Θεολογία και ΖωήΟρθόδοξη πίστη

Η σημασία και υπερνίκηση της φτώχειας

25 Δεκεμβρίου 2009

Η σημασία και υπερνίκηση της φτώχειας

«Δι’ ημάς επτώχευσε πλούσιος ων, ίνα υμείς τη εκείνου πτωχεία πλουτήσητε».

 Ο νεογέννητος Χριστός είναι ένα παιδί άστεγο σε έναν αφιλόξενο τόπο παγερής αδιαφορίας, με μοναδική ανθρώπινη θαλπωρή την τρυφερότητα της αγίας Μητέρας Του και το στοργικό ενδιαφέρον του Ιωσήφ. Στο πανδοχείο, όπου κατέφυγε η ταλαιπωρημένη από το μακρύ ταξίδι Παναγία μαζί με τον προστάτη της, τον δίκαιο Ιωσήφ, δεν υπήρχε χώρος να φιλοξενηθούν. Και όταν γέννησε τον Ιησού, «εσπαργάνωσεν αυτόν και ανέκλινεν αυτόν εν τη φάτνη, διότι ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι». Σ’ αυτό το πλαίσιο εκούσιας φτώχειας κινήθηκε και, η συνέχεια του επιγείου βίου Του. Νήπιο ακόμη ξενιτεύτηκε στην Αίγυπτο. Τα παιδικά και νεανικά του χρόνια τα πέρασε εργαζόμενος χειρωνακτικά στη Ναζαρέτ. Στη δημόσια ζωή Του βρισκόταν σε συνεχή πορεία, ουκ είχε «που την κεφαλήν κλίνη». Και το αποκορύφωμα υπήρξε η πλήρης απογύμνωση στο Σταυρό.

«Δι’ ήμας επτώχευσε πλούσιος ων». Κατά την ενανθρώπησή Του «ο των όλων Δεσπότης και ποιητής» αρνήθηκε όσα θεωρούμε πλούτο -χρήματα, ανέσεις, δύναμη- και υπέμεινε τις δοκιμασίες και τις αδικίες της γης συμμετέχοντας στον πόνο των ανθρώπων. Καθοριστική αρχή του έργου Του υπήρξαν τα λόγια του προφήτου Ησαΐα για τον Μεσσία: «Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ, ου ένεκεν έχρισέ με, ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με, ιάσασθαι τους συντετριμμέ­νους την καρδίαν…». Τόνισε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια των φτωχών και την αναφαίρετη αξία τους ενώπιον του Θεού.

Αλλά ο Χριστός δεν προσέδωσε στην αποδοχή της φτώχειας αυτόνομο σωτηριολογικό περιεχόμενο, όπως θέλουν μερικές ινδικές θρησκευτικές διδασκαλίες. Τη συνέδεσε με την εσωτερική ελευθερία και την ταπεινοφροσύνη. Και κάλεσε όσους υποφέρουν -δηλαδή την πλειονότητα των ανθρώπων- να προσέλθουν σ’ Αυτόν, τον «πράο και ταπεινό τη καρδία» για να βρουν ανάπαυση στις ψυχές τους. Κήρυξε την εσωτερική αποδέσμευση από τα εγκόσμια πλούτη, είτε οι άνθρωποι τα κατέχουν είτε στερούμενοι τα ποθούν. Συγχρόνως στηλί­τευσε την πλεονεξία και ασπλαχνία των πλουσίων, την αδικία και εκμετάλλευση των ισχυρών.

Διατράνωσε ότι ο πραγματικός πλούτος είναι ο πνευματικός, η ελευθερία από την πλάνη και τη σύγχυση, η αποδέσμευση από τα πάθη, τον εγωισμό και την πολύμορφη αμαρτία, η νοηματοδότηση της ζωής και του θανάτου. Τόνισε ότι το πλούτο του πνεύματος αποτελούν η πίστη, η καταλλαγή με το Θεό, η χάρη του Αγίου Πνεύματος που ενοικεί στον χριστομίμητο άνθρωπο. Αποκάλυψε ότι ο αληθινός πλούτος του ανθρώπου συνίσταται στην αγάπη, η οποία τον κάνει κοινωνό της ζωής του Θεού.

Στον ξέφρενο ρυθμό της καταναλωτικής μας κοινωνίας, ακόμη και η εορτή των Χριστουγέννων έχει γίνει για πολλούς μια γιορτή καταναλωτική όπου δεσπόζει η συσσώρευση και απόλαυση υλικών αγαθών. Έτσι, δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσει κανείς και σε χριστιανικά ακόμη περιβάλλοντα ένα είδος παράνοιας. Πολλοί χριστιανοί θαυμάζουν τον λόγο και το έργο του Χριστού, αλλά στην πράξη υιοθετούν τη νοοτροπία ότι μόνον ο πλούτος έχει αξία. Γι’ αυτό και διαπιστώνουμε σε πολλές εκ παραδόσεως χριστιανικές χώρες ένα χριστιανισμό με ραγισμένη την ίδια την πίστη, ραγισμένη την αγάπη, τελικά με τραυματισμένη την αυτοσυνειδησία του.

