Θεολογία και Ζωή

Δανεικά και αγύριστα;

19 Μαρτίου 2010

Δανεικά και αγύριστα;

Το «δανείζειν» και «δανείζεσθαι» είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο πολύ συχνό.

Καθώς κυλά η ζωή του ανθρώπου παρουσιάζονται πολλές δύσκολες καταστάσεις. Ανάμεσα σε αυτές υπάρχουν και οικονομικά προβλήματα, που πολλές φορές εμφανίζονται απροσδόκητα και με οξύτητα. Δημιουργούνται έτσι αδιέξοδα, που απαιτούν άμεσες λύσεις. Τότε ο άνθρωπος καταφεύγει στο δανεισμό, είτε από δημόσιο φορέα (κράτος, τράπεζα κλπ.), είτε από άτομα, ζητώντας χρήματα ή και άλλα πράγματα για να καλύψει την ανάγκη που παρουσιάστηκε. Έτσι δημιουργείται το δάνειο.

Ο λόγος του Θεού δεν παραθεωρεί τα κοινωνικά προβλήματα του ανθρώπου. Αντίθετα, με το άπλετο φως της διδασκαλίας του χειραγωγεί το χριστιανό σε όλο το φάσμα της πολύπτυχης κοινωνικής του συμπεριφοράς. Έτσι και στο θέμα του δανεισμού προσφέρει τον καθοδηγητικό του λόγο. Εξετάζει το δάνειο πρώτα από τη πλευρά του δανειστού και ύστερα από τη πλευρά του δανειζομένου.

Στην Σοφία Σειράχ, το «δανεί­ζειν» χαρακτηρίζεται ως έλεος, δηλ. ως εκδήλωση αγάπης και ευσπλαχνίας στον πλησίον και ως τήρηση των εντολών του Θεού. «Ο ποιών έλεος δανειεί τω πλησίον και ο επισχύων (ενισχύων) τη χειρί αυτού, τηρεί εντολάς». Ότι δε το «δανείζειν» θεωρείται χρέος και καθήκον κάθε ανθρώπου του Θεού, φαίνεται και από τον προστακτικό τρόπο με τον οποίο εκφέρεται ο β’ στιχ. του ιδίου κεφαλαίου: «δάνεισε τον πλησίον σου σε ώρα ανάγκης…». Εξ άλλου κατηγορηματικός είναι και ο Κύριος στο θέμα αυτό και λέει: « αν κάποιος θέλει να του δανείσεις κάτι, μην του το αρνηθείς» (Ματθ. 5,42).

Καθορίζοντας δε το νέο ήθος, που ήλθε να χαρίσει στους ανθρώπους, με την αγάπη, η οποία υπερβαίνει θυσιαστικά τη φυσική τάξη της δόσεως και ανταποδόσεως, λέγει: «δανείζετε, χωρίς να περιμένετε ανταπόδοση». Διότι: «εάν δανείζετε σε όσους ελπίζετε να σας τα επιστρέψουν, ποια εύνοια περιμένετε από το Θεό; Και οι αμαρτωλοί δανείζουν στους ομοίους τους για να τα πάρουν πίσω» (Λουκ. 6, 34).

Η διαπροσωπική δηλ. συμπεριφορά του χριστιανού όχι μόνον υπερβαίνει το επίπεδο των σχέσεων των αμαρτωλών ανθρώπων, αλλά και προχωρεί στο «περισσότερο», διότι όπως λέγει «εάν αγαπήσετε αυτούς που σας αγαπούν… τί περισσότερο κάνετε; Το ίδιο δεν κάνουν και οι τελώνες (γενικώς οι αμαρτωλοί);»(Ματθ. 5, 46-47). Εμφορούμενος από το πνεύμα αυτό του Χριστού ο πιστός «όλη την ημέρα ελεεί και δανείζει», σύμφωνα βεβαία με τις δυνατότητες του, διότι λέγει: «βοήθησε τον πλησίον κατά τη δύναμη σου» (Σοφ. Σειρ. 29,20).

