Ορθόδοξη πίστη

Από τη Δημιουργία στο Δημιουργό

19 Ιανουαρίου 2010

Από τη Δημιουργία στο Δημιουργό

Η Αγία Βάτος στην Ι. Μ. Αγ. Αικατερίνης - Σινά

Θεωρώντας τα πράγματα που έχει φτιάξει ο Θεός, ο άνθρωπος της προσευχής φέρεται στη θεώρηση του ίδιου του Θεού. Καμιά θεώρηση κανενός είδους δεν είναι δυνατή δίχως νήψη ή επαγρύπνηση. Δεν μπορώ να μελετήσω ούτε τη φύση ούτε το Θεό δίχως να μάθω να είμαι παρών εκεί που είμαι, συγκεντρωμένος σ’ αυτήν εδώ τη στιγμή, σ’ αυτήν εδώ τη θέση. Σταμάτησε, κοίταξε κι’ άκουσε. Αυτό είναι το πρώτο ξεκίνημα για τη θεώρηση. Η θεώρηση της φύσης αρχίζει όταν ανοίγω τα μάτια μου στην κυριολεξία και πνευματικά, κι αρχίζω να παρατηρώ τον κόσμο γύρω μου -να παρατηρώ τον πραγματικό κόσμο, δηλαδή τον κόσμο του Θεού. Ο θεωρητικός είναι αυτός που, όπως ο Μωϋσής μπροστά στην Καιόμενη Βάτο, βγάζει τα υποδήματά του – δηλαδή απελευθερώνεται από τα δεσμά της εξοικείωσης και της ανίας – κι’ αυτός που αναγνωρίζει έπειτα ότι ο χώρος που στέκεται είναι ιερός. Το να θεωρήσει κανείς τη φύση σημαίνει ν’ αποκτήσει επίγνωση των διαστάσεων του ιερού χώρου και του ιερού χρόνου. Αυτό το υλικό αντικείμενο, αυτό το πρόσωπο με το οποίο μιλώ, αυτή η στιγμή του χρόνου -το καθένα απ’ αυτά είναι άγιο, με το δικό του τρόπο· το καθένα είναι ανεπανάληπτο κι έτσι έχει άπειρη αξία· το καθένα μπορεί να γίνει ένα παράθυρο στην αιωνιότητα. Και καθώς γίνομαι ευαίσθητος ως προς τον κόσμο του Θεού γύρω μου αποκτώ μεγαλύτερη συνείδηση του κόσμου του Θεού μέσα μου. Αρχίζοντας να βλέπω τη φύση «εν Θεώ», αρχίζω να βλέπω τη θέση μου σαν ανθρώπινου προσώπου μέσα στη φυσική τάξη· αρχίζω να καταλαβαίνω τι σημαίνει μικρόκοσμος και μεσολαβητής.

Όλα τα πράγματα έρχονται και διατηρούνται στην ύπαρξη χάρη στις άκτιστες ενέργειες του Θεού· κι έτσι όλα τα πράγματα είναι μια θεοφάνεια που οδηγεί στην παρουσία Του. Στην καρδιά του κάθε πράγματος υπάρχει η εσωτερική του αρχή ή «ο λόγος»(αιτία), που τον έχει εμφυτεύσει ο Δημιουργός Λόγος· κι’ έτσι μέσ’ από τους «λόγους» ερχόμαστε σ’ επικοινωνία με το Λόγο. Ο Θεός είναι πάνω και πέρα απ’ όλα τα πράγματα, αλλά σαν Δημιουργός είναι επίσης και μέσα σ’ όλα τα πράγματα – «πανενθεϊσμός», όχι «πανθεϊσμός». Το να θεωρήσει κανείς επομένως τη φύση σημαίνει, με τη φράση του Blake, να καθαρίσει «τις θύρες της ενόρασής μας» και στο φυσικό και στο πνευματικό επίπεδο και  έτσι  να διακρίνει τις ενέργειες ή τους «λόγους» του Θεού σε κάθε τι που έχει φτιάξει. Πρέπει ν’ ανακαλύψουμε όχι τόσο με τη λογική μας όσο με το πνεύμα μας, ότι όλο το σύμπαν είναι μια κοσμική «φλεγόμενη βάτος», γεμάτο από το θείο πυρ,  δίχως όμως να καταστρέφεται. Αυτή είναι η θεολογική βάση. Αλλά η θεώρηση της φύσης απαιτεί και μια ηθική βάση. Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε στο δεύτερο στάδιο της οδού αν δεν προοδεύσουμε στο πρώτο στάδιο, εξασκώντας τις αρετές κι εκπληρώνοντας τις εντολές. Η φυσική μας θεώρηση, αν της λείπει ένα γερό θεμέλιο στην «πρακτική ζωή», γίνεται απλώς αισθητική ή ρομαντική και δεν πετυχαίνει ν’ ανυψωθεί στο επίπεδο το αυθεντικά νοητικό ή πνευματικό. Δεν μπορεί ν’ αντιληφθεί κανείς τον κόσμο εν Θεώ δίχως ριζική μετάνοια, δίχως συνεχή αλλαγή του νου.

