδοθεί στην προσωπική κρίση αλλά μάλλον στην συλλογική ηττοπαθή «κατήχηση» δεκαετιών. Πρόκειται στην ουσία για το αποτέλεσμα της συστηματικής εκ των ένδον υπονομεύσεως της ελληνικής αποτροπής, έτσι όπως μεθοδεύτηκε όλα αυτά τα χρόνια. Οι επί δεκαετίες αλλοπρόσαλλες άνωθεν εντολές σε αυτόν τον «ψευτοπόλεμο» διαρκείας, η έλλειψη αποφασιστικότητος, το παραπλανητικό πολιτικό κλίμα περί προσεγγίσεως και η διαρκής διολίσθηση θέσεων, ανακλώνται μοιραίως και σε στρατιωτικό επίπεδο. Η πράξη απέδειξε ότι αντί να προετοιμάζονται πολεμιστές με επιθετικό πνεύμα και αίσθηση εγρηγόρσεως για κάθε «στραβοτιμονιά» του αντιπάλου, το εκπαιδευτικό σύστημα έχει αρχίσει και αποδίδει (λευκές) περιστερές.

Σε συνδυασμό με την διαχρονική κομματική διάβρωση των Ενόπλων Δυνάμεων, δημιουργήθηκε ένα ανεπίτρεπτο κλίμα εφησυχασμού.

Είναι αφελής όποιος πιστεύει ότι εάν ο Έλληνας αεροπόρος είχε αντιδράσει και κατέρριπτε τα υπόλοιπα τουρκικά αεροσκάφη, θα υπήρχε κάποιο σοβαρό «πρόβλημα» στις διμερείς σχέσεις λυκοφιλίας με την γείτονα. Απεναντίας, θα έθετε την άλλη πλευρά προ των ευθυνών της. Θα ήταν μια καλή προειδοποίηση για το μέλλον και τους όρους της επιχειρουμένης προσεγγίσεως που αναζητούν οι πολιτικοί.

Το τραγικό δυστύχημα με την απώλεια του Ηλιάκη, θα πρέπει να λειτουργήσει σαν μία μεγάλη καμπάνα συναγερμού για την ηγεσία. Όλα αυτά τα χρόνια, ο Έλληνας αεροπόρος εκτελούσε πιστά και με αίσθημα αυτοθυσίας την αποστολή του. Κάποιοι άλλοι, φαίνεται ότι δεν έκαναν και τόσο καλά την δουλειά τους. Διαφορετικά, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ο διαρκώς ογκούμενος κατάλογος διεκδικήσεων της Τουρκίας, που απειλεί να μετατρέψει την Ελλάδα σε χώρα – δορυφόρο, δίχως να πέσει ούτε μία τουφεκιά.

Οι πολιτικές ηγεσίες, παραπλανημένες από άκρατη υπερεκτίμηση του αντιπάλου, ελλιπή ενημέρωση και αντίληψη περί των στρατιωτικών δεδομένων, αποστροφή για τις Ένοπλες Δυνάμεις και έλλειψη σθένους, δείχνουν έτοιμες σήμερα για μία διαπραγμάτευση από μειονεκτική θέση. Η «ετοιμότητα» που επέδειξε ο πολιτικός κόσμος την επομένη της 23ης Μαΐου 2006 για «εδώ και τώρα» διαπραγμάτευση με τον αρπακτικό γείτονα, επιβεβαίωσε την έλλειψη αντοχών και την ανυπομονησία για… παράδοση. Μια καθόλου σοβαρή στάση, παράγωγη του καθόλου σοβαρού δόγματος: «Και τι θέλατε; Να κάνουμε πόλεμο»;

Πηγή : Ας μιλήσουμε επιτέλους!