Άγ. Ιωσήφ ΗσυχαστήςΆγιοι - Πατέρες - ΓέροντεςΓέρ. Εφραίμ Βατοπαιδινός

Αίσθησις Ζωής Αθανάτου (4)- Ομιλίες για τον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή

10 Οκτωβρίου 2009

Αίσθησις Ζωής Αθανάτου (4)- Ομιλίες για τον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή

Εσωτερικό της σπηλιάς στα Καντουνάκια όπου ο Γέροντας Ιωσήφ είδε το όραμα με τα τρία παιδάκια

Εσωτερικό της σπηλιάς στα Καντουνάκια όπου ο Γέροντας Ιωσήφ είδε το όραμα με τα τρία παιδάκια

 Συνέχεια από (3)

ΑΡΧΙΜ. ΕΦΡΑΙΜ, ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ Ι. Μ. ΜΟΝΗΣ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ

Στον Άγιο Βασίλειο έγινε γνωστός πλέον ο Γέροντας και πολλοί τον επισκέπτονταν για συμβουλές. Έτσι ενοχλούμενος στην ησυχία του αναζητούσε άλλο χώρο ησυχαστικό και δύσβατο, κρυμμένο από τους πολλούς. Δεν άργησε να ανακαλύψει τις σπηλιές στην Μικρή Αγία Αννα. Ήταν τόπος στενός και δύσβατος. Ο χώρος για να κτιστεί ένα μικρό πήλινο καλυβάκι, όπως συνήθιζαν, ήταν σχεδόν ακατάλληλος.

Όλη τους η περιουσία ήταν λίγα βιβλία και τα ρούχα που φορούσαν. Μετακόμισαν εκεί τον Ιανουάριο του 1938. Οι κόποι, οι παρατεταμένες νηστείες και αγρυπνίες κατέβαλαν πλέον το σώμα του Γέροντος. Αναγκάστηκαν και έκτισαν μία μικρή πόρτα στους βράχους που ήταν η μοναδική φυσική είσοδος, λίγο μετά έκτισαν κάτω από τη σπηλιά ένα μεγαλύτερο καλύβι με ξύλα, βέργες και πηλό, το οποίο διαίρεσαν σε τρία πολύ μικρά δωμάτια. Ήταν δε τόσο μικρό, που με κόπο μπορούσε να εξυπηρετηθεί άνθρωπος περιορισμένων απαιτήσεων, και αντί πόρτας χρησιμοποιούσαν το παράθυρο.

Η συνοδία του Γέροντος Ιωσήφ στην Μικρή Αγία Αννα ως το 1947 απαρτιζόταν από τον π. Αρσένιο και τον π. Αθανάσιο, τον κατά σάρκα αδελφό του Γέροντος. Ως εφημέριο είχαν τον ενάρετο ιερομόναχο, παπα-Εφραίμ Κατουνακιώτη (†1998), τον μετέπειτα πολύ γνωστό στο Άγιον Όρος που έμενε μαζί τους μία ή δύο φορές την εβδομάδα για την Θεία Λειτουργία.

Η επιθυμία να μην έχουν απολύτως τίποτε εκτός από τα πιο αναγκαία ξεκινούσε από τον πόθο της αγάπης του Θεού, ώστε τίποτε να μην ενοχλεί την γαλήνια και καθαρή προσευχή τους, τίποτε να μη διασπά την προσοχή τους. Ο νους ανάλαφρος να αντιμετωπίζει τις εχθρικές προσβολές, να ζει μέσα σε απερίγραπτη εσωτερική και εξωτερική ησυχία, να ενώνεται ακατάληπτα σε θείους έρωτες με το Πνεύμα το Άγιο του Θεού.

