Άγιοι - Πατέρες - Γέροντες

Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΤΟΝ ΠΑΛΑΜΑ (2)

15 Νοεμβρίου 2009

Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΤΟΝ ΠΑΛΑΜΑ (2)

Gregory Palamas

Συνέχεια από (1)

Αρχ. Εφραίμ, Καθηγουμένου Ι. Μ. Μονής Βατοπαιδίου, Αγίου Όρου

ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ ΩΣ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ

Βασική προϋπόθεση εξόδου από τα δεσμά των παθών, αλλά και ταυτοχρόνως αρχή και πηγή μετανοίας είναι το κατά Θεόν πένθος. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μέσα στα κείμενα του πολύ συχνά αναφέρεται στο κατά Θεόν πένθος και στην οδυνηρή αλλά και ευφρόσυνη κατάσταση, από την όποια χρειάζεται να περάσει ο χριστιανός, που επιθυμεί να ζήσει την αληθινή ζωή. Γι΄ αυτό και δεν διστάζει να χαρακτηρίσει την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ως κατ’ εξοχήν περίοδο πένθους και αγώνα πνευματικού, ως σύμβουλο του παρόντος αιώνος και ως προϋπόθεση αναστάσεως για τη ζωή του κάθε πιστού.

Ο Άγιος Παλαμάς που βιώνοντας το κατά Θεόν πένθος άφηνε τους εκ βάθους στεναγμούς «φώτισον μου το σκότος», πολύ δικαιολογημένα δεν μπορεί να δει το πέρασμα του άνθρωπου από τη ζωή της αμαρτίας στην «όντως ζωή» χωρίς το πένθος και την μετάνοια. Όταν ο νους, λέει, απελευθερωμένος από κάθε αισθητό πράγμα, ανεβεί πάνω από τον κατακλυσμό της τύρβης για τα γήινα πράγματα και μπορέσει να δει τον έσω άνθρωπο, αφού συνειδητοποιήσει κατά τη δική του έκφραση «το ειδεχθές προσωπείον», που απέκτησε η ψυχή από την περιπλάνηση της στα γήινα, τότε σπεύδει να αποπλύνει τον ρύπο της με δάκρυα πένθους (Λόγος εις Πέτρον Αθωνίτην, P.G. 150). Όσο απομακρύνεται ο άνθρωπος από τις βιοτικές μέριμνες και επιστρέφει στον εαυτό του, τόσο περισσότερο γίνεται δεκτικός του θείου ελέους. Ο Χριστός μας μακάρισε αυτούς που πενθούν για τις αμαρτίες τους και για την απώλεια της σωτηρίας τους που έχει ως αιτία την αμαρτία. Αυτός άλλωστε είναι ο λόγος για τον οποίον το πένθος αυτό ονομάζεται μακάριο.

Το πένθος, ενώ αποτελεί σύμφωνα με την πατερική και ασκητική παράδοση, καρπό του Θεού, προϋποθέτει όμως και την συνεργία του άνθρωπου, που χρειάζεται την ταπείνωση, την αυτομεμψία, την κακοπάθεια, τη νηστεία, την αγρυπνία, και κυρίως την προσευχή. Και αυτή η αμέλεια του άνθρωπου, στο να εργάζεται τις αρετές και να αγωνίζεται να επιτύχει το κατά Θεόν πένθος, ενισχύεται από την εμπειρία του ησυχασμού, που μαρτυρεί ότι το πένθος αυτό δεν προξενεί νοσηρότητα και απελπισία, αλλά δημιουργεί στον άνθρωπο τις προϋποθέσεις για να νιώσει πνευματική θυμηδία, παράκληση και κατά τον Παλαμά «παροχή γλυκείας ιλαρότητος» (Προς Ξένην, P.G. 150). Και όταν βοηθήσει το νου να σηκώσει το κάλυμμα των παθών, τον εισάγει αθόρυβα στα αληθινά ταμεία της ψυχής και τον εθίζει στην «εν κρυπτώ» προς τον Πατέρα προσευχή.

