Άγ. Παΐσιος ΑγιορείτηςΓενικά ΘέματαΟρθόδοξη πίστη

Ήταν κάποτε παιδιά- Ο Γέρων Παΐσιος

8 Δεκεμβρίου 2009

Ήταν κάποτε παιδιά- Ο Γέρων Παΐσιος

Πάρα πολλά βιβλία γράφτηκαν και κυκλοφορούν για τη ζωή, τις διδαχές και τα θαύματα του γνωστού σε όλους μας Γέροντα Παϊσίου. Πώς ήταν όμως ο μικρός Αρσένιος( αυτό ήταν το βαφτιστικό του Γέροντα) σαν παιδί; Αυτό ακριβώς μας περιγράφει, η Άννα Ιακώβου, στο βιβλίο της, από τη σειρά «Άθως-παιδικά»,( των εκδόσεων Σταμούλη), «Ήταν κάποτε παιδιά-Ο Γέρων Παΐσιος». Διαλέξαμε, λοιπόν, για τους μικρούς μας φίλους, κάτι από τα παιδικά του χρόνια και μερικές από τις χαριτωμένες ιστορίες του.

 – Πρέπει, να τρως καλά, συνέχισε εκείνη. Πρώτα όλο το φαΐ σου κι έπειτα όσα φρούτα θέλεις. Τα φρούτα έχουν βιταμίνες και πολύ θρεπτικά.

Ο Αρσένιος δίχως να μιλά την κοίταζε μ’ εκείνα τα μεγάλα μαύρα μάτια του που λάμπανε γεμάτα φως και που για χάρη τους η μάνα του τον φώναζε γουμπισία που στα φαρασιώτικα θα πει πυγολαμπίδα.

– Φαντάζομαι πως έχεις φάει το μεσημεριανό φαΐ σου για να τρως τώρα τζάνερα, του είπε η Καίτη.

– Δεν έφαγα, απάντησε μουρμουρίζοντας ο Αρσένης.

– Και γιατί, να σε χαρώ, δεν έφαγες, τον ρώτησε εκείνη θορυβημένη. Μήπως και η μάνα σου δεν πρόλαβε σήμερα να μαγειρέψει απ’ τις δουλειές;

– Μαγείρεψε, είπε ντροπαλά το παιδί.

– Κι εσύ τότε γιατί δεν έφαγες; Το ξέρεις πως είσαι πολύ αδύνατος; Έτσι που πας δε θα μεγαλώσεις ποτέ. Μια στάλα θα μείνεις!

– Δεν έφαγα, γιατί σήμερα είναι Τετάρτη, ψέλλισε με κατεβασμένο το κεφάλι ο Αρσένης και η φωνή του ίσα που έφτασε ως το μπαλκονάκι.

– Και τι μ’ αυτό; είπε με απορία η Καίτη. Δεν είχε κάνει η μάνα σου νηστίσιμο φαγητό;

– Είχε κάνει πατάτες, απάντησε το παιδί. Μονάχα που τις μαγείρεψε στην ίδια κατσαρόλα που έκανε χθες και τ’ αρτύσιμα. Κι όπως και να το κάνεις, ρουφάει η κατσαρόλα και χαλάει και το νηστίσιμο φαΐ. Γι’ αυτό κι εγώ δεν τρώω τις νηστίσιμες μέρες.

– Τόσο το καλύτερο, απάντησε ο αδερφός του που είχε ακούσει ετούτη την κουβέντα τρυπώνοντας ξανά στον κήπο του σπιτιού τους από μια σπασμένη σανίδα του φράχτη. Θα τρώω εγώ διπλή μερίδα.

Έτσι γινόταν πάντα με τον αδερφό του. Ήτανε βλέπεις ο μεγαλύτερος και όριζε κατά πως ήθελε τον Αρσένη με διαταγές και προσταγές.

Κι ο μικρός Αρσένης ποτέ δε διαμαρτυρόταν με όλα τούτα που του έκανε.

Μονάχα που καμιά φορά στεναχωριότανε με τα εμπόδια που κάθε τόσο του έβαζε μπρος του.

Τα βράδια, για παράδειγμα, κάνοντας τον κοιμισμένο, παραφύλαγε κάτω από τις κουβέρτες κι όταν καταλάβαινε τον Αρσένη να σηκώνεται σιγά-σιγά, για να κάνει την προσευχή του ή τις μετάνοιες του εκεί, μπροστά στο εικόνισμα της Παναγιάς, σηκωνότανε κι εκείνος και τον ξάπλωνε ξανά στο στρώμα με το ζόρι.