Ο άνθρωπος καταπατά τον νόμο της συνειδήσεως και των εντολών του Θεού, πιστεύοντας ότι θα ευτυχήσει και θα είναι έμπλεος ηδονής, αν ενεργήσει παρά τους δύο αυτούς νόμους. Και πράγματι, καταπατώντας την ηθική αξία της εντιμότητας στις συναλλαγές κερδίζει κανείς σε ύλη, καταστρέφοντας την πνευματική του υπόσταση και νιώθοντας μία ηδονή, η οποία στην γλώσσα του Ευαγγελίου αποτελεί αμαρτία. Το ίδιο συμβαίνει και στην πορνεία, στην μοιχεία, στο ψεύδος κ.λπ.

Η αιτία που ο άνθρωπος θεωρεί την αμαρτία ως αγαθό είναι η ηδονή. Μέσα στην ασκητική ζωή της Ορθοδοξίας οι ασκητές δεν μισούσαν το σώμα τους, αλλά με την νηστεία και τον κόπο νικούσαν τα πάθη που προκαλούν οι ηδονές του σώματος, ενώ με την σιωπή και την ταπείνωση νικούσαν τον εγωισμό και την υψηλοφροσύνη, με την συνεργασία πάντοτε της θείας Χάριτος. Έτσι επιδίδονταν σε αγώνες φιλοπονίας, ησυχίας, σιωπής και προσευχής με σκοπό να φθάσουν στην ένωση με τον Θεό και την τέλεια αγάπη.

Η συνάντηση με τον Γέροντα Ιωσήφ τον Βατοπαιδινό

Το 1947, και ενώ ο Γέροντας Ιωσήφ συνέχιζε την σκληρή και αυστηρή ασκητική του ζωή, δέχτηκε στην συνοδία του μετά από προσευχή, τον Γέροντα Ιωσήφ που σήμερα είναι σχεδόν 80 ετών και ζει στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου. Όταν προσέγγισε τον Γέροντα Ιωσήφ, εκείνος δεν τον δέχτηκε σαν μαθητή του· όμως παρακαλώντας τον επίμονα απέσπασε στο τέλος την υπόσχεση ότι θα προσευχόταν ο Γέροντας και θα του απαντούσε τελικά μετά από θεϊκό φωτισμό και πληροφορία. Ο ίδιος Γέροντας Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός στον εκτενή βίο που έχει συγγράψει για τον Γέροντά του αναφέρει:

«Μόνο από τότε δεν είχα αμφιβολίες ή απορίες, αλλά με όλο το πλήρωμα της πληροφορίας και πίστεως βρήκα αυτό που νοσταλγούσα και προγραμμάτιζα, αυτό που ήταν το μακρινό μου όνειρο… Έμενα πια μόνιμα μαζί τους, όταν ο Γέροντας εγκατέλειψε το κελλάκι που έμενε και πήγε μακρύτερα, διακόσια περίπου μέτρα, σε άλλο κελλί που του είχα ετοιμάσει. Εκεί έμενε μόνος του. Μετά την αγρυπνία μας μέχρι τα μεσάνυχτα, πηγαίναμε στον Γέροντα, γιατί νωρίτερα δεν δεχόταν ποτέ. Ένα μεσημέρι μετά το γεύμα, όταν του έβαλα μετάνοια για να φύγω στο κελλί μου όπως πάντα, μου έσφιξε το χέρι και χαμογελώντας μου είπε: “Απόψε θα σου στείλω ένα δεματάκι και πρόσεξε να μην το χάσεις”. Εγώ δεν κατάλαβα τι εννοούσε ούτε το σχολίασα καθόλου μέσα μου, και έφυγα. Μετά την ανάπαυση, όπως πάντοτε, αρχίσαμε την αγρυπνία μας και ετοιμάστηκα, καθώς μου είχε δείξει, να αρχίσω την προσευχή μου συγκεντρώνοντας όσο μπορούσα τον νου μου. Όσον αφορά το δεματάκι, ξέχασα τελείως.

