Θεολογία και Ζωή

Η κένωση του Ιησού

25 Δεκεμβρίου 2009

Η κένωση του Ιησού

«Τούτο γαρ φρονείσθω εν υμίν ο και εν Χριστώ Ιησού, ος εν μορφή Θεού υπάρχων ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ, αλλ’ εαυτόν εκένωσεν μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος, και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος». (Φιλ. 2, 5-7)

  Εάν κατά τη ρήση του Σολομώντα, «τοις πάσι χρόvoς και καιρός τω παντί πράγματι υπό τον ουρανόν», δεν είναι η ώρα σήμερα να μελετήσουμε με τον Απόστολο την θεία κένωση του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, καθώς Τον βλέπουμε να ταπεινώνει τον εαυτό Του στο μέγεθος του παιδιού, να κενούται ως τη φάτνη;

Οι άνθρωποι, παρασυρμένοι από τα πάθη τους προς τα ανθρώπινα επιτεύγματα, συχνά σκανδαλίζονται από την ταπείνωση του Χριστού. Αφ’ ότου όμως η εμπειρία τόσων αιώνων κατέδειξε ότι «ο Θεός αυτόν υπερύψωσε και εχαρίσατο αυτώ όνομα το υπέρ παν όνομα, ίνα εν τω ονόματι Ιησού παν γόνυ κάμψη επουρανίων και επιγείων και καταχθόνιων», επειδή από την ημέρα της Ανάστασής Του και της Ανάληψής Του αναρίθμητοι μάρτυρες αντίκρισαν τις δυνάμεις των επουρανίων να εκπληρώνουν υποτακτικά κάθε Του θέλημα, ενώ απεναντίας τις καταχθόνιες να απωθούνται, εν τω Ονόματι Του, στο βάθος των αβύσσων, και χιλιάδες άνθρωποι βρήκαν την μακαριότητα τους λατρεύοντας το ίδιο αυτό Όνομα. Επομένως, όταν μιλούμε σε ανθρώπους συναγμένους για να γονυπετήσουν ενώπιον του ονόματος του Χριστού, μπορούμε να απαλλαγούμε από τη φροντίδα να υπερασπιστούμε και να δικαιολογήσουμε την ταπείνωση Του. Τίποτε δε μας εμποδίζει να θεωρήσουμε αυτή την ταπείνωση με την ευλάβεια που θεωρούμε τη μεγαλοσύνη Του.

Πόσο, αλήθεια, ο Υιός του Θεού ταπεινώθηκε κατά την ενσάρκωση Του! Και αυτή η ταπείνωση μας παραξενεύει ακόμη περισσότερο καθώς ενεργείται μέσα από ένα είδος αντιφατικής συμμόρφωσης με το αρχικό μεγαλείο του ίδιου του ανθρώπου. Όντως, δεν είναι άσκοπα που η θεϊκή γλώσσα χρησιμοποιεί, για να περιγράψει αυτές τις αντίθετες καταστάσεις, την ίδια και μοναδική έκφραση: εικόνα και ομοίωσις. «Ποιήσωμεν άνθρωπον», λέει ο Θεός Δημιουργός, «κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν». Και ο Απόστολος λέει. μιλώντας για την ενσάρκωση του Υιού του Θεού: «μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος, και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος». Ένας επιφανής άνθρωπος στη γη, όποιος κι αν ήταν, δεν θα χρειαζόταν να ταπεινωθεί πολύ για να μοιάσει με δούλο. Όταν όμως ο μέγας και δυνατός Θεός, που κάνει ακόμη και τους δούλους Του μεγάλα πρόσωπα, μεταμορφώνεται ο ίδιος κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του δούλου, δηλαδή υποβιβάζεται στο επίπεδο της απόλυτης δουλείας, στη βαθειά καταφρόνια που είναι ίδιον του δούλου, αντικρίζοντας το ύψιστο μεγαλείο να υφίσταται μια τέτοια αμέτρητη ταπείνωση, είναι αδύνατο να μη δοκιμάσουμε ένα αίσθημα ιδιαίτερου θαυμασμού που φτάνει ως την συγκίνηση ή ως τη φρίκη. Σε τέτοιο βαθμό ταπεινώθηκε ο Υιός του Θεού κατά την ενσάρκωση Του.

