Επιστήμες, Τέχνες & Πολιτισμός

Η πλύση εγκεφάλου στη καθημερινή ζωή

18 Ιανουαρίου 2010

Η πλύση εγκεφάλου στη καθημερινή ζωή

Όλες οι μεγάλες επιχειρήσεις, όλα τα κόμματα, κι’ όλα τα κοινωνικά ή φιλοσοφικά συστήματα, ανάλογα με τις δυνατότητες που διαθέτουν, προσπαθούν να επηρεάσουν τα άτομα της κοινωνίας τους.

Το παιδί που με την έναρξη της εφηβικής ηλικίας, αποκτά νέες δυνατότητες για την κατανόηση αφηρημένων εννοιών, δέχεται ξαφνικά μαζικό βομβαρδισμό από το περιβάλλον του. Θεωρίες, προτάσεις, λογικές εξηγήσεις, αμφισβητήσεις για την ορθότητα γνωμών και αντιλήψεων, όλα προβάλλουν μπροστά στον έφηβο.

Και σαν να μην έφταναν oι απορίες και οι προβληματισμοί του ίδιου του παιδιού της εφηβικής ηλικίας έρχεται και η πίεση από το περιβάλλον, που δεν είναι τίποτα άλλο από μια προσπάθεια πλύσης του εγκεφάλου του.

Σε κείνα μάλιστα τα παιδιά που προέρχονται από ηθικές και χριστιανικές οικογένειες, η πίεση αυτή είναι πολύ πιο έντονη κι’ έχει σχέση με τις εξής απαράδεκτες καταστάσεις.

Αντιστροφή αξιών. Στη σημερινή κοινωνία, περισσότερο από κάθε άλλη προηγούμενη, έχει επικρατήσει μια νοοτροπία σε σχέση με τις αξίες της ζωής που είναι τελείως απαράδεκτη από χριστιανική άποψη. Ο κόσμος, αν προσέξετε, δίνει σήμερα αξία και σημασία στη σωματική εμφάνιση, στη μόρφωση, στην κοινωνική θέση, στην αφθονία υλικών αγαθών για καλοπέραση και στην απόλαυση. Αυτές είναι οι βασικές αξίες των ανθρώπων γενικά σήμερα κι’ αυτές πιέζεται να δεχτεί ο νέος στη ζωή του.

Τίποτα όμως, ή σχεδόν τίποτα για την αξία του χαρακτήρα του, την ακεραιότητα και την ευθύτητα που πρέπει να τον χαρακτηρίζει, την ειλικρίνεια ή την τιμιότητά του. Αντίθετα μάλιστα, χειροκροτείται ο καταφερτζής και γίνεται δεκτή, από πολλούς η αρχή πως ο σκοπός έχει μεγαλύτερη αξία από τα μέσα που το άτομο χρησιμοποιεί.

Κανείς όμως δεν σκέφτεται πως αυτή ακριβώς η αρχή είναι η κυριότερη αιτία του θλιβερού φαινόμενου που παρατηρείται στην κοινωνία μας σήμερα: Να υπάρχουν δηλαδή πτυχιούχοι με απαράδεκτες ελλείψεις και βασικών ακόμα γνώσεων της επιστήμης τους, ειδικοί που είναι στην πραγματικότητα ανειδίκευτοι και τεχνικοί αστοιχείωτοι γύρω από τις αρχές της τέχνης τους.

Όλοι μας, λίγο πολύ, έχουμε κατά καιρούς υποφέρει κι’ έχουμε πληρώσει ακριβά τις συνέπειες αυτής της απαράδεκτης κατάστασης. Κι’ όμως η νοοτροπία που επικρατεί και το κάθε παιδί πιέζεται να τη δεχτεί ισοδυναμεί σχεδόν απόλυτα με την αρχή: Μόρφωση και πτυχία χωρίς την απαραίτητη παιδεία στην οποία πρέπει ο κάθε νέος να υποβληθεί, ψηλές κοινωνικές θέσεις χωρίς την απαραίτητη προετοιμασία, αφθονία υλικών αγαθών χωρίς προσπάθεια και κόπο και απόλαυση ανεξέλεγκτη και απεριόριστη.