Η θεώρηση της φύσης έχει δυο σχετικές πλευρές:

Α. Σημαίνει να εκτιμάμε την «ετερότητα» και την «ταυτότητα» ορισμένων πραγμάτων, προσώπων και στιγμών. Πρέπει να βλέπουμε κάθε πέτρα, κάθε φύλλο, κάθε κομματάκι χλόης, κάθε βάτραχο, κάθε ανθρώπινο πρόσωπο, όπως πραγματικά είναι, με όλη τη διακριτικότητα και την ένταση της ιδιαιτερότητας της ύπαρξής τους. «Αληθινός μυστικισμός», λέει ο Olivier Clement, «είναι ν’ ανακαλύψουμε το εξαιρετικό μέσα στο κοινό». Τίποτε απ’ ό,τι υπάρχει δεν είναι ασήμαντο ή ευκαταφρόνητο, γιατί σαν έργο του Θεού το καθένα έχει τη μοναδική του θέση στην τάξη της δημιουργίας. Μόνο η αμαρτία είναι ευτελής και μηδαμινή, όπως είναι τα περισσότερα προϊόντα μιας πεπτωκυίας και αμαρτωλής τεχνολογίας·  αλλά η αμαρτία, όπως έχουμε ήδη σημειώσει, δεν είναι κάτι πραγματικό και τα αποτελέσματα της αμαρτωλότητας, παρά τη φαινομενική τους στερεότητα και καταστροφική δύναμη, συμμετέχουν επίσης στην ίδια μη πραγματική κατάσταση.

Β. Η θεώρηση της φύσης σημαίνει ότι βλέπουμε όλα τα πράγματα, πρόσωπα και στιγμές σαν σημεία και μυστήρια του Θεού. Με την πνευματική μας όραση δεν πρέπει μόνο να βλέπουμε το κάθε πράγμα σαν καθαρό ανάγλυφο, να ξεχωρίζει μ’ όλη τη λαμπρότητα της ιδιαιτερότητάς του, αλλά πρέπει επίσης να βλέπουμε το κάθε πράγμα σαν να είναι διάφανο· μέσα και μέσω κάθε δημιουργήματος πρέπει να διακρίνουμε το Δημιουργό. Ανακαλύπτοντας την ανομοιότητα κάθε πράγματος, ανακαλύπτουμε επίσης πως το καθένα προσανατολίζεται, πέρα από τον εαυτό του, προς αυτόν που το δημιούργησε. Έτσι μαθαίνουμε, με τα λόγια του Henry Suso, να βλέπουμε το εσωτερικό στο εξωτερικό: «Γι’ αυτόν που μπορεί να δει το εσωτερικό μέσα στο εξωτερικό, το εσωτερικό είναι πιο εσωτερικό απ’ όσο για κείνον που μπορεί μόνο να δει το εσωτερικό μέσα στο εσωτερικό».

Αυτές οι δυό όψεις της φυσικής θεώρησης φαίνονται ακριβώς στο ποίημα του George Herbert «Το ελιξήριο»:

 Δίδαξε με, Θεέ μου και Βασιλιά, να σε βλέπω σ’ ό’λα τα πράγματα,

και ό,τι κάνω,σαν νάτανε για σένα να το κάνω.

Κάποιος που το τζάμι κοιτάζει, το μάτι εκεί μπορεί να σταματήσει·  

ή, αν θέλει, να το διαπεράσει, κι’ ύστερα να θωρεί τον ουρανό.

 Το να κοιτάζουμε «πάνω στο τζάμι» σημαίνει ν’ αντιληφθούμε την ύπαρξη, την έντονη πραγματικότητα κάθε πράγματος· το να κοιτάζουμε «μέσα απ’ το τζάμι» κι έτσι «να θωρούμε» τον ουρανό, σημαίνει να διακρίνουμε την παρουσία του Θεού μέσα και όμως πέρα απ’ αυτό το πράγμα. Αυτοί οι δυο τρόποι κοιτάγματος του κόσμου επιβεβαιώνουν και συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο. Η δημιουργία μας οδηγεί στο Θεό και ο Θεός μας στέλνει πάλι πίσω στη δημιουργία, δίνοντάς μας την ικανότητα να κοιτάξουμε στη φύση με τα μάτια του Αδάμ στον Παράδεισο. Γιατί, βλέποντας όλα τα πράγματα εν Θεώ, τα βλέπουμε με μια ζωντάνια που δεν θα μπορούσαν ποτέ να έχουν μ’ άλλο τρόπο.