Γνωρίζει βέβαια ο χριστιανός, ως προσγειωμένος άνθρωπος, ότι πολλοί δεν θα ανταποκριθούν στην αγάπη και καλωσύνη του, αλλά θα σπεύσουν ίσως να την εκμεταλλευτούν. Το γεγονός όμως αυτό, εκτός του ότι δεν είναι ευχάριστο, δεν αλλοιώνει ωστόσο την καλή του διάθεση για την εξυπηρέτηση του πλησίον στην παρουσιαζόμενη του ανάγκη. Δανείζει «χωρίς να απελπίζεται». Θεωρεί τη πράξη του δανεισμού, κατά κάποιο τρόπο, ως ελεημοσύνη και φιλανθρωπία προς τον πλησίον, αλλά και ως χρέος δικό του απέναντι στο Θεό, του οποίου είναι πρώτος αυτός «οφειλέτης μυρίων ταλάντων» (Ματθ. 18, 24). Γι’ αυτό αγωνίζεται να μην αγανακτεί και δυσανασχετεί εναντίον του και τον εκβιάζει για την επιστροφή του δανείου. Πολύ δε περισσότερο δεν προβαίνει σε πράξεις εκδικήσεως και τιμωρίας, σαν τον δούλο της παραβολής, ο οποίος, αφού απήλαυσε την φιλανθρωπία του Κυρίου με την «απόσβεση» του χρέους των μυρίων ταλάντων, «έπνιγε τον σύνδουλό του λέγοντας του , δος μου ό,τι μου οφείλεις». Τί του όφειλε; Απλώς «εκατό δηνάρια».

Είναι γνωστό ότι ο Κύριος καυτηρίασε έντονα τη στάση του άσπλαχνου αυτού δούλου και τόνισε ότι το ίδιο θα πράξει και ο ίδιος εναντίον του, παραδίδοντάς τον «στους βασανιστές, μέχρι να εξοφλήσει όλο το χρέος».

Με την αντιμετώπιση αυτή,  σύμφωνα με το πνεύμα του Ευαγγελίου, ο χριστιανός φυσικά ζημιώνεται υλικά. Αλλά προτιμά να χάσει χρήμα ή οτιδήποτε άλλο, παρά να χάσει το Θεό. Εξάλλου, δεν είναι ανάγκη να λεχθεί ότι ο χριστιανός όταν δανείζει αποφεύγει τον τοκισμό, όχι μόνο τον παράνομο (τοκογλυφία) αλλά και τον νόμιμο. Αυτό δεν αρέσει στο Θεό. Είναι ρητές, αυστηρές και επανειλημμένες οι απαγορεύσεις του Θεού μέσα στον θείο Του λόγο: «δεν θα δώσεις δάνειο χρημάτων με τόκο στον αδελφό σου· τόκο με χρήμα ή και τόκο τροφίμων ή και τόκο παντός πράγματος» (Δευτ. 23, 20).

Ο δε προφήτης Ιεζεκιήλ τοποθετεί μεταξύ των μεγάλων κακών το να λαμβάνει κανείς «τόκον και πλεονασμόν» (Ίεζ. 22, 12). Εξίσου αυστηροί και καταδικαστικοί για τα δάνεια και τους τόκους είναι και οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, πού ασχολήθηκαν με όλα τα κοινωνικά προβλήματα των ανθρώπων. Ο Μ. Βασίλειος χαρακτηρίζει «υπερβολική απανθρωπιά» το να ζητεί κανείς τόκους από τον πτωχό και ο ιερός Χρυσόστομος, συμφωνεί, «επειδή -όπως λέγει- οι τόκοι κατατρώγουν και κατασπαράσσουν τις ψυχές των δυστυχισμένων ανθρώπων περισσότερο από τα θηρία». Και θεωρεί ότι, τίποτε δεν είναι αισχρότερο από τον τόκο.

Είναι φυσικό ότι οι θέσεις αυτές , τόσο της θείας Βίβλου, όσο και των θεοφόρων Πατέρων, στο θέμα μας αποτελούν αληθινό μαστίγωμα και της σύγχρονης, δήθεν χριστιανικής κοινωνίας μας, από την οποία δυστυχώς «δεν λείπει τόκος και δόλος».

Το θέμα του δανείου όμως δεν εξαντλείται μόνο στο δανειστή, αλλά επεκτείνεται και στον δανειζόμενο. Και στο θέμα αυτό καθοδηγητική είναι η βιβλικοπατερική διδασκαλία. Καταρχήν συνιστάται η αποφυγή του δανεισμού επειδή αφαιρεί την ελευθερία και δημιουργεί δουλεία, αλλά και πολλές άλλες παρενέργειες. Ο κοινωνικότατος Μ. Βασίλειος συμβουλεύει: «Όλα να προτιμήσεις να τα χάσεις εκτός από την ελευθερία σου… Να μη δεχθείς να σε πολιορκεί δανειστής. Να μη ανεχτείς να σε αναζητούν και να ψάχνουν τα ίχνη σου σαν κάποιο άλλο θήραμα. Το δάνειο είναι αρχή ψεύδους είναι αφορμή αχαριστίας, αγνωμοσύνης, επιορκίας……