Μα πόσο ακόμη περισσότερο ταπεινώθηκε από τις περιστάσεις της επίγειας γέννησης Του! Έπρεπε να επιλέξει το λαό ανάμεσα στον όποιο θα γεννιόταν, και επέλεξε τον κατώτερο λαό της γης, ένα λαό που δεν είχε καλά-καλά δική του κυβέρνηση, που ήταν συχνά υποδουλωμένος και κοντεύει να είναι ακόμη, που άλλοτε είχε ευλογηθεί αλλά είναι πολύ κοντά στην απόρριψη. Έπρεπε να επιλέξει μια πόλη και επέλεξε τη Βηθλεέμ, τόσο μικρή που ένας προφήτης θέλοντας να την επαινέσει, δεν μπορεί να αποσιωπήσει την κατηγορία που της αξίζει, και δε βρίσκει για να την εκφράσει παρά το όνομα του Ιησού, του ταπεινωμένου Θεού που θα γεννιόταν εκεί. «Και συ, Βηθλεέμ οίκος του Εφραθά, ολιγοστός ει του είναι εν χιλιάσιν Ιούδα· εκ σου μοι εξελεύσεται του είναι εις άρχοντα εν τω Ισραήλ, και αι έξοδοι αυτού απ’ αρχής εξ ημερών αιώνος». Έπρεπε να επιλέξει μία μητέρα και για να κρύψει για ένα ακόμη διάστημα από τους άπιστους το μυστήριο της σαρκώσεως, έπρεπε να της επισυνάψει με νομικά δεσμά και όχι σαρκικά έναν υποτιθέμενο πατέρα, και επέλεξε -καταγόμενο, είναι αλήθεια, από βασιλικό γένος, για να πληρωθούν οι υποσχέσεις και οι προφητείες- έναν ξυλουργό και μια φτωχή παρθένο που είχε απομείνει ορφανή. Μα δεν αρκούσαν αυτά. Εάν ο Κύριος του κόσμου είχε γεννηθεί σε ένα φτωχικό κατάλυμα που άνηκε στον Ιωσήφ, ή τουλάχιστον νοικιαζόταν από αυτόν. Εάν η Μαρία τον είχε γεννήσει σε ένα φτωχικό λίκνο, η μορφή του δούλου, που λάμβανε, δεν θα είχε ίσως όλα τα χαρακτηριστικά που την συνιστούν, επειδή θα μπορούσε να βρεθεί υποδεέστερος δούλος, ακόμη κατώτερος του Ιωσήφ και ένα λίκνο ταπεινότερο από αυτό της Μαρίας. Τί συνέλαβε λοιπόν η φαντασία του άπειρα Μεγάλου αναζητώντας μια ατέλειωτη ταπείνωση; Ένα αυτοκρατορικό διάταγμα που διέταζε «απογράφεσθαι πάσαν την οικουμένην » κινητοποίησε ολόκληρο τον πληθυσμό της Ιουδαίας, ώστε ο Ιωσήφ να μην μπορέσει να μείνει στην οικία του της Ναζαρέτ, ούτε να βρει ένα κονάκι να νοικιάσει στη Βηθλεέμ, Όταν θα έρθει η μέρα να γεννηθεί ο αληθινός Βασιλέας της γης. Έτσι, ταπεινούμενος ως το μέγεθος του παιδιού, ο Κύριος ταπεινώνεται ακόμη ως το σημείο να έχει μια φάτνη για λίκνο. «Και ανέκλινεν αυτόν εν τη φάτνη, διότι ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλυματι» .