Δεν θυμάμαι πως ξεκίνησα, αλλά ξέρω καλά ότι μόλις άρχισα δεν πρόλαβα να προφέρω πολλές φορές το όνομα του Χριστού μας και γέμισε η καρδία μου αγάπη προς τον Θεό. Ξαφνικά πολλαπλασιάστηκε τόσο πολύ, που δεν προσευχόμουν πλέον, αλλά θαύμαζα με έκπληξη το ξεχείλισμα αυτό της αγάπης. Ήθελα να αγκαλιάσω και να ασπαστώ όλους τους ανθρώπους και όλη την κτίση, και συγχρόνως σκεφτόμουν τόσο ταπεινά, που ένιωθα πως είμαι κάτω από όλα τα κτίσματα. Το πλήρωμα όμως και η φλόγα της αγάπης μου ήταν προς τον Χριστό μας, που αισθανόμουν ότι ήταν παρών, αλλά δεν μπορούσα να Τον δω, για να προσπέσω στα άχραντα πόδια Του και να Τον ρωτήσω, πώς πυρπολεί τόσο τις καρδιές και μένει κρυμμένος και άγνωστος; Είχα, τότε, μία λεπτή πληροφορία ότι αυτή είναι η Χάρις του Αγίου Πνεύματος και αυτή είναι η βασιλεία των Ουρανών, που ο Κύριός μας λέει ότι βρίσκεται μέσα μας και έλεγα· “ας μείνω, Κύριέ μου, έτσι και δεν χρειάζομαι άλλο τίποτε”. Αυτό κράτησε αρκετή ώρα και σιγά σιγά επανήλθα στην πρώτη μου κατάσταση. Περίμενα με αγωνία, ανυπόμονα, να έλθει η κατάλληλη ώρα να πάω στον Γέροντα να τον ρωτήσω τι ήταν αυτό που συνέβη και πως έγινε.

Ήταν περίπου 20 Αυγούστου και η σελήνη έλαμπε. Πήγα τρέχοντας και τον βρήκα έξω από το κελλί του να περπατάει στο μικρό του προαύλιο. Μόλις με είδε, άρχισε να χαμογελά και πριν του βάλω μετάνοια, μου είπε: “Είδες τι γλυκύς που είναι ο Χριστός μας; Κατάλαβες πρακτικά, τι είναι αυτό που επίμονα ρωτούσες; Τώρα βιάζου να κάνεις κτήμα σου αυτή την Χάρη και να μην σου την κλέψει η αμέλεια”».

Η κοίμηση του Γέροντος

Οι σκληροί αγώνες στην νεανική ζωή του Γέροντα, οι στερήσεις, οι αδιάκοποι κόποι, οι απόκρημνοι και δύσβατοι χώροι όπου ασκήτευε τον κατέβαλαν σωματικά, ώστε να φαίνεται υπέργηρος. Το πρόγραμμα της Σαρακοστής για φαγητό ήταν 75 γραμμάρια αλεύρι κοινό για τον καθένα, βρασμένο με λίγο νερό σε κονσερβοκούτι με λίγο αλάτι, κατά την ενάτη βυζαντινή ώρα, περίπου τρεις ώρες πριν την δύση του ηλίου.

Όταν αργότερα στον χώρο αυτό, προσήλθαν ακόμη δύο αδελφοί, ο νυν Προηγούμενος Γέροντας Εφραίμ της Ιεράς Μονής Φιλοθέου και ο Προηγούμενος Γέροντας Χαράλαμπος της Ιεράς Μονής Διονυσίου, οι δυσκολίες διαμονής έγιναν αξεπέραστες, η κατασκευή νέων χώρων διαμονής σχεδόν αδύνατη. Τέλος με υπεράνθρωπες προσπάθειες κατασκεύασαν ένα χώρο πιο βαθιά, στον οποίο απεσύρθη ο Γέροντας Ιωσήφ για ησυχία, ενώ στο αρχικό πήλινο σπιτάκι παρέμειναν οι τρεις νέοι υποτακτικοί.