Σαν συνέπεια παρατηρείται το φαινόμενο ανθρώπων που έχουν αναρριχηθεί σε ψηλές και σημαντικές θέσεις ενώ είναι ακατάλληλοι ακόμα και για χαμηλές και ασήμαντες, που κατέχουν τίτλους και προβάλλουν σαν μεγάλοι και σπουδαίοι κι’ όμως είναι μικροί και τιποτένιοι από άποψη χαρακτήρα και συμπεριφοράς και που έχουν αποκτήσει πολλά κι’ όμως δεν άξιζαν ούτε για το ελάχιστο.

Πώς όμως το παιδί της εφηβικής ηλικίας θα μπορέσει να διακρίνει όλ’ αυτά και να μην παρασυρθεί από τη νοοτροπία που το περιβάλλον προσπαθεί να του επιβάλλει; Πώς θα μπορέσει να σταθεί στη σωστή γραμμή; Πώς θα μπορέσει να πειστεί πως η ειλικρίνεια, η τιμιότητα, η ευθύτητα και η ακεραιότητα του χαρακτήρα του έχουν μεγαλύτερη αξία απ’ όλα τα υλικά αγαθά και από οποιαδήποτε σημαντική κοινωνική θέση, που θα μπορέσει ν’ αποκτήσει με μέσα όχι καθαρά αλλά πλάγια ή πονηρά; Πώς, τέλος, ο έφηβος θα μπορέσει ν’ αντισταθεί στην πλύση του εγκεφάλου, που καθημερινά του γίνεται και που τονίζει πως στη ζωή μόνο οι πονηροί και οι καταφερτζήδες μπορούν να προοδεύσουν και πως αν θέλει και κείνος σε κάτι να πετύχει θα πρέπει να προσαρμοστεί και να βάλει νερό στο ανόθευτο κρασί του;

Το πάθημα του Τάκη. Ο Τάκης ήταν ένα αρκετά ζωηρό αλλά καλό παιδί. Η ζωηράδα του από τη μια πλευρά μαζί με την καλοσύνη και την αυθόρμητη κι’ αθώα συμπεριφορά του τον έκαναν πολύ αγαπητό στο περιβάλλον του.

Το μόνο πρόβλημά του ήταν ότι δεν του άρεσε να στρώνεται στη μελέτη και δυσανασχετούσε όταν οι γονείς του επέμεναν να διαβάζει πρώτα και μετά να βγει έξω για παιχνίδι.

Κάθε φορά, την άνοιξη, ενώ φοιτούσε στο Γυμνάσιο, δήλωνε πως εκείνη ήταν η τελευταία του χρονιά και πως το επόμενο φθινόπωρο δε θ’ άρχιζε τη νέα τάξη. Οι γονείς του όμως, πολύ έξυπνα φερόμενοι, στη διάρκεια του καλοκαιριού, δεν τον έστελναν για διακοπές και κατασκηνώσεις αλλ’ αντίθετα τον έστρωναν μαζί τους στη δουλειά, μια που η οικογένεια είχε πολλές δουλειές στα κτήματα το καλοκαίρι.

Το φθινόπωρο ο Τάκης είχε αλλάξει γνώμη. Για ν’ αποφύγει τη σκληρή δουλειά προτιμούσε τα θρανία του σχολείου.

Στα 15 χρόνια του περίπου, ο Τάκης είχε συνειδητοποιήσει πως αν ήθελε ν’ αποκτήσει κάποια λιγότερο κουραστική απ’ ό,τι ήταν η αγροτική δουλειά, θα έπρεπε να συνεχίσει το σχολείο. Να όμως που δεν του άρεσε καθόλου η μελέτη.