Δεν πρέπει να περιορίσουμε την παρουσία του Θεού στον κόσμο σε μια περιορισμένη κλίμακα «ευσεβών» αντικειμένων και περιπτώσεων, αποκαλώντας κάθε τι άλλο «κοσμικό»· αλλά πρέπει να βλέπουμε όλα τα πράγματα σαν ουσιαστικά ιερά, σαν ένα δώρο από το Θεό κι ένα μέσο επικοινωνίας μαζί του. Δεν συνεπάγεται όμως τούτο, ότι πρέπει να δεχθούμε τον πεπτωκότα κόσμο έτσι όπως είναι. Αυτό είναι το ατυχές λάθος μεγάλου μέρους του «κοσμικού Χριστιανισμού» στη σύγχρονη Δύση. Όλα τα πράγματα είναι στ’ αλήθεια ιερά μέσα στη γνήσιά τους ύπαρξη, σε συμφωνία με την εσώτατη ουσία τους· αλλά η σχέση μας με τη δημιουργία του Θεού έχει διαστραφεί από την αμαρτία, τήν προπατορική και την προσωπική, και δεν θα ξαναβρούμε αυτή την αληθινή ιερότητα αν δεν εξαγνιστεί η καρδιά μας. Δίχως ν’ αρνηθούμε τον εαυτό μας, δίχως ασκητική πειθαρχία, δεν μπορούμε να βεβαιώσουμε την αληθινή ομορφιά του κόσμου. Γι αυτό δεν μπορεί να υπάρξει γνήσια θεώρηση δίχως μετάνοια.

Φυσική θεώρηση σημαίνει να βρίσκουμε το Θεό όχι μόνο σε όλα τα πράγματα αλλά εξίσου σ’ όλα τα πρόσωπα. Όταν αποδίδουμε σεβασμό στις άγιες εικόνες, στην εκκλησία ή στο σπίτι, πρέπει να συλλογιζόμαστε ότι κάθε άνδρας και γυναίκα είναι μια ζωντανή εικόνα του Θεού: «…εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Ματθ. 25, 40). Για να βρούμε το Θεό, δεν είναι ανάγκη να εγκαταλείψουμε τον κόσμο, ν’ απομονωθούμε από τους συνανθρώπους μας και να βυθιστούμε σε κάποιο είδος μυστικού κενού. Αντίθετα, ο Χριστός μας κοιτάζει μέσ’ από τα μάτια όλων εκείνων που συναντάμε. Αν αναγνωρίσουμε την παγκόσμια παρουσία του, όλες οι πράξεις μας που έχουν πρακτική υφή γίνονται πράξεις προσευχής.

Είναι κοινό να πιστεύουμε ότι η θεώρηση είναι ένα σπάνιο και εξαιρετικό δώρο, κι’ έτσι είναι αναμφίβολα στην τέλεια μορφή του. Κι όμως τα σπέρματα ενός θεωρητικού τρόπου ζωής υπάρχουν μέσα σε όλους μας. Απ’ αυτή την ώρα και στιγμή μπορώ ν’ αρχίσω να βαδίζω μέσα στον κόσμο, έχοντας τη συναίσθηση ότι αυτός είναι ο κόσμος του Θεού, ότι εκείνος είναι κοντά μου σε κάθε τι που βλέπω κι’ αγγίζω, στον καθένα που συναντώ. Όσο κι αν αυτό το κάνω σπασμωδικά και με ατέλειες, έχω κιόλας πάρει το μονοπάτι της θεωρίας.

Πολλοί άνθρωποι, που βρίσκουν τη δίχως εικόνες προσευχή της σιωπής τελείως πέρα από την τωρινή τους δυνατότητα και που γι’ αυτούς οι γνωστές φράσεις της Γραφής ή του προσευχηταρίου έχουν γίνει πληκτικές και στεγνές, μπορούν ν’ ανανεώσουν την εσωτερική τους ζωή με την εξάσκηση της φυσικής θεώρησης. Μαθαίνοντας να διαβάζω το λόγο του Θεού μέσα στο βιβλίο της δημιουργίας, ανακαλύπτοντας την υπογραφή του σ’ όλα τα πράγματα, τότε βρίσκω – όταν ξαναγυρίσω για να διαβάσω το λόγο Του στη Γραφή και στο προσευχητάρι – ότι οι τόσο γνωστές φράσεις έχουν για μένα ένα καινούργιο βάθος νοήματος. Έτσι η φύση και η Γραφή συμπληρώνουν η μια την άλλη. Με τα λόγια του άγ. Εφραίμ του Σύ­ρου:

Όπου κι αν γυρίσεις τα μάτια σου, υπάρχει του Θεού το σύμβολο·

Όπου διαβάσεις, θα βρεις εκεί τα ίχνη του…

Παρατήρησε και δες πως η Φύση κι η Γραφή συνδέονται…

Αίνος για τον Κύριο της Κτίσεως. Δόξα για τον Κύριο της Γραφής.

(Καλλίστου Γουέαρ, Επισκόπου Διοκλείας. «Ο Ορθόδοξος δρόμος». Εκδ. «Επτάλοφος»)