– Ο Θεός έκανε τη νύχτα για να κοιμόμαστε κι όχι για να ξενυχτούμε σαν κουκουβάγιες ή πες καλύτερα, σαν γουμπισίες, του έλεγε πεισματωμένος. Κι αν εσύ θέλεις να κάνεις τον ασκητή και τον καλόγερο, δε σου φταίω σε τίποτε εγώ που θέλω να κοιμηθώ. Δεν μπορώ να νιώθω άλλον να περπατεί και να στριφογυρίζει μέσα στο δωμάτιο. Κατάλαβες;

Αυτή του την παραξενιά την καταλάβαινε ο Αρσένιος. Ήξερε καλά πως έπρεπε τον αδερφό του σαν μεγαλύτερο να τον ακούει. Γι’ αυτό και ποτέ του δε μιλούσε. Ακόμη κι όταν του έπαιρνε τα μικρά φυλλάδια με τους βίους των Αγίων που διάβαζε και τα εξαφάνιζε από προσώπου γης. ο Αρσένιος υπομονετικά το ανεχόταν. Δεν καθόταν όμως και με σταυρωμένα τα χέρια. Έτρεχε διψασμένος και ζητιάνευε δεξιά κι αριστερά καινούργια συναξάρια, τα διάβαζε στα κρυφά και τα έδινε και πάλι πίσω.

Όπως και να ήτανε τα πράματα, ο Αρσένιος το είχε για τα καλά αποφασίσει πως, σαν μεγαλώσει, θα γίνει καλόγερος. Το έλεγε μάλιστα και σ’ όποιον τον ρωτούσε.

– Καλόγερος θέλει να γίνει ο αδερφός σου; Είπε ο Κώστας μια μέρα καθώς κουβέντιαζαν και γελούσαν με τις παραξενιές του Αρσένη. Θα τον κάνω εγώ να ξεκαλογερέψει στο πι και φι.

– Πώς; τον ρώτησε περίεργο το παιδί.

-Έλα. Πάμε να τον βρούμε και θα δεις. του είπε εκείνος.

– Ο Αρσένης είναι αγύριστο κεφάλι. Ό,τι του καρφώνεται στο μυαλό δύσκολα το αλλάζεις. Εδώ εγώ, που όλη μέρα του έχω βάλει τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι, δεν κατάφερα τίποτε, θα το καταφέρεις, νομίζεις, εσύ με δυο κουβέντες που θα του πεις;

– Προχώρα και θα δεις. του είπε με σιγουριά ο Κώστας και τράβηξαν οι δυο τους κατά την πλατεία να βρούνε τον Αρσένη που εκείνη την ώρα έπαιζε με τα παιδιά.

– Αρσένη, του φώναξε από μακριά ο αδερφός του, μόλις τον είδε να παίζει κλοτσώντας μια πάνινη μπάλα. Εμείς πηγαίνουμε με τον Κώστα ως το πέτρινο γεφύρι κάτω στο ποτάμι. Έλα να μας κάνεις παρέα ως εκεί κι έπειτα εσύ, αν θέλεις, πας και στο ξωκλήσι της Αγίας Βαρβάρας, που είναι λίγο πιο πάνω από το γεφύρι μέσα στο φαράγγι, για να κάνεις τα καλογερικά σου.

Ο Αρσένης στάθηκε για λίγο στον τόπο σκεπτικός.

– Τι δουλειά έχω εγώ τώρα να τρέχω στο ποτάμι, συλλογίστηκε. Αυτοί σίγουρα θα πηγαίνουν για καραβίδες. Θα χαζολογήσουν εκεί κάτω ως το απόγευμα. Αν δε μου ’λεγαν για το ερημοκλήσι, ούτε λόγος θα γινότανε να πάω μαζί τους. Τώρα όμως…

Με μεγάλες δρασκελιές ο Αρσένης τους πλησίασε.

– Εντάξει. Θα ‘ρθω. τους είπε. Μονάχα να πούμε ένα λόγο στη μάνα. Να ξέρει πού είμαστε.

– Προχωράτε εσείς, είπε κρυφογελώντας ο αδερφός του. Θα πάω εγώ στο σπίτι να τους το πω. Μη με περιμένετε. Θα σας φτάσω, φώναξε τρέχοντας, και χάθηκε από μπρος τους σαν καπνός.