Υπάρχουν πολλές αιτίες για τις οποίες πρέπει να πενθεί ο πιστός. Όπως οι μαθητές του Κυρίου ελυπούντο για τη στέρηση του «όντως αγαθού διδασκάλου Χριστού», έτσι και σε μας που δοκιμάζομε την ίδια στέρηση και απουσία του Χριστού από τη ζωή μας, πρέπει να ενυπάρχει και να καλλιεργείται η ίδια λύπη (Ομιλία 29, P.G. 151). Υπάρχει όμως και άλλη αιτία για πένθος· είναι η έκπτωση από τον χώρο της αληθείας του παραδείσου, στον χώρο του πόνου και των παθών. Είναι τόση η οδύνη αυτής της πτώσεως, διότι κρύβει όλο το δράμα της απομακρύνσεως από τον Θεό, τη στέρηση της «πρόσωπον προς πρόσωπον» συνομιλίας με Ἐκείνον, της αϊδίου ζωής και συνδοξολογίας με τους αγγέλους. Ποιος είναι αυτός που έχει συνειδητοποιήσει τη στέρηση όλων αυτών και δεν πενθεί; ερωτά ο Ιερός πατήρ. Και προτρέπει όλους τους πιστούς που ζουν εν «ειδήσει της τοιαύτης στερήσεως» να πενθήσουν και να αποπλύνουν με το κατά Θεόν πένθος «τους εξ αμαρτίας μολυσμούς» (Ομιλία 29, P.G. 151). Η προτροπή αυτή του Αγίου Γρηγορίου είναι απολύτως εναρμονισμένη με την προτροπή και το βίωμα της εκκλησίας, που με την υμνολογία της Κυριακής της Τυροφάγου καλεί τους χριστιανούς την παραμονή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής να θυμηθούν την απομάκρυνση από τον χαμένο παράδεισο και να πενθήσουν για την απώλεια αυτή.

Το πένθος είναι κατά τον ασκητικότατο της Θεσσαλονίκης Ιεράρχη η πιο φυσική και αυθόρμητη εκδήλωση της τραυματισμένης από την αμαρτία ψυχής, που έρχεται σε μετάνοια. Ο Άγιος χρησιμοποιεί μία θαυμάσια παρομοίωση για να κατάδειξει ότι τα τραύματα του ανθρώπου είναι εκείνα που προκαλούν τον πόνο και όχι αυτό καθεαυτό το γεγονός της μετανοίας που μόνο χαρά και παράκληση δίνει στη ψυχή. Όπως σε κάποιον, λέει, που είναι τραυματισμένη η γλώσσα του, φαίνεται δηκτικό το μέλι και για να νιώσει τη γλυκύτητα του χρειάζεται να θεραπευθούν τα τραύματα, το ίδιο συμβαίνει και με το φόβο του Θεού- στις ψυχές που γεννιέται μόλις νιώσουν το ευαγγελικό κήρυγμα, προξενεί λύπη, επειδή περιβάλλονται ακόμη από τα τραύματα των αμαρτιών μόλις όμως τα αποβάλουν με τη μετάνοια, νιώθουν την ευαγγελική χαρά (Ομιλία 29, P.G. 151, 369Β). Γι΄ αυτό άλλωστε και το κατά Θεόν πένθος ονομάζεται και «χαροποιό».

Εμβαθύνοντας ο Παλαμάς στον δεύτερο κυριακό μακαρισμό, που αναφέρεται στο πένθος, αιτιολογεί το ότι ο Χριστός τοποθετεί τον μακαρισμό αυτόν ακριβώς μετά από εκείνο της πνευματικής πτωχείας, από το γεγονός ότι το πένθος συνυπάρχει με την πνευματική πτωχεία.

Χαρακτηριστικό γνώρισμα του άνθρωπου που πενθεί κατά Θεόν είναι η άρνηση να μεταθέσει ή να επιρρίψει σε άλλους την οποιαδήποτε ευθύνη για τις αμαρτίες του. Είναι βασική αρχή που προβάλλει ο Παλαμάς, όταν μιλά για το κατά Θεόν πένθος, το να τύπτουμε τον ίδιο τον εαυτό μας για τις αμαρτίες μας και να αποφεύγουμε την μετάθεση της ευθύνης στους άλλους (Ομιλία 29, P.G. 151,369C). Αύτη άλλωστε η μετάθεση της ευθύνης για την αθέτηση της εντολής του Θεού από τον Αδάμ και την Εύα στέρησε από αυτούς το σωτήριο πένθος της μετανοίας (Γεν. 3,12-13). Διότι αφού ο άνθρωπος πλάσθηκε από τον Θεό αυτεξούσιος και έλαβε κατά τον Παλαμά «αυτοκρατορικόν αξίωμα κατά των παθών ένδον το ηγεμονικόν της ψυχής» και «ουκ έχει όλως τον κατακρατούντα και βιαζόμενον» (Ομιλία 29, P.G. 151, 369C), με την αυτομεμψία και την κατά Θεόν λύπη θα μπορούσε να είχε κερδίσει αυτό που έχασε με την άρνηση αναλήψεως της ευθύνης για το αμάρτημα του. Γι΄ αυτόν το λόγο ο θείος Γρηγόριος, προσπαθώντας να δώσει ένα ορισμό του πένθους λέει «τούτο τοίνυν εστίν η κατά Θεόν και σωτήριος λύπη, το ημάς αυτούς αιτιάσθαι, και μηδένα των απάντων έτερον, εφ΄ οις αυτοί πράττομεν πλημμελώς, και λυπείσθαι καθ’ εαυτών και δι΄ εξομολογήσεως των ημών ημαρτημένων και της επί τούτοις λυπηράς κατανύξεως τον Θεόν εξιλάσκεσθαι» (Ομιλία 29, P.G. 151, 369C).

