Ορθόδοξη πίστη

Καρδιά συντετριμένη

19 Νοεμβρίου 2009

Καρδιά συντετριμένη

 

Παναγία η Γλυκοφιλούσα. Αμφιπρόσωπη φορητή εικόνα. Ιερά Μονή Φιλοθέου Αγίου Όρους.

Εχτές, παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ήμουνα ξαπλωμένος στό κουβούκλι μας, περασμένα τά μεσάνυχτα, και συλλογιζόμουνα. Είχα δουλέψει νυχτέρι γιά νά τελειώσω μιά Παναγία Γλυκοφιλούσα, και δίπλα μου καθότανε ή γυναίκα μου κι’ έπλεκε. Όποτε δουλεύω, βρίσκουμαι σέ μεγάλη κατάνυξη και ψέλνω διάφορα τροπάρια.

Σιγόψελνα λοιπόν εκεί πού ζωγράφιζα τήν Παναγία, κι’ ή Μαρία έψελνε και κείνη μαζί μου μέ τή γυναικεία φωνή της. Βλογημένη γυναίκα μου έδωσε ό Θεός, άς είναι δοξασμένο τ’ όνομά του γιά όλα τά μυστήρια της οικονομίας του.

Αφού λοιπόν τελείωσα τή δουλειά μου κατά τά μεσάνυχτα, ξάπλωσα στό μεντέρι μου, κι’ ή Μαρία ξάπλωσε και κείνη κοντά μου και σκεπάσθηκε και τήν πήρε ό ύπνος. Έπιασα νά συλλογίζουμαι τόν κόσμο. Συλλογίσθηκα πρώτα τόν εαυτό μου και τους δικούς μου, τή γυναίκα μου και τό παιδί μου. Γύρισα και κοίταξα τή Μαρία πού ήτανε κουκουλωμένη και δέν φαινότανε άν είναι άνθρωπος από κάτω από τό σκέπασμα. Κι’ είπα: Ποιός μάς συλλογίζεται; Οι άνθρωποι λένε λόγια πολλά μά δέν πιστεύουνε σέ τίποτα, γι’ αυτό είπε ό Δαυΐδ: «πάς άνθρωπος ψεύστης». Γύρισα και κοίταξα τό φτωχικό μας, πού ‘ναι σάν ξωκκλήσι, στολισμένο μέ εικονίσματα και μέ αγιωτικά βιβλία, χωμένο ανάμεσα στ’ αρχοντόσπιτα της Βαβυλωνίας, κρυμμένο, σάν τόν φτωχό πού ντρέπεται μήν τόν δει ό κόσμος. Ή καρδιά μου ζεστάθηκε, κρυμμένη και κείνη μέσα μου. Ένοιωσα πώς ήμουνα χωρισμένος από τόν κόσμο, κι’ οι λογισμοί μου πώς ήτανε και κείνοι κρυμμένοι πίσω από τό καταπέτασμα πού χώριζε τόν κόσμο από μένα, και πώς άλλος ήλιος κι’ άλλο φεγγάρι φώτιζε τόν δικό μας τόν κόσμο. Κι’ αντί να πικραθώ, ευφράνθηκε ή ψυχή μου πώς μ’ έχουνε ξεχασμένον, κι’ ή χαρά ή μυστική, πού τή νοιώθουνε όσοι είναι παραπεταμένοι, άναψε μέσα μου ήσυχα κι ειρηνικά, κι’ η παρηγοριά με γλύκανε σαν μπάλσαμο, ανακατεμένη με το παράπονο. Και φχαρίστησα Εκείνον, που κάνει τέτοια μυστήρια στον άνθρωπο και που κάνει πλούσιους τους φτωχούς, χαρούμενους τους θλιμμένους, πού δίνει μυστική συντροφιά στους ξεμοναχιασμένους, και που μεθά με το κρασί της τράπεζάς του όσους βάλανε την ελπίδα τους σε Κείνον. Άν δεν ήμουνα φτωχός και ξευτελισμένος, δέν θα μπορούσα να αξιωθώ τούτη τήν πονεμένη χαρά, γιατί δεν ξαγοράζεται μέ τίποτα άλλο, παρεχτός μέ τήν συντριβή της καρδιάς, κατά τόν Δαυΐδ πού λέγει: «Κύριε, έν θλίψει επλάτυνάς με». Επειδή, όποιος δέν πόνεσε και δέν ταπεινώθηκε, δέν παίρνει έλεος. Έτσι τά θέλησε ή ανεξιχνίαστη σοφία Του. Μά οι άνθρωποι δέν τά νοιώθουνε αυτά, γιατί δέν θέλουνε νά πονέσουνε και νά ταπεινωθούνε, ώστε νά νοιώσουνε κάτι παραπέρα από τήν καλοπέραση τού κορμιού κι’ από τα μάταια πάθη τους.