Πολύ σύντομα όμως οι δυσκολίες δημιούργησαν έντονα προβλήματα υγείας σε όλους και ακόμη περισσότερο στους νεώτερους. Έτσι αποφασίστηκε να κατεβούν πιο χαμηλά, όπου υπήρχαν ευνοϊκότεροι χώροι διαμονής, και προτιμήθηκε η Νέα Σκήτη κατόπιν προτροπής του πατρός Θεοφυλάκτου που έμενε στην καλύβη των Αγίων Αναργύρων της Σκήτεως και ήταν πολύ αγαπητός στον Γέροντα Ιωσήφ. Αυτό έγινε το 1951.

Για μία ακόμη φορά προσπάθησαν να δημιουργήσουν χώρους διαμονής στα ψηλότερα και ασκητικότερα μέρη της Νέας Σκήτης. Οι δυσκολίες ήταν και πάλι απερίγραπτες εφόσον σαν ακτήμονες δεν είχαν ούτε τα απαραίτητα εργαλεία, αλλά ούτε και την οικονομική δυνατότητα.

Η συνήθεια όμως στις στερήσεις έκανε και την δοκιμασία αυτή υποφερτή. Έτσι σε σύντομο χρονικό διάστημα ετοίμασαν καταλύματα και συνέχιζαν το πνευματικό τους πρόγραμμα. Ο Γέροντας όμως είχε ήδη καταβληθεί. Η υγεία του πήγαινε προς το χειρότερο και δύο σοβαρές ασθένειες, η μία μετά την άλλη επέφεραν το τέλος της επίγειας ζωής του την 15η Αυγούστου 1959.

Ο βιογράφος του αναφέρει: “Οι τελευταίες ημέρες του ήταν πολύ οδυνηρές, γιατί η προχωρημένη πλέον ανεπάρκεια εμπόδιζε την αναπνοή και τον δυσκόλευε πολύ. Αυτό όμως ήταν για μας μάθημα και αφορμή πρακτικής υπομονής. Αισθανόμασταν τον αγώνα του και ενώ προσπαθούσαμε να τον ανακουφίσουμε, αυτός μας παρηγορούσε κατάλληλα με πρακτικά παραδείγματα κάνοντας αναφορά ιδίως στην ματαιότητα του κόσμου.

Μας έλεγε· “κοντεύει η ημέρα μου να φύγω. Όπως έγινα, δεν είμαι τώρα για τίποτα, ούτε μπορώ να αγωνιστώ άλλο”. Ο αείμνηστος δεν ξεχνούσε καθόλου τον σκοπό του και με διάφορες σκέψεις, σε κάθε περίσταση της ζωής, έβρισκε τρόπο για αγώνα και καρποφορία. Επειδή εξαιτίας της αρρώστιας του δεν μπορούσε ούτε να κινηθεί ούτε να ξαπλώσει, καθόταν σε μία πρόχειρη πτυσσόμενη πολυθρόνα και έκλαιε συνεχώς την ματαιότητα του βίου. Περίμενε την απόλυσή του από την ζωή σαν τον ευτυχέστερο κλήρο και όταν δεν τον πίεζε η δύσπνοια ψιθύριζε τροπάρια των κεκοιμημένων. “Αρσένιε, έλεγε χαριεντιζόμενος, πότε φεύγουμε; Δεν εύχεσαι, φαίνεται, και αργούμε”. Για σαράντα σχεδόν ημέρες, τις τελευταίες του, δεν έτρωγε τίποτε· μόνο κοινωνούσε κάθε ημέρα και έπαιρνε λίγο καρπούζι.

Τόση φροντίδα και μέριμνα είχε ο Γέροντας για την έξοδό του, που νόμιζε κανείς ότι πραγματικά πρόκειται να ταξιδέψει και περίμενε το μέσο της μεταφοράς. Εμείς απεγνωσμένα προσπαθούσαμε με όποιο μέσο μπορούσαμε, επιστημονικό ή πρακτικό, να τον ανακουφίσουμε, γιατί η δύσπνοια κατά διαστήματα τον δυσκόλευε πολύ. Εκείνος όμως μας έλεγε· “μην κοπιάζετε, παιδιά, δεν πρόκειται να μείνω. Από πόσο καιρό περιμένω αυτή την ώρα! Μόνο εύχεστε να μην εμποδίσει τίποτα την ελπίδα μου. Όσο καιρό ζει ο άνθρωπος, δεν μπορεί να αμεριμνήσει”.