Η αυτομεμψία είναι κατάσταση αναπόσπαστη για την ψυχή, στην οποία υπάρχει ταπείνωση. Αρχικά την οδηγεί στον φόβο της κολάσεως. Φέρει στη φαντασία τις φρικτές τιμωρίες, όπως ο Κύριος τις περιγράφει στο Ευαγγέλιο, που γίνονται φρικωδέστερες από την αιώνια διάσταση που αποκτούν. Έτσι, ο άνθρωπος που πενθεί εδώ τις αμαρτίες του και μέμφεται γι΄ αυτές τον εαυτόν του, αποφεύγει το ανωφελές, απαράκλητο και χωρίς τέλος πένθος, το οποίο γεννάται σε όσους τιμωρημένους έρχονται σε επίγνωση των αμαρτιών τους. Εκεί, χωρίς καμία ελπίδα απαλλαγής και σωτηρίας, αυξάνεται η οδύνη του πένθους από τον αθέλητο έλεγχο της συνειδήσεως. Και αυτό το μόνιμο και διαρκές πένθος, επειδή δεν γνωρίζει τέλος, γίνεται αιτία άλλου πένθους και φοβερού σκότους και καύσωνα χωρίς δροσισμό, που οδηγεί σε ανέκφραστο βυθό αθυμίας (Προς Ξένην, P.G. 150,1076D-1077A). Σε αντίθεση με τον Αδάμ και την Εύα αναφέρει ο Παλαμάς τον Λάμεχ ως παράδειγμα ανθρώπου, που ήλθε σε αυτομεμψία και κατάνυξη για τις αμαρτίες του (Ομιλία 29, P.G. 151, 369D).

Ιδιαιτέρως δε πρέπει να τονισθεί ότι η άσκηση μέσα στην ορθόδοξη χριστιανική παράδοση είναι απόλυτα συνυφασμένη με το πένθος. Την οδύνη της πτώσεως και την χαρά της αναστάσεως τις ζει ο μοναχός με το χαροποιό πένθος. Με τη σωματική πτωχεία και ταπείνωση, που είναι η πείνα, η δίψα, η κακουχία και η κακοπάθεια του σώματος, μέσα με τα οποία έλλογα συστέλλονται οι αισθήσεις του σώματος, όχι μόνο γεννιέται το πένθος αλλά αναβλύζουν και δάκρυα. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς δίδει σαφή εξήγηση γι΄ αυτή την πνευματική κατάσταση στην επιστολή του προς την μοναχή Ξένη. Όπως, λέγει, από την σωματική άνεση, την ανάπαυση και την τρυφή, γεννώνται η αναλγησία, η πώρωση και η σκληροκαρδία, έτσι από την ανήδονη, την λιτή και με εγκράτεια λαμβανόμενη τροφή, προκαλούνται η συντριβή της καρδιάς και η κατάνυξη. Με αυτά αποτρέπονται οι ενέργειες της κακίας και παρέχεται στη ψυχή άφατη και γλυκύτατη ιλαρότητα. Χωρίς τη συντριβή της καρδιάς είναι αδύνατο να απαλλαγή κανείς από τα πάθη. Η δε καρδιά δεν έρχεται σε συντριβή παρά μόνο με την εγκράτεια του ύπνου, της τροφής και των σωματικών ανέσεων. Όταν με την συντριβή απαλλαγεί η ψυχή από τα πάθη και την πικρότητα της αμαρτίας, τότε δέχεται την πνευματική θυμηδία (Προς Ξένην, P.G. 151,1076BC). Αυτή άλλωστε είναι και η παράκληση για την οποία ο Κύριος μακαρίζει τους πενθούντας. Έτσι μόνο εξηγείται το ότι η μεταβολή της λύπης σε χαρά, για την οποία μίλησε ο Χριστός στους μαθητές του, γίνεται βίωμα από το οποίο ο μοναχός αποκτά καθημερινή εμπειρία. Το πένθος γίνεται χαροποιό και μακάριο, διότι κυρίως καρποφορεί μέσα στον άνθρωπο τον αρραβώνα της αιωνίας χαράς.