Πτωχός είσαι τώρα, αλλά ελεύθερος. Με το να δανειστείς δε όχι μόνον δεν γίνεσαι πλούσιος, αλλά χάνεις και την ελευθερία σου……Πλούσιος είσαι; Μη δανείζεσαι. Πτωχός είσαι; Μη δανείζεσαι. Διότι εάν είσαι ευκατάστατος, δεν έχεις ανάγκη από δάνειο. Εάν τίποτε δεν έχεις, δεν θα εξοφλήσεις το δάνειο». Και συνεχίζει «Γιατί δένεις τον εαυτόν σου με γόνιμο θηρίο; Διότι τόκος νομίζω ονομάσθηκε για τη μεγάλη γονιμότητα του κακού. Ή ίσως τόκος λέγεται για τους πόνους και τις λύπες που προξενεί στις ψυχές των δανεισθέντων……».

Συνεπώς θα πρέπει ο χριστιανός που καταφεύγει στο δανεισμό -όταν είναι αναπόφευκτος- πριν από τη λήψη του δανείου να μέτρα τις δυνάμεις του, για να εξακριβώνει εάν μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του. Και η πρώτη και κύρια υποχρέωση, κατά το λόγο του Θεού, είναι η έγκαιρη απόδοση και επιστροφή του δανείου, όχι δηλ. «δανεικά και αγύριστα», όπως λέει ο λαός. Ο χριστιανός πρέπει να είναι ο κατ’ εξοχήν αξιόχρεος και αξιόπιστος χρεοφειλέτης. Προηγείται η εξόφληση του χρέους και έπονται όλες οι άλλες ανάγκες. Διότι, επί τέλους, προτιμότερο είναι να κοιμάται κανείς νηστικός, παρά να ξυπνά με χρέη. Καθώς λέει και η ξένη παροιμία: «άδειο σακί δεν στέκει ολόρθο».

Η Αγία Γραφή, κατά τρόπο ανάγλυφο και ψυχολογημένο περιγράφει την κακή συμπεριφορά του δανειζόμενου, πριν, αλλά και μετά το δάνειο. Πολλοί -λέει- βρήκαν τον δανεισμό σαν ένα εύκολο και έξυπνο τρόπο, για να αποκτούν χρήματα. Και συνεχίζει: «Ο κακός και αχάριστος χρεοφειλέτης, μέχρις ότου να λάβει το δάνειο, καταφιλεί το χέρι του δανειστή- και για τα χρήματα του πλησίον, που ελπίζει να λάβει, χαμηλώνει ικετευτικά τη φωνή του. Όταν όμως έλθει ο καιρός της αποδόσεως του δανείου, αναβάλλει και μακραίνει το χρόνο, προβάλλει λόγους στενοχώριας και τις δυσχερείς τάχα περιστάσεις. Εάν ο κακός χρεοφειλέτης είναι σε θέση να πληρώσει, ο δανειστής του, έστω και αν λάβει το μισό του χρέους, θα θεωρήσει αυτό ως εύρημα. Εάν όμως δεν έχει να πληρώσει, δεν θα επιστρέψει τίποτε σε αυτόν και έτσι θα τον στερήσει εξ ολοκλήρου από τα χρήματά του. Επί πλέον θα τον κάνει και εχθρό του χωρίς λόγο. Θα τον πληρώσει όμως με κατάρες και βρισιές και αντί της τιμής θα του ανταποδώσει την καταφρόνηση».

Η συμπεριφορά αυτή θεωρείται αχαριστία προς τον ευεργέτη-δανειστή και τελικά  κλοπή και ληστεία. Πολλοί δε, είναι εκείνοι, που αγανακτούν και αρνούνται να δώσουν δάνειο εξαιτίας της αχαρακτήριστης αυτής διαγωγής των χρεοφειλετών.

Τί όμως πρέπει να γίνει; Θα αφήσει κανείς αβοήθητους όλους εκείνους, που, ευρισκόμενοι σε μεγάλη ανάγκη, καταφεύγουν σ’ αυτόν και ζητούν τη βοήθεια του; Ο λόγος του Θεού και πάλι μας προτρέπει: «Για χάρη της εντολής, φρόντισε το φτωχό και βοήθησέ τον ανάλογα με τη φτώχεια του». Συνεπώς ο άνθρωπος του Θεού, αντιμετωπίζει με συμπάθεια και σπλάχνα οικτιρμών «τους θέλοντας απ’ αυτού δανείσασθαι», μιμούμενος έτσι τον Κύριο του, ο οποίος «ανατέλλει τον ήλιο σε πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους»

(Αρχιμ. Α.Καραμαντζάνη, «Ο χριστιανός στον 21ο αιώνα»)