Ο Κώστας με τον Αρσένη προχωρούσανε με βήμα γρήγορο, δίχως να μιλούν μεταξύ τους και κοιτάζοντας πού και πού πίσω να δούνε αν ερχότανε κι ο τρίτος της παρέας.

………..

– Μα πες μου. βρε Αρσένη, είπε κι όρμησε στα ξαφνικά ο Κώστας και τον έπιασε σφιχτά από το μπράτσο. Τι γυρεύεις και τρέχεις ολημερίς στα ξωκλήσια και τα προσκυνητάρια;

– Τι θα πει τι γυρεύω, απάντησε το παιδί. Το Θεό γυρεύω.

– Ωραία, του είπε ο Κώστας ειρωνικά κι άφησε το μπράτσο του με μια σπρωξιά. Αν τον βρεις πουθενά, μίλα μου κι εμένα να έρθω να τον δω.

Ο Αρσένης τον κοίταξε ξαφνιασμένος μ’ εκείνα τα μεγάλα μαύρα μάτια του που γέμισαν φως έτσι όπως άνοιξαν τούτη την ώρα διάπλατα από την έκπληξη.

…….

Χαριτωμένου χαριτωμένα !

Ο Γέροντας ήταν από την φύση του ανοιχτός κι ευχάριστος άνθρωπος. Του άρεσε να διηγείται χαριτωμένες ιστορίες με πνευματικό περιεχόμενο και να γελά από την καρδιά του. Μερικά τέτοια περιστατικά που συνέβησαν και τα διηγούνταν ο ίδιος μπορείτε να διαβάσετε πιο κάτω.

  • Κάποτε κάποιος επισκέπτης αδιάφορος για τα πνευματικά ρώτησε το γέροντα….

– Πάτερ, τι κάνεις εδώ στο Άγιον Όρος; Κι ο πατήρ Παΐσιος του απάντησε…,

– Προσέχω τα μυρμήγκια να μην τσακώνονται.

  • Κάποια άλλη φορά ο γέροντας φύτευε στο μικρό του κήπο στην «Παναγούδα» κοκκάρι, δηλαδή μικρούς βολβούς κρεμμυδιών. Το κοκκάρι το είχε βάλει μέσα σε ένα άδειο κουτί κονσέρβας από καλαμαράκια.

Κάποιος επισκέπτης που τον είδε τον ρώτησε…

– Γέροντα τι κάνεις εκεί;

– Φυτεύω καλαμαράκια, απάντησε ο Γέροντας.

– Πιάνουν γέροντα; συνέχισε εκείνος.

– Πώς, πιάνουν! Άμα τα βάλεις με τα μουστάκια κάτω, πιάνουν.

  • Κάποιο παιδί είχε μεγάλη αγάπη στα γλυκά. Έτσι στο σπίτι του δεν άφηνε γλυκό για γλυκό. Πολλές φορές μάλιστα η μητέρα του είχε εκτεθεί, γιατί πήγαινε να κεράσει τους επισκέπτες της και τότε διαπίστωνε πως τα γλυκά της είχανε κάνει φτερά.

Ο θείος του πηγαίνοντας κάποια φορά στο Άγιον Όρος πήρε μαζί και τον νεαρό ανιψιό του. Οι δυο τους έφτασαν και στο κελάκι του γέροντα για να πάρουν την ευχή του. Εκεί ήταν και άλλοι προσκυνητές καθισμένοι στο υπαίθριο αρχονταρίκι του γέροντα. Εκείνος κρατώντας ένα κουτί με λουκούμια πέρασε απόλους και τους κέρασε. Όταν τελείωσε, ξαναγύρισε και στάθηκε μπροστά στον νεαρό και του είπε γελώντας…

– Εσύ πάρε ακόμη τρία λουκούμια!

Ο μικρός δίστασε και προφασίστηκε ότι δε θέλει άλλο. Τότε ο γέροντας γελώντας τού είπε:

– Εδώ ντρέπεσαι, όμως τη μάνα σου την έχεις σκάσει και δεν της αφήνεις γλυκό για γλυκό!

 (Άννα Ιακώβου, «Ήταν κάποτε παιδιά-Ο Γέρων Παΐσιος». Άθως-παιδικά, Εκδ. Σταμούλη, β’ έκδοση  2009)