Σ’ αυτή την κατάσταση, η φωνή του γεννημένου στη φτώχεια Χριστού με παράπονο και αυστηρότητα εξακολουθεί να ρωτά: «Τί δε με καλείτε, Κύριε, Κύριε, και ου ποιείτε α λέγω;». Με λόγο και έργο συμπαραστάθηκα στους φτωχούς και ταπεινούς. Επέμεινα στο χρέος της αλληλεγγύης προς κάθε άνθρωπο και το επεξέτεινα πέρα από κάθε φυλετικό η θρησκευτικό όριο, στον άγνωστο, στον ξένο, τον διαφορετικό. Ζήτησα να είσθε φιλόστοργοι και γενναιόδωροι προς αυτούς που έχουν ανάγκη. Καθόρισα ως πρακτική αρχή της ζωής σας το: «καθώς θέλετε, ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως». Τί με φωνάζετε, Κύριε, Κύριε, και δεν τηρείτε όσα σας λέω;

Ο πνευματικός πυρήνας της σημερινής γιορτής καλεί σε μια νηφάλια επανεξέταση της συμπεριφοράς μας και σε αυτοκριτική του ρυθμού της ζωής μας. Σε μια στροφή προς τη λιτή ζωή, που ζητεί την ελευθερία της από το παθιασμένο κυνήγι υλικού πλούτου, πλασματικών αναγκών και περιττών ανέσεων.

Φωτίζει με έναν ιδιαίτερο τρόπο την αξία του κάθε ανθρώπου που για ποικίλους λόγους ζει στην ανέχεια. Σε όσους βρισκόμαστε σε δύσκολες συνθήκες και στερήσεις, χαρίζει ειρήνη, αξιοπρέπεια και εμπιστοσύνη στον Χριστό, τον φίλο και αδελφό των φτωχών, για να σταθούμε όρθιοι στη δοκιμασία. Εξάλλου παρακινεί όλους μας -είτε έχουμε πολλά είτε λίγα – να δείξουμε έμπρακτο ενδιαφέρον προς κάθε άνθρωπο που βρίσκεται σε ανάγκη αρχίζοντας από τον άμεσο κύκλο της γειτονιάς μας, της χώρας μας, και επεκτείνοντας την εμβέλεια του νου και της καρδιάς μας για την ανακούφιση της φτώχειας όπου γης.

Καθώς διαμορφώνεται στον αιώνα μας μια παγκόσμια αλληλεξαρτώμενη κοινωνία, το βασικότερο πρόβλημα είναι η συνειδητοποίηση του χρέους προς τους φτωχούς, και η έμπρακτη αλληλεγγύη, μέσα στις πόλεις μας, στα κράτη μας, αλλά ακόμη και από χώρα σε χώρα, από φυλή σε φυλή, από λαό σε λαό. Δεν μπορούμε πια να ισχυριζόμαστε ότι δεν ξέρουμε ή δεν μας αφορά το ότι εκατομμύρια παιδιά ζουν μέσα σε άθλιες συνθήκες, χωρίς τη στοιχειώδη θαλπωρή. Ότι πάνω από 8οο εκατομμύρια συνανθρώπων μας υποσιτίζονται, ενώ άλλα 3 δισεκατομμύρια ζουν με λιγότερα από 2 ευρώ την ήμερα. Και μάλιστα ότι αρκετοί από αυτούς κινούνται δίπλα μας με ακόμη μικρότερο εισόδημα.

Η αυστηρή κριτική του Μεγάλου Βασιλείου (Εις το Καθελώ μου τας αποθήκας) διατηρεί εκπληκτική επικαιρότητα και για τους σημερινούς πλουσίους, άτομα ή σύνολα: «Εάν αυτόν που γδύνει έναν καλοντυμένο τον ονομάζουμε λωποδύτη, εκείνον που αφήνει τον άλλο γυμνό, ενώ μπορεί να του προσφέρει ρουχισμό, διαφορετικά θα τον ονομάσουμε;». Και συμπεραίνει: «Ώστε, τόσους αδικείς, όσους θα μπορούσες να βοηθήσεις» («Ώστε, τοσούτους αδικείς, όσους παρέχειν ηδύνασο»). Τη διάσταση αυτή της δικαιοσύνης και τη δυναμική της κοινωνικής αλληλεγγύης οφείλει διαχρονικά να διακηρύσσει η Εκκλησία του Χριστού, του υπερασπιστού των φτωχών, σε κάθε επίπεδο, τοπικό, διεθνές, παγκόσμιο.

«Δι’ υμάς επτώχευσε πλούσιος ων, ίνα τη εκείνου πτώχεια πλουτήσητε». Κατ’ εξοχήν τις ημέρες αυτές των Χριστουγέννων η Εκκλησία μας καλεί να λατρεύσουμε τον Χριστό με περισσότερη εμπιστοσύνη κι ελπίδα. Όσοι από μας βρισκόμαστε στη δοκιμασία της φτώχειας, με την αίσθηση ότι στέκει δίπλα μας για να μας χαρίσει αντοχή και προστασία. Όσοι ζούμε με άνεση μας καλεί να Τον πλησιάσουμε με τίμια ευλάβεια, προσφέροντας χαρούμενα και απλόχερα στους κοντινούς και μακρινούς που δυστυχούν – και από το υστέρημά μας.

Να Τον προσεγγίσουμε όλοι με περισσότερη πίστη, για να πλουτίσουμε με την απλότητα και την αγάπη Του, ώστε να λυτρωθούμε από την πνευματική φτώχεια της μαλθακής και εγωκεντρικής νοοτροπίας της εποχής μας.

Χαρούμενα Χριστούγεννα, αδελφοί μου! Χρόνια πολλά, και ιδιαίτερα ευλογημένος ο νέος χρόνος. Με γενναιοδωρία και περισσότερη προσπάθεια για την ανακούφιση της φτώχειας γύρω μας. Με στόχο, μια κοινωνία αληθινής αλληλεγγύης.

 (Αναστασίου, Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας, «Θεός εφανερώθη εν σαρκί…». Εκδ. Μαΐστρος, 2006)