Δεν ξέρω πότε ακριβώς το σκέφτηκε κι’ ούτε πόσο χρόνο του πήρε για να το αποφασίσει. Ήταν πάντως στα 17 του χρόνια, στην τελευταία τάξη, όταν αποκαλύφθηκε. Ο καθηγητής του τον έπιασε ν’ αντιγράφει στις εξετάσεις. Οι περισσότεροι από τους συμμαθητές του έμειναν μ’ ανοιχτό το στόμα. Ήξεραν πως το ένα τρίτο απ’ αυτούς αντέγραφε συστηματικά και πως το άλλο τρίτο κατά περιόδους. Ο Τάκης ήταν από τους λίγους που δεν αντέγραφαν ποτέ. Κι’ όμως εκείνον έπιασε ο καθηγητής. Το πως έγινε αυτό, κανείς δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Μερικοί είπαν πως κάποιος φίλος του τον πρόδωσε.

Άσχετα όμως με το πως αυτόν έτυχε να πιάσει ο καθηγητής κι’ όχι τους άλλους που αντέγραφαν συχνά, γεγονός είναι ότι ο Τάκης ένιωσε τρομερά άσχημα. Δεν ήξερε τι να πει και πως να εξηγήσει την ενέργειά του. Χρειάστηκε καιρό για να το ξεπεράσει. Κι’ αυτό γιατί ο καθηγητής θεώρησε πως ήταν η κατάλληλη στιγμή κι’ η ευκαιρία για να εκβιάσει τους γονείς του απειλώντας πως θα τον άφηνε στάσιμο, μια που ήταν κύριο το μάθημα και πως θα του χαλούσε τη διαγωγή.

Και να σκεφτεί κανείς πως όλ’ αυτά συνέβησαν γιατί ο Τάκης θέλησε να περάσει μια τάξη χωρίς να κοπιάσει. Δεν ήξερε πως ο διάβολος εχθρεύεται και προσπαθεί να ρεζιλέψει τους καλούς κι όχι τους κακούς, που τους θεωρεί ολοκληρωτικά δικούς του.

Η Φανή που περνούσε τις τάξεις του σχολείου φίνα!

Η Φανή, μια δυναμική και γεροδεμένη κοπέλα, δεν ήταν από τα παιδιά που μπορούσε κάποιος να τα τιθασεύσει εύκολα. Πολύ ζωηρή κατόρθωνε να κάνει σχεδόν πάντα το δικό της. Αν κάποιο παιδί της αντιστεκόταν δε δίσταζε να του επιτεθεί και να του τις βρέξει. Παρόλο που ήταν κορίτσι δε δίσταζε να τσακωθεί και με αγόρια.

Στο σχολείο ήταν πάντα μέτρια. Κι’ αυτό γιατί ποτέ δεν καθόταν για πολύ στο διάβασμα. Στο Γυμνάσιο υιοθέτησε τη μέθοδο που εφάρμοζαν κι’ άλλα παιδιά. Ίσως μάλιστα να ξεπέρασε όλα τ’ άλλα. Γιατί στην πραγματικότητα είχε πάψει να διαβάζει. Έριχνε μόνο μια ματιά στο μάθημα και μετά κρατούσε σημειώσεις, αυτά που νόμιζε πως η καθηγήτρια μπορούσε να ρωτήσει ή να τους ζητήσει να γράψουν στο διαγώνισμα. Οι σημειώσεις σαν «σκονάκια» γέμιζαν τα μανίκια, τα παπούτσια και τις τσέπες. Επειδή όμως κι’ αυτό ήταν αρκετή δουλειά και απαιτούσε χρόνο, άλλαξε τακτική. Έκανε «σκονάκια» μόνο όταν υποψιαζόταν διαγώνισμα ή εξετάσεις. Τις άλλες μέρες, αν τύχαινε η καθηγήτρια να τη σηκώσει, επέμενε να μη βγει μπροστά στα παιδιά, αλλά όρθια από το θρανίο της να πει το μάθημα.

