Θεολογία και Ζωή

Κι όμως νοιώθουμε μόνοι…

5 Φεβρουαρίου 2010

Κι όμως νοιώθουμε μόνοι…

“Διαλέξαμε την μοναξιά, την μοναξιά που σκοτώνει την ψυχή και πληγώνει την σκέψη”

Γράφει ο Ιάκωβος Ποθητός

Κάθε μέρα τα προβλήματα μεγαλώνουν. Κάθε στιγμή νοιώθουμε πως το αύριο θα είναι πιο δύσκολο, αβέβαιο. Και μελαγχολούμε καθώς δεν έχουμε δίπλα μας κανέναν για να του πούμε τις ανησυχίες μας, να εκφράσουμε τους φόβους μας. Είμαστε μόνοι σε μια πόλη εκατομμυρίων ανθρώπων…

Είναι πράγματι τραγικό σε μια κοινωνία που η έντονη ζωή κυριαρχεί, που πρώτη θέση στη ζωή μας κατέχει η διασκέδαση κι η καριέρα μας, να αντιμετωπίζουμε το αύριο μόνοι.

Αυτή είναι η αλήθεια, αυτή είναι η επιλογή που έχουμε κάνει και δρέπουμε τους καρπούς που σπείραμε. Είναι φανερό πως κάπου έχουμε κάνει λάθος στον σχεδιασμό της ζωής μας. Διαλέξαμε έναν τρόπο ζωής μοναχικό, απόμακρο, που ούτε τα πρόσωπα της οικογένειάς μας δεν είναι στο πλευρό μας. Όταν πονάμε, όταν λυπόμαστε, νοιώθουμε ότι είμαστε μόνοι, ότι κανείς δεν υπάρχει που να μπορεί να μοιραστεί τον πόνο μας.

Κοιτάζουμε γύρω μας τα παιδιά μας, την γυναίκα μας, τον άντρα μας και τους βλέπουμε απορροφημένους στα δικά τους προβλήματα που τόσο ξένα είναι για μας. Γιατί μόνο τα δικά μας προβλήματα είναι μεγάλα, είναι σπουδαία, είναι αυτά που πρέπει άμεσα να αντιμετωπισθούν και οφείλουν όλοι οι άλλοι να αφήσουν τα δικά τους και να έρθουν κοντά μας.

Αυτή είναι η συνήθης εικόνα που παρουσιάζεται σήμερα μεταξύ των ανθρώπων. Καταντήσαμε ξένοι ακόμη κι εμείς που είμαστε μια οικογένεια. Αυτό πού οφείλεται άραγε; Ας προσπαθήσουμε να το ανακαλύψουμε στις λίγες αυτές γραμμές.

Τα τελευταία χρόνια και ειδικότερα από τη στιγμή που τα κατάλοιπα της κατοχής εξαφανίστηκαν και οι άνθρωποι άρχισαν να κερδίζουν με τον αγώνα τους περισσότερα χρήματα με αποτέλεσμα να μπορούν να αγοράσουν ό,τι επιθυμούσαν, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Η επιθυμία για όλο και περισσότερα, το πάθος για μια πιο απολαυστική ζωή, η ζήλεια για τον απέναντι, η προσπάθεια να ξεπεράσουμε τους άλλους, μας οδήγησαν στην απομόνωση, στην εγκατάλειψη των φίλων, στην αδιαφορία ακόμη και για την οικογένειά μας. Βάλαμε στόχους χαμηλούς, στόχους ζωώδεις, και το μόνο που καταφέραμε να κερδίσουμε είναι κάποια οικονομική ευρωστία. Και μπορεί να κερδίσαμε οικονομικά αγαθά, χάσαμε όμως την κοινωνικότητα μας, στοιχείο απαραίτητο για τον άνθρωπο. Διαλέξαμε έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής και στην προσπάθειά μας να ξεπεράσουμε τους άλλους, τους ξένους, αφήσαμε πίσω τους δικούς μας, τ’ αγαπημένα μας πρόσωπα, μ’ αυτά που κάποτε κάναμε όνειρα για μια καλύτερη ζωή, για ένα καλύτερο αύριο. Αφήσαμε πίσω μόνα τους τα πρόσωπα που μας γέννησαν, μας μεγάλωσαν. Διαλέξαμε έναν τρόπο ζωής που πιστεύαμε ότι θα μας δώσει την ευτυχία και οι γύρω μας θα μας σεβόντουσαν και θα μας υπολόγιζαν αλλά το μόνο που καταφέραμε είναι να μην γνωρίζουμε τον γείτονα που μένει δίπλα μας, να μη μας σέβεται κανείς γιατί δεν μας γνωρίζει κι ούτε θέλει να μας μάθει. Διαλέξαμε την μοναξιά, την μοναξιά που σκοτώνει την ψυχή και πληγώνει τη σκέψη. Την μοναξιά που κανείς δεν μπορεί ν’ αντέξει…

Οι πολλές ανάγκες κι η καριέρα που παίζει καθοριστικό ρόλο πλέον στη ζωή μας, είναι η κύρια αιτία που μείναμε μόνοι.