Ολοένα, χωρίς νά τό καταλάβω, ανεβαίνανε τά δάκρυα στά μάτια μου, δάκρυα γιά τόν κόσμο και δάκρυα για μένα. Δάκρυα για τον κόσμο, γιατί γυρεύει να βρει τή χαρά εκεί που δεν βρίσκεται και δάκρυα για μένα, γιατί πολλές φορές δείλιασα τη φτώχια και τους άλλους πειρασμούς, καί δικαίωσα τους ανθρώπους, ενώ τώρα ένοιωσα πώς δεν παίρνει ο άνθρωπος μεγάλο χάρισμα, χωρίς να περάσει μεγάλον πειρασμό. Κι’ αντρειεύτηκα κατά τό πνεύμα, κι’ ένοιωσα πώς δέν φοβάμαι τή φτώχια, παρά πώς την άγαπω. Και κατάλαβα καλά πώς δέν πρέπει ό άνθρωπος νά αγαπήσει άλλο τίποτα από τόν πόνο του, γιατί από τόν πόνο αναβρύζει ή αληθινή χαρά κι’ ή παρηγοριά, κι’ εκεί βρίσκουνται οι πηγές της αληθινής ζωής. Αληθινά, ή φτώχεια είναι φοβερό θηρίο. Όποιος τό νικήσει, όμως, και φτάξει νά μήν τό φοβάται, θά βρει μεγάλα πλούτη μέσα του. Τούτη τήν αφοβιά τή δίνει ό Κύριος άμα ταπεινωθεί ό άνθρωπος. Σ’ αυτόν τόν πόλεμο πού ή αντρεία λέγεται ταπείνωση, και τά βραβεία είναι καταφρόνεση και ξευτελισμός, δέν βαστάνε οι αντρείοι τού κόσμου. Όποιος δέν περάσει από τή φωτιά της δοκιμής, δέν ένοιωσε αληθινά τί είναι ή ζωή, και γιατί ό Χριστός είπε: «Εγώ είμαι ή ζωή», και γιατί είπε «Μακάριοι οι πικραμένοι, γιατί αυτοί θά παρηγορηθούνε». Όποιος δέν απελπίστηκε από όλα, δέν τρέχει κοντά στον Θεό, γιατί λογαριάζει πώς υπάρχουνε κι’ άλλοι προστάτες γι’ αυτόν, παρεχτός τού Θεού.

Εμένα ό νούς μου ήτανε σέ κείνους τους θλιμμένους και τους βασανισμένους, πού δέν έχουνε ελπίδα, και σέ κείνους πού τρώγανε και πίνανε κείνη τή νύχτα, και χορεύανε μέ τις γυναίκες πού δέν έχουνε ντροπή, και σέ κείνους πού μαζεύουνε πλούτη κι’ αδιαφόρετα πράματα πού δέ μπορούνε νά τ’ αποχωριστούνε σάν σιμώσει ό θάνατος, και πού καταγίνουνται νά δέσουνε τόν εαυτό τους μέ πιό πολλά σκοινιά, αντίς νά τά λιγοστέψουνε. Επειδής οι δύστυχοι είναι φτωχοί από μέσα τους κι’ αδειανοί και τρεμάμενοι και θέλουνε νά ζεσταθούνε και ρίχνουνε από πάνω τους όλα αυτά τά πράγματα, σάν τόν θερμασμένον πού ρίχνει απάνω του παπλώματα και ρούχα, δίχως νά ζεσταθεί. Λογαριάζω πώς οι σημερινοί οι άνθρωποι είναι πιό φτωχοί στό απομέσα πλούτος, γιά να’χουνε ανάγκη από τόσα πολλά μάταια πράματα. Αυτά πού λένε χαρές και ηδονές, τά δοκίμασα κι’ εγώ σαν άνθρωπος, και πίστευα κι’ εγώ πώς ήτανε στά αληθινά χαρά και ευτυχία. Μά γλήγορα κατάλαβα πώς ήτανε ψευτιές και φαντασίες ασύστατες, και πώς χορταίνουνε τήν ψυχή και στραβώνουνε τά πνευματικά της μάτια και δέν μπορεί νά δει, και γίνεται κακιά κι’ αλύπητη στον πόνο τ’ αδερφού της, αδιάντροπη, ακατάδεκτη, άθεη, θυμώτρα, αιμοβόρα. Όσοι είναι σκλάβοι στην καλοπέραση του κορμιού τους δέν έχουνε αληθινή χαρά, γιατί δέν έχουνε ειρήνη γιά τούτο θέλουνε νά βρίσκουνται μέσα σέ φουρτούνα και νά ζαλίζουνται, ώστε νά θαρρούνε πώς είναι φτυχισμένοι. Ή χαρά ή αληθινή είναι μιά θέρμη της διανοίας και μιά ελπίδα της καρδιάς πού τις αξιώνουνται όσοι θέλουνε νά μήν τους ξέρουνε οι άνθρωποι, γιά νά τους ξέρει ό Θεός.

απόσπασμα από το «Μικρό Εορταστικό» τού Φώτη Κόντογλου, .