Εάν, από αυτό τον ταπεινωμένο Θεό, φέρουμε το βλέμμα μας σε όλη την έκταση του κόσμου μέσα στον οποίο και για τον οποίο ταπεινώνεται, αυτή η τερατώδης ταπείνωση παρουσιάζεται με νέες όψεις όχι λιγότερο εκπληκτικές. Εδώ μου έρχεται στη σκέψη η εικόνα του Λόγου του Θεού κατερχόμενου από τον ουρανό στη γη της Αιγύπτου, αυτήν που αποτυπώνει ο συγγραφέας του βιβλίου της Σοφίας: «ησύχου γαρ σιγής περιεχούσης τα πάντα και νυκτός εν ιδίω τάχει μεσαζούσης, ο παντοδύναμος σου λόγος απ’ ουρανών εκ θρόνων βασιλειών απότομος πολεμιστής εις μέσον της ολεθρίας ήλατο γης». Και στην κάθοδο όμως του Σαρκωμένου Λόγου του Θεού στη γη του Ισραήλ, δεν βασίλευε η νύχτα, αφού, την ίδια τη στιγμή της γέννησής Του, «ποιμένες ήσαν εν τη χώρα τη αυτή αγραυλούντες και φυλάσσοντες φυλακάς της νυκτός επί την ποίμνην αυτών»; Βαθειά σιγή δεν επικρατούσε πάνω στη γη, αφού μια μονάχα φωνή βοσκού ακούστηκε, και την άκουσαν βοσκοί στην ερημιά; Τι φρικτός αιφνιδιασμός του εκδικητή Λόγου του Θεού, κατερχόμενου στην ολέθρια γη της Αιγύπτου για να πληρώσει «τα πάντα θανάτου»! χτυπώντας όλα τα πρωτότοκα της Αιγύπτου! Ωστόσο, Όχι μόνο αυτό το απρόσμενο χτύπημα δεν ελάττωσε, αλλά μάλλον αύξησε τη δόξα του εκδικητή Θεού που, χωρίς κανένα αισθητό μέσο, χωρίς καμία πράξη συλλαμβανόμενη με τις αισθήσεις, με μόνη τη δύναμη μιας σιωπηλής διαταγής, ή ακόμη, θα λέγαμε, με μόνη την παύση του λόγου Του που δίνει ζωή σε κάθε δημιούργημα, ολοκληρώνει την τιμωρία της ασέβειας. Διαφορετικά, αλλά όχι λιγότερο φρικτός είναι ο αιφνιδιασμός με τον οποίο ο απελευθερωτικός Λόγος του Θεού, με την εν σαρκί γέννηση Του, έρχεται να επισκεφτεί ολόκληρη τη γη, γη ολέθρια επειδή «πάντες οι κάτοικοι της ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού» . Έρχεται, όχι πια σαν ένας φοβερός πολεμιστής απειλώντας με θάνατο κάθε ζώσα ύπαρξη, αλλά ως νεογέννητο, φέρνοντας σε ολόκληρη την αυτοκρατορία του θανάτου την ελπίδα για μια αναγεννημένη ζωή. Έρχεται, όμως αυτή η γη δεν πηγαίνει να Τον προϋπαντήσει, δεν Τον περιβάλλει, δεν Του αποδίδει τιμές, δεν αντιλαμβάνεται καν το Σωτήρα της, δεν ακούει το σιωπηλό Ρήμα του Θεού μέσα από τη φάτνη. Μάταια σχεδόν η δόξα που είχε «παρά τω Πατρί, προ του τον κόσμον είναι παρά σοι», τον συνοδεύει διά στόματος αγγέλων, κατά την είσοδο Του στον κόσμο, και φθάνει μαζί Του – ακόμη και ως τη γη: σε αυτή την ολέθρια γη, όπου σχεδόν δεν υπάρχουν αυτιά που να μην είναι κουφά από τις έγνοιες της ζωής, ανίκανα να Τον ακούσουν. Το ίδιο μάταια σχεδόν ο πιο θεόπνευστος και λαμπερός αστέρας πραγματοποίησε ένα ασυνήθιστο ταξίδι για να σημάνει την ανατολή, καταμεσής  βαθειάς νύχτας, του Ήλιου της Αληθείας. Και μόλις που βρέθηκαν δύο-τρεις άνθρωποι ικανοί να κατανοήσουν αυτή την ένδειξη και έτοιμοι να την ακολουθήσουν, ενώ μάλιστα αυτό έγινε εν μέσω εθνών καθημένων εν σκότει και εν τη θανασίμη σκιά του παγανισμού, και ανάμεσα σε λάτρεις των αστεριών. Και η Ιουδαία, όπου «Γνωστός ο Θεός»; Ούτε καν υποψιάζεται ότι «Θεός εφανερώθη εν σαρκί». Και η Ιερουσαλήμ, «η πόλις του Θεού»; Δεν χαίρει μαζί με το Χριστό πού έρχεται να τη σώσει, αλλά ταράζεται με τον Ηρώδη που ετοιμάζει τη σφαγή. Και οι αρχιερείς, οι διδάσκαλοι, που αρμόζει ιδιαίτερα σε αυτούς να είναι πιο κοντά στο Θεό και τα μυστήριά του, προσευχόμενοι και ερμηνεύοντες τον νόμο; Απαντούν θαυμάσια στο φιλοσοφικό ερώτημα: «που ο Χριστός γεννάται;». Και πάνω σε αυτό τους ικανοποιεί ότι δεν κρίνουν απαραίτητο να νοιαστούν περισσότερο για να μάθουν μήπως δε γεννηθεί πραγματικά. Έτσι, όχι μόνο μέσα στη σκοτεινιά της φυσικής νύχτας, αλλά ακόμη και μέσα στα σκοτάδια, εξίσου βαθιά, της άγνοιας και της λήθης, στα οποία ζουν οι άνθρωποι, για Εσένα και τις βουλές Σου, «ο παντοδύναμος σου λόγος απ’ ουρανών εκ θρόνων βασιλειών, εις μέσον της ολεθρίας ήλατο γης», και χωρίς να δώσει σημασία στο γεγονός ότι κανένας σχεδόν δεν Τον τιμούσε, κανένας δεν Τον αναγνώριζε, ούτε ζητούσε να Τον αναγνωρίσει, αντί να εξαπολύσει τη φοβερά Του κρίση, σιωπά εν μακροθυμία, όπου μέσα της βρίσκουν τη σωτηρία τους οι χαμένοι. Κατ’ αυτό τον τρόπο δεν ταπεινώθηκε μόνο όντας κατ’ εικόνα του Θεού και ισόθεος, και όντας Θεός, αλλά πρόσθεσε ένα ακόμη βαθμό ταπείνωσης από την άγνοια και τη λήθη εκείνων για την αγάπη των οποίων ταπεινώθηκε!