Αφιερώνουμε πολλές ώρες για δουλειές και για άλλες ασχολίες έξω από τις οικογενειακές και κοινωνικές υποχρεώσεις με αποτέλεσμα να μη βλέπουμε πολλές φορές τα παιδιά μας για αρκετές ημέρες. Τα καθημερινά επιτεύγματα του πολιτισμού, προσδίδουν στον σημερινό άνθρωπο αυτάρκεια και κατά συνέπεια δύναμη η οποία τις περισσότερες φορές αλλοτριώνει τον χαρακτήρα του.

Έτσι αισθάνεται μέσα σ’ αυτόν την φανταστική ευδαιμονία του, μοναδικός, ανεπανάληπτος, ικανός να ανταπεξέλθει τα πάντα.

Απομονώνεται έτσι μέσα στον εγωισμό του, ξεχνώντας ότι η πραγματική ευτυχία είναι η συμμετοχή του στη χαρά και στη λύπη του άλλου, αυτό που τον ολοκληρώνει, είναι η προσφορά στον πλησίον του.

Πριν αρκετά χρόνια ο τρόπος ζωής των ανθρώπων ήταν τελείως διαφορετικός. Κανείς δεν κλείδωνε την πόρτα του γιατί ήξερε πως δεν κινδύνευε από κανέναν. Τα παιδιά όλα μεγάλωναν στην ίδια γειτονιά παίζοντας ευτυχισμένα γιατί δεν υπήρχε η κακιά μάγισσα να τους δείξει πως εκτός από την πάνινη μπάλα και την πάνινη κούκλα υπήρχαν κι άλλα παιχνίδια, πιο φανταχτερά και πιο όμορφα. Τα ρούχα των παιδιών ήταν ίδια. Φτωχικά μα τόσο ζεστά και καθαρά που καμιά φίρμα ρούχων σήμερα δεν έχει κατορθώσει να φτιάξει. Ο φίλος αγαπούσε τον φίλο και τσακωνότανε γι’ αυτόν όταν κάποιος τον πείραζε ή τον κορόιδευε. Η αδελφή του φίλου ήταν και δική μας αδελφή. Η γειτόνισσα φρόντιζε το ορφανό και σκέπαζε με την αγκαλιά της το γειτονόπουλο που έπεσε και χτύπησε. Τα μαγαζιά της γειτονιάς μάζευαν όλα τα πιτσιρίκια το καλοκαίρι όχι για να κάνουν βαριές δουλειές αλλά για να μπουν στο πνεύμα της εργασίας και για να μην παρασυρθούν σε άσχημες παρέες.

Τα βράδια σε πολλές γειτονιές άκουγες ξέγνοιαστα να τραγουδάνε οι φτωχοί άνθρωποι με τις κιθάρες και τις φυσαρμόνικες και γύρω τους προσπαθούσαν να μάθουν τους στίχους τα μικρά παιδιά. Τότε σε πάρα πολλούς δήμος σχηματίσθηκαν κι οι πρώτες φιλαρμονικές.

Σε λίγο καιρό άρχισαν οι άνθρωποι να κερδίζουν περισσότερα χρήματα, να εμφανίζεται στη γειτονιά το πρώτο αυτοκίνητο. Και σιγά – σιγά άρχισε η φιλία να υποχωρεί και να σπέρνονται οι πρώτες υποψίες για το πώς οι άλλοι κατάφεραν να κερδίσουν χρήματα και να αποκτήσουν κάποια αγαθά καθώς κι η επιθυμία να τ’ αποκτήσουμε κι εμείς. Σ’ αυτό το σημείο δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι η σύζυγος άρχισε να συγκρίνει το νοικοκυριό της με της γειτόνισσας καθώς και να καλλιεργείται το κλίμα για αλλαγή στη δομή της Ελληνικής Οικογένειας. Της οικογένειας που σαν πρώτο μέλημά της είχε τη σωστή ανατροφή των παιδιών όπου σημαντικό ρόλο έπαιζε η ευγένεια, ο σεβασμός, η υπακοή, η αγάπη.

Έτσι, σιγά αλλά σταθερά άρχισε μέρα με τη μέρα η ζωή μας να αλλάζει. Χάσαμε την εμπιστοσύνη μας ο ένας στον άλλον, χάθηκε η φιλία, έκλεισε την πόρτα του μαγαζιού ο μάστορας, έγινε αδιάφορη η γειτόνισσα για το πονεμένο παιδί του δρόμου κι η αδελφή του φίλου μας άρχισε να μας “γεμίζει” το μάτι.

Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα σε λίγα χρόνια να έχουμε μείνει μόνοι. Μείναμε μόνοι γιατί χάσαμε εκείνη την αθωότητα που τόσο ευτυχισμένους μας έκανε μέσα στη φτώχεια μας.

Είναι επομένως πολύ απλό να βρούμε τι φταίει που μείναμε μόνοι. Πολύ δύσκολο είναι να ξαναφτιάξουμε τη ζωή μας χρησιμοποιώντας τα επιτεύγματα της σύγχρονης τεχνολογίας σωστά και παραμένοντας οι απλοϊκοί άνθρωποι της γειτονιάς των περασμένων χρόνων.

Είναι πολύ δύσκολο αλλά αξίζει να προσπαθήσουμε. Και τότε ποτέ δεν θα νοιώσουμε μόνοι…