Η αυτομεμψία και η συναίσθηση της αμαρτωλότητος είναι οι καταστάσεις πού προετοιμάζουν στη ψυχή το πένθος. Για πολύ καιρό, λέγει ο ιερός πατήρ, σαν ένα νοητό βάρος πάνω από το λογιστικό μέρος της ψυχής, το πιέζουν και το συνθλίβουν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποστάξει ο σωτήριος οίνος πού «ευφραίνει καρδίαν άνθρωπου». Ο οίνος αυτός είναι η κατάνυξη, η οποία χάρη στο πένθος, μαζί με το ενεργητικό μέρος της ψυχής συνθλίβει και το παθητικό και αφού την απαλλάξει από το σκοτεινό βάρος των παθών, τη γεμίζει με την μακάρια χαρά (Προς Ξένην, P.G. 150, 1077Β).

Όσο οδυνηρό όμως είναι το πένθος στα πρώτα του στάδια, διότι συνυπάρχει με το φόβο του Θεού, τόσο αργότερα με την πάροδο του χρόνου και την πνευματική προκοπή της ψυχής γίνεται χαροποιό, διότι βλέπει κανείς αληθινά μακάριους και γλυκούς καρπούς. Όσο χρονίζει το πένθος στη ψυχή, τόσο η αγάπη για τον Θεό αυξάνεται και με ακατάληπτο τρόπο ενώνεται μαζί της. Όταν δε η ψυχή βιώνει βαθιά το πένθος, γεύεται την παρηγοριά της χρηστότητος του Παρακλήτου. Αυτή είναι για τη ψυχή τόσο ιερά, γλυκιά και μυστική εμπειρία, ώστε εκείνοι πού δεν απόκτησαν προσωπική γεύση από αυτή, να μη την υποψιάζονται καθόλου (Προς Ξένην, P.G. 150, 1077Β).

Μία θεμελιακή άποψη στην θεολογία του πένθους είναι ότι δεν συμμετέχει σ’ αυτό μόνο η ψυχή, αλλά και το σώμα. Και η «παράκλησις» για την οποία μακάρισε ο Κύριος τους πενθούντας, είναι καρπός, τον οποίον δέχεται όχι μόνον η ψυχή, αλλά όπως τονίζει ο Παλαμάς «και το σώμα μεταλαμβάνει πολυτρόπως» (Υπέρ ησυχαζόντων 1, 3, 33). Εναργέστατη απόδειξη γι΄ αυτήν την πραγματικότητα αναφέρει «το κατώδυνον εφ΄ αμαρτήμασι πενθούσι δάκρυον» (Υπέρ ησυχαζόντων).

Καρπός ακόμη του κατά Θεόν πένθους, είναι και η σταθεροποίηση του άνθρωπου στην αρετή, μια και, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, «η κατά Θεόν λύπη μετάνοιαν αμεταμέλητον απεργάζεται εις την ψυχήν προς σωτηρίαν» (Β’ Κορ. 7.10), διότι κατά τον Παλαμά μπορεί ο άνθρωπος να πτώχευσει κατά Θεόν και να ταπεινωθεί πνευματικά, αν όμως δεν προσλάβει και το πένθος, εύκολα μεταβάλλεται η διάθεσή του- μπορεί να ξαναγυρίσει στις άτοπες και αμαρτωλές πράξεις, που άφησε, και να ξαναγίνει παραβάτης των εντολών του Θεού, αφού πάλι θα φούντωσει μέσα του η επιθυμία και ο πόθος για την αμαρτωλή ζωή. Αν όμως παραμείνει στην πτωχεία, που μακάρισε ο Κύριος, και καλλιεργήσει μέσα του το πνευματικό πένθος, τότε σταθεροποιείται και ασφαλίζεται στην πνευματική ζωή, διώχνοντας έτσι τον κίνδυνο να επιστρέψει εκεί, από όπου ξεκίνησε (Προς Ξένην, P.G 150, 1085C).