Ας θαυμάσουμε, χριστιανοί, την εκούσια ταπείνωση στην οποία υποβιβάστηκε για μας ο μέγας θεός μας και Σωτήρας μας. Κι αυτό λίγο είναι. Ας γονυπετήσουμε μπροστά σε αυτή την ταπείνωση. Μα ούτε αυτό αρκεί. «Τούτο γαρ φρονείσθω εν υμίν ο και εν Χριστώ Ιησού», μας λέει ο Απόστολος. Να έχετε τα ίδια αισθήματα που είχε ο Χριστός, την ίδια προδιάθεση με Κείνον. Τί σημαίνει αυτό; Ο Απόστολος μας το εξηγεί ο ίδιος με τούτα τα λόγια που προηγούνται των άλλων: «μηδέν κατά ερίθειαν ή κενοδοξίαν, αλλά τη ταπεινοφροσύνη αλλήλους ηγούμενοι υπερέχοντας εαυτών». Είναι ολοφάνερο ότι μας διδάσκει εδώ, κατά το παράδειγμα του Ιησού Χριστού, να μη σηκώνουμε το ανάστημά μας, να μη υπερηφανευόμαστε για τα προνόμιά μας, όποια κι αν είναι αυτά, αλλά να ταπεινωνόμαστε και μέσα μας και ενώπιον των άλλων.

Αυτός που έχει δούλους, ας αναθυμάται Αυτόν που έλαβε σχήμα δούλου, και ας μη ταπεινώνει πια αυτούς που ταπεινώθηκαν από τη μοίρα τους, και όπως Εκείνος υψώθηκε από το Θεό πάνω από αυτούς, ας μη γυρεύει να υψωθεί ακόμη ο ίδιος με την αλαζονεία του.

Αυτός που κατοικεί σ’ ένα υπέροχο σπίτι, που κοιμάται στα πούπουλα, που είναι ντυμένος στα μετάξια, ας τα συγκρίνει αναθυμούμενος το στάβλο με τη φάτνη και τα κακότεχνα σπάργανα, και ας μη περιφρονεί πια αυτούς που μένουν σε χαμόσπιτα, που κοιμούνται πάνω σε άχυρα, που ντύνονται με κουρέλια και που ίσως, όχι μόνο με την εξωτερική τους εμφάνιση, αλλά ακόμη και με την εσωτερική τους κατάσταση, μοιάζουν στο Χριστό πιο πολύ από αυτόν. Ο πλούσιος ας περηφανεύεται, λέει ο απόστολος Ιάκωβος – «ο δε πλούσιος καυχάσθω εν τη ταπεινώσει αυτού».

Όσο για σένα που, κατά την έκφραση του Αποστόλου, «επαναπαύη τω νόμω και καυχάσαι εν Θεώ, και γινώσκεις το θέλημα, και δοκιμάζεις τα διαφέροντα, κατηχούμενος εκ του νόμου» – ε! εσύ, «ο καυχώμενος εν Κυρίω καυχάσθω»! Όμως, «ο δοκών εστάναι βλεπέτω μη πέση»! Προπαντός ας μη καταδικάζει τους αδαείς, ας μη κοροϊδεύει αυτούς που πέφτουν. Ο Χριστός είναι το φώς «ο φωτίζει πάντα άνθρωπον, ερχόμενον εις τον κόσμον»: ίσως αυτοί που βλέπετε καθισμένους εν σκότει και σκιά θανάτου, γρήγορα θα φωτιστούν από αυτό το φώς πολύ καλύτερα από σας, ή ίσως να φέγγει μέσα τους από τώρα κιόλας, μέσα στην ψυχή τους. Κι ίσως οι μάγοι της παγανιστικής Ανατολής να βιάζονταν περισσότερο από σας στην αναζήτηση του Χριστού και να προηγηθούν από σας στο πλησίασμά Του. Ίσως «οι τελώναι και αι πόρναι προάγουσιν υμάς εις την Βασιλείαν του Θεού».

Η γλυκύτητα, η απλότητα, η ταπεινότητα, η επιείκεια ισούνται με τον τελευταίο των αδυνάτων, η εν ταπει­νώσει ηρεμία, μια υπομονή που δοκιμάζεται από κάθε προσβολή – «ιδού το φρόνημα το εν υμίν ο και εν Χριστώ Ιησού». Αμήν.

 (Η Θεολογία της καρδιάς, Αγ.Φιλάρετος Μόσχας, Εκδ. Ίνδικτος,Αθήνα 2008. σ.77-84)