Κατά την 14η Αυγούστου του 1959 ετοιμαζόταν πολύ και αναλογιζόμενος την επόμενη ημέρα, που ήταν η εορτή της Κοιμήσεως, ανυπομονούσε· κάτι περίμενε. Συγχρόνως η κατάστασή του είχε επιδεινωθεί. Πέρασαν προηγουμένως φίλοι του λαϊκοί και τον χαιρέτησαν. Όταν του ευχήθηκαν ανάρρωση, τους είπε· “όχι, όχι· φεύγω σύντομα! Όταν θα ακούσετε μετά από τρεις ημέρες τις καμπάνες, να ξέρετε ότι έφυγε ο φίλος σας· υπολογίζω της Παναγίας μας”.

Την άλλη ημέρα, στην μνήμη της Κυρίας μας Θεοτόκου, παρευρέθηκε στην Λειτουργία, μετά κόπου είπε το Τρισάγιο και μετέλαβε για τελευταία φορά λέγοντας “εις εφόδιον ζωής αιωνίου”. Κοίταζε με επιμονή την εικόνα της Κυρίας μας, που τόσο αγαπούσε, σαν να Της ζητούσε κάτι. Κάτι, που το γνώριζε ακριβώς Αυτή. Τα ήρεμα δάκρυά του μαρτυρούσαν την ενδόμυχη αίτηση της ψυχής του προς Αυτήν· Αυτήν, που τόσες φορές τον παρηγόρησε και του συνέστησε να τρέφει βέβαιη ελπίδα προς την ευσπλαγχνία Της… Η Δέσποινά μας εκπλήρωσε την υπόσχεσή Της προς τον αείμνηστο, που είχε την ελπίδα του σε Αυτήν, με την τελευταία δωρεά Της, να παραλάβει την ψυχή του την ημέρα της αγίας Κοιμήσεώς Της!

Ενώ ήταν καθισμένος στην καρέκλα του και είχε πάλη με την συνεχιζόμενη δύσπνοια, όπως πάντοτε, κράτησε κοντά του τον π. Αρσένιο, αφού έδωσε σε όλους την ευχή του. Όταν ο π. Αρσένιος θέλησε κάποια στιγμή να του τρίψει λίγο τα πόδια του για μικρή ανακούφιση, δεν τον άφησε και του είπε: “Πάψε, πάτερ Αρσένιε, μην κάνεις τίποτε. Τελείωσαν όλα. Φεύγω”. Έπιασε το χέρι του αχώριστου συνασκητού του, σαν να τον χαιρετούσε για τελευταία φορά, κοίταξε λίγο επάνω και παρέδωσε ήσυχα την μακαρία ψυχή του.

Όταν μαζευτήκαμε όλοι γύρω του, αυτός δεν ήταν πια μαζί μας. Αφού πανηγύρισε μαζί μας την θεία μετάσταση της Κυρίας μας Θεοτόκου, έφυγε για να εορτάσει και στους ουρανούς αυτή την χαρμόσυνη ημέρα. Ήταν ημέρα Παρασκευή και ώρα πρωινή μετά την ανατολή του ηλίου. Την επομένη, έγινε η κηδεία σύμφωνα με την θέλησή του, εκεί στον τόπο που τελείωσε την ζωή του. Ήλθαν όλοι οι πατέρες της Σκήτης, που έτρεφαν ιδιαίτερη εκτίμηση προς το πρόσωπό του. Αγαπούσε όλους και τον αγαπούσαν όλοι».

Συνεχίζεται…