Η ωφέλεια όμως από το πένθος δεν περιορίζεται μόνο στο ότι ο άνθρωπος γίνεται σχεδόν ακίνητος προς το κακό, αλλά κατά τον Άγιο Γρηγόριο, εξαλείφει εντελώς και τις προηγούμενες αμαρτίες του, όταν βέβαια έχει ως κατάληξη το μυστήριο της μετανοίας. Διότι αφού ο άνθρωπος πενθεί κυρίως γι΄ αυτές, ο Θεός τις καταλογίζει ως ακούσιες· ο Άγιος χαρακτηριστικά λέγει ότι «τα ακούσια ουχ υπεύθυνα» (Προς Ξένην, P.G. 150, 1085C).

Έτσι το κατά Θεόν πένθος δεν εφελκύει μόνο την παράκληση και την παρά Θεού συγχώρηση προσφέροντας τον αρραβώνα της αιωνίου ευφροσύνης, αλλά ταυτόχρονα προφυλάσσει τις αρετές που έχει η ψυχή, αφού κατά τον Άγιο Γρηγόριο η ψυχή που έμαθε να πενθεί γίνεται δυσκίνητη προς το κακό (Προς Ξένην, P.G. 150,1085D).

Τέλος ο αγιορείτης Ησυχαστής και των Θεσσαλονικέων Ιεράρχης, στην περί παθών και αρετών πραγματεία του, που στη μεγαλύτερη της έκταση είναι αφιερωμένη στο πένθος, χρησιμοποιεί ένα πολύ εκφραστικό παράδειγμα για να κατάδειξει την πορεία του άνθρωπου στο πένθος. Παρομοιάζει την αρχή του πένθους με την επιστροφή του άσωτου υιού· γι΄ αυτό και γεμίζει κατήφεια τον πενθούντα και τον οδηγεί στην επανάληψη των λόγων εκείνου: «πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον σου». Αλλά και το τέλος του, πάλι, το εικονίζει με την προϋπόθεση και το άνοιγμα της αγκάλης του Θεού Πατρός «εν η τω πλούτω της ανεικάστου πτωχείας εντυχών, και πολλής χαράς και παρρησίας δι΄ αυτήν ο υιός επιτυχών, εφιλείτο τε και αντεφίλει, και συνεισελθών, συνεστιάτο τω Πατρί, της ουρανίου συναπολαύων ευφροσύνης» (Προς Ξένην, P.G. 150, 1085C). Γι΄ αυτό και ο όρος «χαρμολύπη» που χρησιμοποιούν συνήθως οι ασκητές για να εκφράσουν το βίωμα της εσχατολογικής υπερβάσεως του πόνου, είναι ίσως το πιο εκφραστικό σύμβολο ολόκληρης της ασκητικής ζωής τους, ζωής κυρίως δακρύων και πένθους (Βλέπε Γ. Μαντζαρίδου «Η περί θεώσεως διδασκαλία» στα Παλαμικά 1973, σελ. 215).

Σ΄ αυτήν τη συνοπτική και μπορεί να πει κανείς πρόχειρη παρουσίαση των θέσεων του Παλαμά περί μετανοίας βλέπουμε ότι ο Άγιος Γρηγόριος ως κατ΄ εξοχήν άνθρωπος της εσωτερικής ζωής ενδιεφέρετο όχι απλώς να διορθώνουμε εξωτερικά τα κακώς κείμενα, αλλά να μετανοούμε εσωτερικά, πενθούντες και κλαίοντες. Ο Άγιος Γρηγόριος ήταν ο ίδιος άνθρωπος της μετανοίας, αλλά και αληθινός κήρυκας της μετανοίας.

Ευχόμεθα ταπεινώς, τώρα που εγγίζει η αγία περίοδος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, της κατ’ εξοχήν περιόδος της μετανοίας κατά τον Άγιον Γρηγόριον, να «προσπέσωμεν και να κλαύσωμεν εναντίον του Θεού ημών» για να γευθούμε τη μακαριότητα της βασιλείας του. Μη λησμονούμε ότι η διόρθωση του εαυτού μας αλλά και του κοινωνικού συνόλου αρχίζει και θεμελιώνεται στην προσωπική μετάνοια του κάθε άνθρωπου. Αυτό άλλωστε είναι το πνεύμα του αγιορείτικου μοναχισμού, όπως το τονίζει ο Άγιος Παλαμάς, «η διηνεκής μετάνοια». Αμήν.

Πηγή: Περιοδικόν «Ο Όσιος Γρηγόριος» Τεύχος 24, σελ. 11-24 Άγιον Όρος, 1999