Δεν ξέρω πως οι καθηγήτριες και οι καθηγητές της το δέχονταν τόσο εύκολα, πάντως, όπως η Φανή μου είπε, πάντα από το θρανίο της έλεγε το μάθημα έκτος από τα Μαθηματικά. Καθώς όρθια έλεγε το μάθημα, τι νομίζετε πως έκανε; Άνοιγε το βιβλίο της και διάβαζε εκείνη τη στιγμή αυτό που έπρεπε να πει. Όταν ο καθηγητής της ζητούσε να βλέπει μπροστά και όχι κάτω, φοβούμενος ίσως μήπως η Φανή στα χέρια της κρατάει μερικά «σκονάκια», εκείνη έλεγε πως δεν μπορεί να σκεφτεί αν βλέπει τον καθηγητή. Οι διπλανές της συμμαθήτριες ήταν φυσικά μέσα στο κόλπο, έτοιμες να εξαφανίσουν το βιβλίο αν ο καθηγητής πλησίαζε προς το θρανίο.

Δεν ξέρω αν οι καθηγητές και οι καθηγήτριες της δεν πονηρεύτηκαν ποτέ και γι’ αυτό μπορούσε να ενεργεί ανενόχλητη η Φανή και να τους κοροϊδεύει με τόσο χονδροειδή μάλιστα τρόπο ή μήπως επειδή τήν ήξεραν τι είδους είναι έκαναν πως δεν καταλάβαιναν για να απαλλαγούν από την παρουσία και τη γκρίνια της. Γεγονός πάντως είναι πως η Φανή έτσι περνούσε τις τάξεις.

Ήρθε όμως η ώρα των Πανελληνίων εξετάσεων. Σ’ αυτές δεν χωρούσαν τα «σκονάκια» ούτε κι’ η αντιγραφή. Σαν αποτέλεσμα οι μονάδες που συγκέντρωσε η Φανή απείχαν πολύ απ’ τον ελάχιστο αριθμό που χρειαζόταν για να μπει σε κάποια σχολή.

Τι θα κάνει τώρα η Φανή; Θα στριμωχτεί για να μπορέσει κάτι να πετύχει, έστω και την τελευταία στιγμή; Θα επιδιώξει κάπου να προσληφθεί και να εργαστεί; Θα θελήσει να προσαρμοστεί σε μια ζωή που απαιτεί κόπο και θυσία ή θα συνεχίσει με πλάγια μέσα να προχωρεί; Αν θελήσει να βρει παράθυρα δεν θα δυσκολευτεί. Αξίζει όμως για να μη στρωθεί κάποιος σ’ ένα πρόγραμμα και να μη θυσιάσει λίγο απ’ την άνεσή του, να χρησιμοποιεί στη ζωή του πλάγια και απαγορευμένα μέσα; Ποιό έχει μεγαλύτερη αξία στη ζωή; Η άνεση και η καλοπέραση ή ένας ολοκληρωμένος και ακέραιος χαρακτήρας;

Ίσως, όμως κάποιος πει: Αντιγραφή είναι αυτό, δεν είναι καμιά σπουδαία παρανομία. Συμφωνώ απόλυτα, αλλά μετά το σχολείο θα έρθει η δουλειά. Εκεί, ποιά γραμμή θ’ ακολουθήσει η Φανή κι’ όλοι οι άλλοι που ακολουθούν την ίδια τακτική; Μήπως εκεί λείπουν οι ευκαιρίες για να χρησιμοποιήσει κάποιος πλάγια ή παράνομα μέσα;

Κι’ αν αποφασίσει να τα χρησιμοποιήσει, που θα σταματήσει; Είναι γνωστό πως ο ένας, μικρός έστω συμβιβασμός φέρνει, κατά κανόνα, κάποιον άλλον πιο μεγάλο, κι’ ότι και η πιο μικρή παρανομία μπορεί να αναγκάσει τον άνθρωπο να κάνει κι’ άλλη πιο μεγάλη.

(Dr. Ανανίας Καβάκας, «Μπορεί να υπάρξουν…ολοκληρωμένοι νέοι και νέες»).